Είναι αξιόπιστα τα στατιστικά στοιχεία για την ανεργία; Σύμφωνα με τον Γερμανό οικονομολόγο Χάιντς-Γιόζεφ Μπόντρουπ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γκελζενκίρχεν, μάλλον όχι, αλλά αντίθετα είναι παραποιημένα και το ποσοστό 5,7% της ανεργία δεν είναι πραγματικό. Σε άρθρο του στην Deutsche Welle, εξηγεί ότι μπορεί το ποσοστό της ανεργίας να υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 30 χρόνων, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει αλλάξει ο ορισμός της ανεργίας.
Όπως εξηγεί ο Χάιντς-Γιόζεφ Μπόντρουπ, τα στοιχεία για την ανεργία στη Γερμανία είναι παραποιημένα.
«Όχι από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας, η οποία καταγράφει και δημοσιεύει τα στοιχεία. Η πολιτική είναι εκείνη που μέσα από σειρά νόμων άλλαξε τον ορισμό της ανεργίας, με αποτέλεσμα οι αριθμοί να μην αποτυπώνουν πλέον την πραγματικότητα και να μην εκφράζεται ο κοινωνικός αντίκτυπος της ανεργίας στη Γερμανία».
Αναφέρει ότι από τα επίσημα στοιχεία λείπουν οι άνθρωποι άνω των 58 ετών.
«Η πολιτική ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν μεγάλες πιθανότητες να βρουν δουλειά και γι’ αυτό μπορούν να εξαιρεθούν», λέει.
Επιπλέον, οι άνεργοι που μετεκπαιδεύονται μέσω της Υπηρεσίας Εργασίας δεν καταγράφονται ως άνεργοι, ενώ όταν ένας άνεργος δηλώνεται το πρωί άρρωστος στην Υπηρεσία Εργασίας όπου ανήκει, τότε δεν καταγράφεται πλέον ως άνεργος.
«Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που στην πραγματικότητα είναι άνεργοι, αλλά εξαιρούνται από τη στατιστική. Πρόκειται για μια τεράστια παραποίηση για την οποία ευθύνεται η πολιτική», επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Αντίθετα, ο πραγματικός αριθμός ανέργων είναι κατά πολύ υψηλότερος. Εάν συνυπολογίζονταν όλοι αυτοί, τότε ο αριθμός των ανέργων δεν θα βρίσκονταν στους επίσημα καταγεγραμμένους 2,4 εκατομμύρια, αλλά στα 3,4 εκατομμύρια, δηλαδή ένα ολόκληρο εκατομμύριο περισσότεροι άνθρωποι.
Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι αναφέρονται από τη στατιστική υπηρεσία υπό τον όρο «υποαπασχολούμενοι» και όχι άνεργοι.
Η απασχόληση στη Γερμανία εμφανίζεται όντως αυξημένη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο αυτό οφείλεται στη δομή της: αυτό που αυξήθηκε είναι η μερική απασχόληση και μάλιστα αντιστρόφως ανάλογα σε σχέση με την πλήρη απασχόληση. Δηλαδή, ενώτο 1991 το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχονταν στο 17,9%, το 2016 έφτασε το 37,5%, και το ίδιο διάστημα το μερίδιο της πλήρους απασχόλησης μειώθηκε από το 82,1% στο 62,5%.
Πρόκειται για εξέλιξη που αντικατοπτρίζει αυτό που λέγεται «ευέλικτη αγορά εργασίας», η οποία είναι σε ένα βαθμό θεμιτή, με δεδομένο ότι δεν μπορούν όλοι και δεν θέλουν όλοι να έχουν μια θέση πλήρους απασχόλησης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών, «υπάρχουν έρευνες σύμφωνα με τις οποίες περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι που εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης θα προτιμούσαν να έχουν πλήρεις θέσεις. Εάν προσθέσουμε αυτούς στα πραγματικά 3,4 εκατομμύρια των ανέργων, τότε ο συνολικός αριθμός των ανέργων και υποαπασχολούμενων ανέρχεται στα 6,5 εκατομμύρια. Αυτό δείχνει την απόλυτη καταστροφή στη γερμανική αγορά εργασίας».
Ο Χάιντς-Γιόζεφ Μπόντρουπ αναφέρει ότι το δημοσιονομικό κόστος αυτής της ανεργίας στη Γερμανία άγγιξε μεταξύ 2001 και 2015 στα 69 δισ. ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, αναλόγως αναξιόπιστα είναι και τα στατιστικά στοιχεία για την ανεργία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς ακολουθούν την ίδια πολιτική όσον αφορά τα επίσημα στοιχεία. Τα δε στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), υποστηρίζει, είναι ακόμη χειρότερα και ακόμη πιο παραποιημένα. Κι αυτό γιατί η διεθνής οργάνωση δεν προσμετρά στους ανέργους όποιον εργάζεται τουλάχιστον μια ώρα την εβδομάδα.