Κώστας Μελάς
Πώς εξελίχθηκε ο πλούτος των Ελλήνων την περίοδο 2000-2018; Την περίοδο εντάξεως της χώρας στην Ευρωζώνη και στο ενιαίο νόμισμα και συγχρόνως της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών προγραμμάτων; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει μια πρόσφατη μελέτη της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse (The Global Wealth Report 2019). Σ
Στην εν λόγω έρευνα, ο πλούτος ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, από τον οποίο έχει αφαιρεθεί το σύνολο του ιδιωτικού χρέους.
Εξετάστηκαν οι σωρευτικές μεταβολές του πλούτου ανά ενήλικο άτομο για τα χρονικά διαστήματα 2000-2009 και 2010-2019. Με βάση τους υπολογισμούς της ελβετικής τράπεζας, διαπιστώνεται ότι ο πλούτος ενός ενήλικου Ελληνα σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 2000-2009 (+91%), ενώ την περίοδο 2010-2019 απωλέσθη το 30%.
Ο πλούτος ανά ενήλικα ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία μέχρι το 2007, ενώ παράλληλα οι ετήσιοι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης των νοικοκυριών ήταν ιδιαίτερα υψηλοί, με σκοπό κυρίως τις επενδύσεις σε κατοικίες, και το ποσοστό της ετήσιας αποταμίευσής τους διατηρούνταν υψηλό. Η οικονομική κρίση εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών από το 2008 και έπειτα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν.
Το 2007 ο πλούτος ανά ενήλικα έφτασε στο υψηλότερο σημείο του την εξεταζόμενη περίοδο, σε 180.000 δολάρια, εκ των οποίων 50.000 δολάρια αντιστοιχούσαν στον χρηματοοικονομικό πλούτο, 140.000 δολάρια στον μη χρηματοοικονομικό πλούτο, ενώ το ιδιωτικό χρέος (αφαιρείται) είχε ύψος 10.000 δολάρια.
Αντιθέτως, το 2015 ο πλούτος ανά ενήλικα βρέθηκε στο χαμηλότερο ύψος, 80.000 δολάρια, εκ των οποίων 25.000 δολάρια αντιστοιχούσαν στον χρηματοοικονομικό πλούτο, ο μη χρηματοοικονομικός ήταν 75.000 δολάρια, ενώ το ιδιωτικό χρέος είχε ύψος 20.000 δολάρια.
Το επίπεδο του πλούτου ανά ενήλικο άτομο στην Ελλάδα στα μέσα του 2019 διαμορφώθηκε σε 96.000 δολάρια από 150.0000 το 2008. Ολες οι συνιστώσες του πλούτου σημείωσαν αρνητική μεταβολή το ίδιο χρονικό διάστημα, με μεγαλύτερη αυτή του μη χρηματοοικονομικού πλούτου που συρρικνώθηκε κατά 41%. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί το 69,2% του συνολικού πλούτου, δηλαδή του αθροίσματος χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Τέλος, το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικο άτομο διαμορφώθηκε σε 13.000 δολάρια το 2019, από 21.000 το 2008, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στον περιορισμό της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από το τραπεζικό σύστημα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα.
Η σύνθεση του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσιάζει αντίθετη εικόνα, καθώς, όπως αναφέρει η έρευνα της Credit Suisse, στα μέσα του 2019 το 55% του παγκόσμιου πλούτου αντιστοιχούσε στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχουν τα νοικοκυριά και το υπόλοιπο 45% στην αξία των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων.
Στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η σωρευτική μεταβολή του πλούτου ανά ενήλικα τη δεκαετία 2000-2009 ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα, καθώς στην Κύπρο ήταν ίση με 165%, στην Ιταλία με 98% και στην Πορτογαλία με 114%. Παρά το γεγονός ότι δύο χώρες από αυτές, όπως και η Ελλάδα, ακολούθησαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής εντός της τελευταίας δεκαετίας, η εικόνα που παρουσιάζουν στο διάστημα 2010-2019 είναι διαφορετική, καθώς η μείωση του καθαρού πλούτου ανά ενήλικο ήταν σχετικά περιορισμένη στην Κύπρο (-6%) και στην Ιταλία (-1%), ενώ στην Πορτογαλία σημειώθηκε αύξηση ύψους 16%. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα προσαρμογής σε αυτές τις χώρες ολοκληρώθηκαν νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον δύο έτη ακόμη για να έχουμε ακριβείς συγκρίσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, τελικά, την εποχή της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης η αξία του πλούτου αυξάνεται πρωταρχικά με τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο δανεισμός και η εξάπλωση των χρηματοπιστωτικών εργαλείων χρέους αποτελούν τον μηχανισμό δημιουργίας πλούτου. Βεβαίως λόγω της φύσης του τομέα αυτού οι κρίσεις που μειώνουν τον πλούτο είναι περισσότερο συχνές και πιο βαθιές, αλλά παρ’ όλα αυτά ο συνολικός πλούτος στο τέλος της κρίσης φαίνεται ότι παραμένει υψηλότερος από την αρχή του ανοδικού κύκλου. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η διαδικασία αύξησης του συνολικού πλούτου συνοδεύεται πάντοτε με έντονες ανισοκατανομές διογκώνοντας περαιτέρω την υφιστάμενη ανισότητα κατανομής του πλούτου.