Το 80% του πληθυσμού της Ελλάδας το 2060 θα είναι άνω των 65 ετών, ενώ το 2020 θα διαμορφωθεί στο 37,8% σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ο οποίος στην τελευταία έκθεσή του προειδοποιεί ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα ανά τον ανεπτυγμένο κόσμο δοκιμάζουν τα όριά τους εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.
Παράλληλα ζητά από τις χώρες μέλη του και από την χώρα μας μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα που να διασφαλίζουν αξιοπρεπή σύνταξη για τους εργαζόμενους που εργάζονται σε ευέλικτες μορφές εργασίας, μερικής ή εξ περιτροπής.
Τα τελευταία 40 χρόνια, σημειώνει, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών ως ποσοστό αυτών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών) αυξήθηκε από το 20% στο 31%, ενώ έως το 2060 το ποσοστό αυτό θα έχει πιθανότατα διπλασιαστεί, φθάνοντας στο 58%.
«Η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να είναι ιδιαίτερα γρήγορη στην Ελλάδα, την Κορέα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Ισπανία, ενώ η Ιαπωνία και η Ιταλία θα παραμείνουν μεταξύ των χωρών με τους πιο γερασμένους πληθυσμούς», αναφέρει η έκθεση.
Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα εκτιμάται στο 37,8% το 2020 και στο 79,7% το 2060.
Το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας -τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών- προβλέπεται να μειωθεί έως το 2060 κατά 35% και πλέον στην Ελλάδα, την Ιαπωνία, την Κορέα, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία, ενώ στον ΟΟΣΑ θα μειωθεί κατά 10%.Σύμφωνα με άλλα στοιχεία της έκθεσης, η πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα το 2018 ήταν τα 61,7 χρόνια για τους άντρες έναντι 65,4 κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ και στα 60 χρόνια για τις γυναίκες έναντι 63,7 στον ΟΟΣΑ.
Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί, επίσης, για τον αυξανόμενο κίνδυνο να μην υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις που έχουν υιοθετηθεί πρόσφατα από χώρες-μέλη του, παρά την επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού.
Όπως αναφέρει, τα δύο τελευταία χρόνια, οι περισσότερες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις χωρών-μελών του εστίασαν στη χαλάρωση των προϋποθέσεων αναφορικά με τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, την αύξηση των συντάξεων ή τη διεύρυνση της συνταξιοδοτικής κάλυψης. Αυτό, σημειώνει, ενίσχυσε την αυξανόμενη μακροχρόνια πίεση στην οικονομική βιωσιμότητα πολλών συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Η υπαναχώρηση από μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες ανάγκες μπορεί να καταστήσει τα συνταξιοδοτικά συστήματα λιγότερο ανθεκτικά σε οικονομικά σοκ στο μέλλον και απροετοίμαστα για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού, σύμφωνα με την έκθεση.
Επιπλέον της γήρανσης του πληθυσμού, σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ, η ενίσχυση των μη τυπικών μορφών εργασίας, όπως της προσωρινής και της μερικής απασχόλησης, και το περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και επιτοκίων αποτελούν νέες προκλήσεις για τα συνταξιοδοτικά συστήματα στις χώρες-μέλη του. Τα χαμηλά επιτόκια δημιουργούν νέα προβλήματα αλλά και ευκαιρίες.
Οι χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μειώνουν δραστικά το κόστος του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα όταν είναι χαμηλότερες από τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, όπως συνέβη σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία χρόνια.
Ταυτόχρονα, όμως, τα χαμηλά επιτόκια περιορίζουν τις αποδόσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων από τις επενδύσεις των εισφορών τους, μειώνοντας δυνητικά τις μελλοντικές συντάξεις για τα συστήματα καθορισμένων εισφορών και απειλώντας τη φερεγγυότητα των συστημάτων καθορισμένων συντάξεων.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι χώρες πρέπει να μεταρρυθμίσουν επειγόντως τα συνταξιοδοτικά συστήματά τους για να διασφαλίσουν ότι το αυξανόμενο ποσοστό εργαζομένων με προσωρινή ή μερική απασχόληση θα μπορούν να εισφέρουν αρκετά κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους, ώστε να λαμβάνουν επαρκές εισόδημα όταν συνταξιοδοτηθούν.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι εργαζόμενοι με προσωρινή ή μερική απασχόληση αντιστοιχούν τώρα σε περισσότερο από το ένα τρίτο της απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Οι εργαζόμενοι με μη τυπικές μορφές απασχόλησης έχουν χαμηλότερες αποδοχές και συχνά έχουν χαμηλότερες εισφορές σε συνταξιοδοτικά συστήματα που βασίζονται στις αποδοχές, σημειώνει η έκθεση.