Η μεσαία τάξη δεν προσδιορίζεται στατιστικά, ούτε μόνον με εισοδηματικούς όρους. Επιστημονικά, κοινωνιολογικά και παγκοσμίως, έχει καθοριστικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά με κύρια στοιχεία τον οικονομικό και επαγγελματικό δυναμισμό, την κοινωνική κινητικότητα, το μορφωτικό της επίπεδο και την «προς τα πάνω» προοπτική της.
Ως εκ τούτου, η «μεσαία τάξη» για την οποία έχουν χυθεί τόνοι πολιτικών δακρύων προεκλογικά και μετεκλογικά είναι, στην πραγματικότητα, η μεσαία εισοδηματική τάξη. Κοινώς, είναι τα μεσαία στρώματα μισθωτών, συνταξιούχων και ελευθέρων επαγγελματιών, είτε αυτά ορίζονται στην κλίμακα των εισοδημάτων από 6.294 ευρώ έως 16.783 ευρώ (για μονοπρόσωπα νοικοκυριά) ετησίως όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, είτε στους 504.327 φορολογούμενους αυτής της χώρας με εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ που, με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ πέρσι πλήρωσαν στην εφορία 1,75 δισ. ευρώ δηλαδή το 21,08% του συνόλου των φόρων.
Ο ορισμός Σταϊκούρα δεν είναι παρά ο ορισμός του ΟΟΣΑ – ο ορισμός με βάση τον οποίο ως «μεσαία εισοδηματική τάξη» ορίζεται ο πληθυσμός του οποίου το εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 75% και 200% του διαμέσου ετήσιου εισοδήματος του πληθυσμού κάθε χώρας».
Στην Ευρώπη το εν λόγω ποσοστό, που αυτοπροσδιορίζεται ως «μεσαία τάξη» ισούται με το 65,7% του συνόλου του πληθυσμού, ενώ στην Ελλάδα φθάνει μόλις το 57%. Συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, και κυρίως της ευρωζώνης, η μεταμνηνμονιακή Ελλάδα διαθέτει πλέον την «φτωχότερη» μεσαία ταξη. Βρίσκεται αρκετά πίσω ακόμη και από τις άλλες δύο «μνημονιακές» χώρες του Νότου, την Πορτογαλία και την Ισπανία, όπου το εισοδηματικό εύρος της μεσαίας τάξης κινείται από τα 8.800 και φθάνει στα 30.740 ευρώ. Σε παγκόσμια συγκριτική βάση επίσης η ελληνική μεσαία τάξη βρίσκεται στην 9η θέση από το τέλος στο σύνολο 39 χωρών του ΟΟΣΑ.
Το πρώτο προφανές συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως η μνημονιακή δεκαετία συρρίκνωσε δραματικά τα εισοδήματα της ελληνικής μεσαίας τάξης. Με βάση τον ορισμό του ΟΟΣΑ που επικαλέστηκε ο Χρήστος Σταϊκούρας, η συρρίκνωση αυτή προσδιορίζει πλέον ως – κατώτερη έστω – μεσαία τάξη ακόμη και το εισόδημα των 450 ευρώ μηνιαίως. Είναι ένας ορισμός, άλλωστε, που δεν απέχει και πολύ από εκείνον που είχε δώσει και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος το 2017, όταν επίσης ως υπουργός Οικονομικών ενέτασσε στην μεσαία τάξη οικογένειες με δύο παιδιά που έχουν εισόδημα 12.000 έως 18.000 ευρώ.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ωστόσο είχε αναγνωρίσει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε με «ταξική μεροληψία» προκειμένου να δώσει προτεραιότητα στην ανακούφιση των χαμηλότερων στρωμάτων. Και ο – τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών – Γιώργος Χουλιαράκης είχε επίσης αναγνωρίσει πως η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης αποτέλεσε «συνειδητή επιλογή».
Ηταν μια επιλογή την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε βαριά στην εκλογική κάλπη. Και, ως εκ τούτου, προκύπτουν δύο προφανή ερωτήματα για την νυν κυβέρνηση πλέον. Το πρώτο είναι εάν όταν προεκλογικά δεσμευόταν για την άρση της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης απευθυνόταν στην εισοδηματική τάξη που ορίζει ο ΟΟΣΑ και επικαλείται τώρα ο κ. Σταϊκούρας -δηλαδή την εισοδηματική τάξη των 6.294 έως 16.783 ευρώ (ή 8.901 εως 23.735 ευρώ εάν πρόκειται για νοικοκυριά με δύο μέλη). Εάν ισχύει αυτό, εξηγείται και το γεγονός ότι για τα εισοδήματα από 20.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ η ετήσια φορολογική ελάφρυνση είναι μόλις 17 τον χρόνο. Εάν δεν ισχύει υπάρχει μεγάλη απόσταση προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων της κυβέρνησης.
Το δεύτερο ερώτημα – το οποίο ουδέποτε απάντησε και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – είναι εάν σκοπεύει να κάνει ο,τιδήποτε για την οφθαλμοφανή φοροδιαφυγή και για την δομική οικονομική και κοινωνική στρέβλωση που αποτυπώνουν τα στοιχεία της ΑΑΔΕ. Διότι κανένα εγχειρίδιο του ΟΟΣΑ και καμία στατιστική Ανεξάρτητης Αρχής δεν μπορούν να πείσουν ότι – ακόμη και μετά την μνημονιακή κατάρρευση – το 50% των ελλήνων ζει με εισόδημα χαμηλότερο των 15.000 ευρώ ετησίως. Ούτε να εξηγήσει πώς γίνεται και , επίσης σε καιρό μνημονίων, οι μεσαία και υψηλότερα αμειβόμενοι μισθωτοί, διαθέτουν υψηλότερο εισόδημα και πληρώνουν περισσότερους φόρους από την συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών και μεσαίων επιχειρηματιών…