Θετική δυναμική έχει αποκτήσει η ελληνική οικονομία με την οικονομική δραστηριότητα να αυξάνεται σε συνδυασμό με την άσκηση «συνετών» δημοσιονομικών πολιτικών, διαπιστώνει στη φθινοπωρινή έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στη έκθεση κρίνεται εφικτή η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους, ενώ δεν αποκλείεται και η ελαφρά υπέρβασή του. Παράλληλα εφικτή, υπό προϋποθέσεις, κρίνει το Συμβούλιο και την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020.
«Η θετική αυτή δυναμική της οικονομίας, ωστόσο, θα πρέπει να ενταθεί τα επόμενα έτη. Οι τελευταίες ενδείξεις, όπως αυτές αποτυπώνονται σε οικονομικούς δείκτες είναι ενθαρρυντικές: Οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν μέσα σε μερικούς μήνες πάνω από 10 δισ. ευρώ, η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται σε υψηλά ετών, και μάλιστα σε θετική πορεία αντίθετα με τον αντίστοιχο δείκτη του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης ο οποίος καταγράφει πτώση, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου βρίσκονται ιστορικά χαμηλά περί το 1,4%, ενώ τα τρίμηνης διάρκειας έντοκα γραμμάτια κατέγραψαν αρνητικές αποδόσεις, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει λιγότερα χρήματα από αυτά που δανείστηκε (σε ονομαστικούς όρους)» αναφέρει μεταξύ άλλων στον πρόλογό του ο πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου Παναγιώτης Κορλίρας.
Όπως επισημαίνει ο κ. Κορλίρας: «Αν και η οικονομική σταθερότητα και η θετική ψυχολογία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας, αυτά από μόνα τους δεν είναι αρκετά. Σημαντικές είναι επίσης οι πολιτικές οι οποίες θα πρέπει να στοχεύσουν σε χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, όπως η βελτίωση της παραγωγικότητας, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η ισχυροποίηση των θεσμών κ.ά. Οι πολιτικές σε συνδυασμό με την οικονομική σταθερότητα δύνανται να οδηγήσουν την οικονομία σε τροχιά στέρεης και βιώσιμης ανάπτυξης με την προϋπόθεση πάντα της ικανότητας απορρόφησης δονήσεων από το εξωτερικό περιβάλλον».
Αναλυτικότερα στη συνόψη των συμπερασμάτων της έκθεσης του Ελληνικού Δημοσιονομικοόυ Συμβουλίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2019 ήσαν θετικές καθώς το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά περίπου 1 δισ. ευρώ (+21,4%) σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Σημαντικό μέρος της αύξησης των εσόδων (άνω των 2 δισ. ευρώ) οφείλεται σε εισπράξεις οι οποίες δε λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του αποτελέσματος σε «όρους ενισχυμένης εποπτείας» (μεταφορά εσόδων από ANFAs και SMPs και έσοδα αποκρατικοποιήσεων). Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει την επίτευξη του στόχου, δεδομένων των περυσινών υψηλών επιδόσεων. Συνεπώς, και μετά την εξαίρεση του ανωτέρω ποσού, ο στόχος του 2019 για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, εξακολουθεί να παραμένει εφικτός, ενώ δεν αποκλείεται η ελαφρά υπέρβασή του.
Τα φορολογικά έσοδα στις περισσότερες κατηγορίες κινήθηκαν στα περυσινά επίπεδα, ενώ οι δαπάνες παρουσίασαν συγκρατημένη αύξηση, κυρίως λόγω της αυξημένης μισθολογικής δαπάνης που οφείλεται σε μισθολογικές ωριμάνσεις και σε αυξημένες εργοδοτικές εισφορές που επιβάρυναν το Δημόσιο.
Η υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) -του οποίου η υστέρηση είναι συνήθης για την χρονική αυτή περίοδο- περιοριζόταν στο 38,3%, μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου 2019. Επί του παρόντος δεν είναι δυνατή ασφαλής πρόβλεψη για την πορεία εκτέλεσης του συγκεκριμένου τμήματος του προϋπολογισμού, με δεδομένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΠΔΕ και δεν είναι απίθανο να υπάρξει υστέρηση και στο τέλος του 2019. Από στενά δημοσιολογιστική οπτική και εάν ληφθεί υπόψη μόνο η δέσμευση για την επίτευξη ορισμένου πρωτογενούς πλεονάσματος το ανωτέρω φαινόμενο συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός «ευνοϊκού» δημοσιονομικού αποτελέσματος. Από ευρύτερη οικονομική άποψη, πρόκειται για αρνητική εξέλιξη, καθώς μεσοπρόθεσμα συνεπάγεται αδυναμία μεγιστοποίησης των θετικών αναπτυξιακών επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει η πλήρης εκτέλεση του ΠΔΕ.
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης διατηρούνται στα περυσινά επίπεδα, περί τα 2,5 δισ. ευρώ, λόγω μείωσης των αντίστοιχων επιβαρύνσεων των υποτομέων της Γενικής Κυβέρνησης και παράλληλης αύξησης των εκκρεμών επιστροφών φόρων. Η συρρίκνωση του αποθέματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο, αν όχι η πρακτική τους εξάλειψη, εξακολουθεί να είναι μια ανοιχτή πρόκληση για τη δημοσιονομική διαχείριση.
Η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων προς το ελληνικό Δημόσιο παρουσιάζει βελτιωμένη εικόνα, καθώς ο ρυθμός αύξησής τους είναι ο χαμηλότερος της τελευταίας εξαετίας. Ωστόσο, το απόθεμα ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών καθώς και ο αριθμός οφειλετών με εκκρεμείς φορολογικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να διατηρούνται υψηλά.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, ωστόσο εκτιμάται ότι θα εισέλθει σε τροχιά αποκλιμάκωσης, αρχής γενομένης από το τρέχον έτος. Σε αυτήν την εξέλιξη θα συνδράμει το χαμηλό κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, η δέσμευση για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά και η περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ. Παράλληλα, οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου τα επόμενα έτη φαίνεται να είναι συγκρατημένες και διαχειρίσιμες, εξαιτίας και της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Για το 2020 η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ σε όρους «ενισχυμένης εποπτείας») κρίνεται εφικτή από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υπό προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων προέχουν ιδίως οι εξής:
(α) Δεν θα υπάρξει αρνητική απόκλιση στα αποτελέσματα των πρόσθετων παρεμβάσεων που σχεδιάζεται να εφαρμοστούν με στόχο τη βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος. Ειδικά, τα μέτρα που αναφέρονται σε «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μέτρα προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών», χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και παραμένει μάλλον ασαφής ο τρόπος με τον οποίο θα διευρυνθεί η φορολογική βάση.
(β) Θα υλοποιηθούν οι αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ.
(γ) Θα επιβεβαιωθεί η εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών ότι η περαιτέρω αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 959 εκατ. ευρώ (συνεπεία των πρόσθετων αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων) θα αποδώσει πρόσθετα φορολογικά έσοδα περί τα 330 εκατ. ευρώ και πρόσθετα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 140 εκατ. ευρώ.
(δ) Θα αποδειχθούν διαχειρίσιμες για τον προϋπολογισμό του 2020 πιθανές έκτακτες επιβαρύνσεις από δικαστικές αποφάσεις.
Από πλευράς μακροοικονομικών εξελίξεων, η παρατηρούμενη επιτάχυνση της αύξησης του ΑΕΠ είναι αναμφίβολα θετική. Ωστόσο, οι απαιτούμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης, τουλάχιστον κατά τα αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, θα είναι υψηλότεροι.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2019 κατά 2,0%, όπως εκτιμά το Υπουργείο Οικονομικών είναι ελαφρώς πιο αισιόδοξη από το κεντρικό σενάριο των προβλέψεων του ΕΔΣ (1,8%) αλλά, πάντως, εφικτή.
Αναφορικά με τις μακροοικονομικές εξελίξεις του Α’ εξαμήνου του 2019, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχει η δημόσια κατανάλωση. Προβληματισμό προκαλεί η πρόσφατη οριακή συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά το α’ εξάμηνο) και η οιονεί στασιμότητα των πάγιων επενδύσεων.
Ειδικά για την ιδιωτική κατανάλωση, η αρνητική αυτή εξέλιξη του Α’ εξαμήνου είναι ακόμα πιο προβληματική, αν ληφθεί υπόψη ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 4,9%. Το φαινόμενο αυτό, πάντως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί σε ένα βαθμό από την τάση των νοικοκυριών για μιας μορφής «απομόχλευση» – δηλαδή περιορισμό της κατανάλωσης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους προς τα τραπεζικά ιδρύματα, την ΑΑΔΕ και τα ασφαλιστικά ταμεία, υπό την απειλή ρευστοποίησης εμπράγματων εξασφαλίσεων κ.ά. αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, οι πλειστηριασμοί κ.ο.κ. και, με δεδομένες τις νέες δυνατότητες ρύθμισης αυτών των οφειλών, οι οποίες θεσπίστηκαν κατά το προηγούμενο διάστημα. Τέλος, το γενικότερο κλίμα των εκλογικών διαδικασιών του Μαΐου-Ιουνίου είναι πιθανό να συνέβαλε στην αναβολή υλοποίησης καταναλωτικών δαπανών εκ μέρους των νοικοκυριών.
Τόσο ο δείκτης οικονομικού κλίματος, όσο και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσίασαν σημαντική βελτίωση, η οποία αναμένεται σε ένα βαθμό να επηρεάσει θετικά την «πραγματική» οικονομία το Β’ εξάμηνο του 2019. Στις θετικές εξελίξεις επίσης περιλαμβάνεται η συρρίκνωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 1 δισ. ευρώ κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2019 και σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, κυρίως λόγω της βελτίωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου.
Το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται (17,0% το Β’ τρίμηνο του 2019 έναντι 19,2% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι), αλλά οι άνεργοι παραμένουν κατά 430.000 άτομα περισσότεροι σε σχέση με το 2008. Αντίστοιχα, ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά υπολείπεται σημαντικά (-678.000 άτομα) σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Η εξέλιξη της μισθωτής απασχόλησης παρουσιάζει σχετική αστάθεια η οποία πιστοποιεί ότι η αγορά εργασίας δεν έχει ακόμα εδραιώσει την απαιτούμενη θετική δυναμική. Τέλος, αρνητική εξέλιξη συνιστά η -έστω οριακή- μείωση του μεγέθους του Εργατικού Δυναμικού. Βάσει των παραπάνω, παρά την βελτίωση, η κατάσταση της αγοράς εργασίας απέχει ακόμα πολύ από το να χαρακτηριστεί ως «κανονική».
Για το 2020 η πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών για ρυθμό μεγέθυνσης 2,8% κρίνεται από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο ως αισιόδοξη, αλλά εντός αποδεκτών ορίων. Συγκρατημένες ως προς την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2020 είναι και οι εκτιμήσεις εγχώριων και διεθνών οργανισμών οι οποίες θέτουν το ρυθμό μεγέθυνσης για το 2020 μεταξύ του 2,0% και 2,5%.
Εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικές εστίες αβεβαιότητας, τόσο εγχώριες όσο και εξωτερικές. Οι επιπτώσεις τους δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν, εκ των προτέρων και με ακρίβεια. Ειδικότερα:
Ενέχει υψηλή αβεβαιότητα το σενάριο της επεκτατικής επίδρασης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων του 2020, στο βαθμό που οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που έχουν εκτιμηθεί (μεγαλύτερες της μονάδας για τα επεκτατικά φορολογικά μέτρα) αποδειχθούν χαμηλές.
Επιπλέον αβεβαιότητες υπάρχουν ως προς την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εξαιτίας της εικαζόμενης ροπής των νοικοκυριών για «απομόχλευση», όπως προαναφέρθηκε.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου της οικονομίας, λόγω αύξησης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ικανοποιούν καταναλωτικούς είτε παραγωγικούς σκοπούς.
Στο σενάριο επιδείνωσης του εξωτερικού ισοζυγίου συγκαταλέγονται οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εγχώριες εξαγωγικές δυνάμεις, από το διεθνή ανταγωνισμό ιδιαίτερα υπό συνθήκες αργής αποκατάστασης της χρηματοδότησής τους από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Κίνδυνοι για την επίτευξη του αισιόδοξου μακροοικονομικού σεναρίου πηγάζουν από την πιθανή οικονομική επιβράδυνση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, το μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών οι οποίες επιβραδύνουν την πιστωτική επέκταση, αλλά και τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις από τη διαδικασία αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, το διεθνές περιβάλλον φορτίζεται από γεωπολιτικές εντάσεις και αβεβαιότητες. Αυτές αφορούν ιδιαίτερα το ζήτημα των σχέσεων Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, καθώς και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή Κυπριακής δικαιοδοσίας.