Το 1930, ένα χρόνο μετά το Μεγάλο Κραχ, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ένας από τους πατέρες της σύγχρονης οικονομίας, έγραψε η μάλλον προέβλεψε για τις οικονομικές δυνατότητες των εγγονών του. Παρά τη γενικευμένη απαισιοδοξία, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε γονατίσει τον πλανήτη, ο βρετανός οικονομολόγος παρέμεινε αισιόδοξος, λέγοντας ότι η «παγκόσμια κατάθλιψη που επικρατεί … μας τυφλώνει σε αυτό που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια».
Στο δοκίμιό του, μάλιστα, όπως αναφέρει και το δημοσίευμα του Aeon, προέβλεψε ότι σε 100 χρόνια, δηλαδή το 2030, η κοινωνία θα έχει προχωρήσει τόσο πολύ που οι άνθρωποι θα χρειάζεται να δουλεύουνε ελάχιστα και ο μόνος κίνδυνος θα είναι η πλήξη. Συγκεκριμένα, εκτίμησε πως θα ήταν εφικτή η 15ωρη απασχόληση ανά εβδομάδα. Το 1930, ο μέσος εργαζόμενος στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και την Ιαπωνία εργαζόταν 48 ώρες την εβδομάδα. Σήμερα, και μετά από έναν αιώνα αυτοματισμού και τεχνολογικών εξελίξεων που μας επιτρέπουν να παράγουμε περισσότερα πράγματα με λιγότερη εργασία, ο μέσος πλήρως απασχολούμενος, εργάζεται ακόμη περίπου 40 ώρες.
Η πρόοδος που σημειώθηκε τα τελευταία 90 χρόνια, σύμφωνα και με το σκεπτικό του Κέυνς, θα έπρεπε να είναι εμφανής στον εργασιακό χρόνο, επομένως και στον ελεύθερο χρόνο που απολαμβάνουμε. Εάν λοιπόν οι σημερινές προηγμένες οικονομίες έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει το σημείο της παραγωγικότητας που προέβλεπε ο Κέυνς, γιατί οι εβδομάδες των 40 ωρών εξακολουθούν να κυριαρχούν στο χώρο εργασίας;
Μέρος της απάντησης είναι οι εισφορές που καλείται να πληρώσει στο κράτος ο σύχρονος εργαζόμενος, ο καταναλωτισμός που επιβάλλουν εμμέσως πλην σαφώς οι ίδιες αυτές οι οικονομίες και βέβαια η επίμονη κοινωνική ανισότητα παρέα με την ακόρεστη επιδίωξη του κέρδους των καπιταλιστών, η οποία προϋποθέτει την αμείωτη εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Ακόμη και τα πολλά από τα εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενα άτομα που έχουν πρόσβαση σε εργασίες μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, όπως για παράδειγμα η Uber, πιέζονται να αναλάβουν όλο και περισσότερες δουλειές για να διατηρήσουν τα κέρδη τους σε συνάρτηση με το κόστος ζωής, ενώ δεν αποκλείεται και να χάνουν ώρες εργασίας περιμένοντας απλά κάποιον να τους επιλέξει.
Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι το αντίθετο. Οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται 40 ώρες εβδομάδες απλά για να επιβιώσουν με ζόρι, παρότι ως κοινωνία, συνολικά, είμαστε σε θέση να παράγουμε αρκετά και για όλους.
Εν ολίγοις ο Κέυνς είχε δίκιο για τις εκπληκτικές εξελίξεις που θα απολάμβαναν τα εγγόνια του, αλλά λάθος για το πώς αυτό θα αλλάξει τα συνολικά πρότυπα εργασίας και κατανομής του πλούτου, τα οποία παραμένουν σταθερά.
Την ίδια ώρα ωστόσο κάποιες πολυεθνικές εταιρίες αλλά και εθνικές οικονομίες πειραματίζονται με τη μείωση της εργασίας, προσβλέποντας σε τι άλλο, στην παραγωγικότητα, και δίχως να «μολύνουν» τα κριτήρια.
Το πείραμα της Microsoft στην Ιαπωνία
Η Microsoft πειραματίστηκε με την εβδομάδα τεσσάρων εργάσιμων ημερών στην Ιαπωνία και διαπίστωσε ότι οι εργαζόμενοι όχι μόνο ένιωθαν πιο χαρούμενοι, αλλά αύξησαν και την παραγωγικότητα τους κατά 40%. Περισσότεροι από εννέα στους δέκα εργαζόμενους δήλωσαν ότι προτιμούν τη μικρότερη εβδομάδα εργασίας και αυτό σε μια χώρα που φημίζεται για μια κουλτούρα σκληρής εργασίας και για τα ατελείωτα ωράρια της.
Η δοκιμή έγινε τον Αύγουστο και τώρα ανακοινώθηκαν τα θετικά αποτελέσματά της. Το σύνολο του προσωπικού της θυγατρικής της αμερικανικής εταιρείας στη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» απαλλάχθηκαν από την εργασία για πέντε συνεχόμενες Παρασκευές, χωρίς καμία περικοπή στη μισθοδοσία τους.
«Θέλω οι εργαζόμενοι να σκεφτούν και να έχουν εμπειρία τού πώς μπορούν να πετύχουν τα ίδια αποτελέσματα με 20% λιγότερο χρόνο εργασίας», δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Microsoft Japan Τακούγια Χιράνο, σύμφωνα με τη Guardian.
Εκτός από την αύξηση της παραγωγικότητας κατά 40% τον Αύγουστο του 2019, σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα, οι εργαζόμενοι είχαν 25% λιγότερο χρόνο απουσίας από τη δουλειά τους, ενώ μειώθηκε κατά 23% η κατανάλωση ηλεκτρισμού στα γραφεία και κατά 59% η χρήση χαρτιού για εκτύπωση.
Βέβαια, η Microsoft Ιαπωνίας έκανε απλώς ένα πείραμα και παραμένει ασαφές κατά πόσο τέτοιες εργασιακές αλλαγές θα εφαρμοστούν σε μονιμότερη βάση. Πάντως σχεδιάζει μια ανάλογη δοκιμή φέτος το χειμώνα.
Το πείραμα της Perpetual Guardian στη Νέα Ζηλανδία
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται ένα τέτοιο πείραμα από επιχείρηση. Το 2018 η εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων Perpetual Guardian στη Νέα Ζηλανδία δοκίμασε την εβδομάδα τεσσάρων ημερών για δύο μήνες, χωρίς όμως να γίνει καμία περικοπή στον μισθό τους.Και όπως διαπίστωσαν, αυτό που οι επιστήμονες και τα συνδικάτα λένε εδώ και χρόνια, είναι φυσικά αλήθεια. Οι 240 εργαζόμενοι ανέφεραν ότι πέτυχαν καλύτερη ισορροπία εργασίας-προσωπικής ζωής, ένιωθαν πιο συγκεντρωμένοι στη δουλειά τους, ενώ και το άγχος τους μειώθηκε κατά 7%.
Σύμφωνα και με το δημοσίευμα της Guardian, τα ευρήματα αυτής της δοκιμαστικής περιόδου αποτέλεσαν το αντικείμενο επεξεργασίας, μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων, ερευνητών του Πανεπιστημίου και του Business School του Ώκλαντ.
Σύμφωνα με τα ευρήματά τους λοιπόν, αποδεδειγμένα η αποδοτικότητα των εργαζομένων αυξήθηκε. Τη στιγμή που πριν την υιοθέτησης της τετραήμερης εργασίας μόλις το 54% των εργαζομένων δήλωνε πως μπορούσε να συνδυάσει αρμονικά επαγγελματική και προσωπική ζωή, μετά το πέρας της, το ποσοστό έφτασε στο 78%. Επίσης το άγχος μειώθηκε κατά 7, ενώ αυξήθηκε κατά 5% η ικανοποίηση που εκφράζουν για τη ζωή. Όλα αυτά συνέβαλαν στην σημαντική βελτίωση της απόδοσης στη δουλειά τους.
Σύμφωνα με την Έλεν Ντιλέινι, του Business School στο Ώκλαντ, τα νέα ωράρια έδωσαν ώθηση τους εργαζόμενους να είναι πιο αφοσιωμένοι στη δουλειά τους. Μειώθηκε ακόμη και ο χρόνος που χρησιμοποιούσαν το ίντερνετ για θέματα που δε σχετίζονταν με τη δουλειά. Ο δε πρόεδρος της εταιρείας, Άντριου Μπερνς, δήλωσε πως θα προτείνει στο ΔΣ να εφαρμοστεί και μακροπρόθεσμα η τετραήμερη εργασία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ζήτησε να μελετήσει και ο Υπουργός Εργασίας της Νέας Ζηλανδίας αφού χαρακτήρισε ήδη τα ευρήματα ως «πολύ ενδιαφέροντα» και παρότρυνε κι άλλες εταιρίες να το τολμήσουν.
Το πείραμα της IG Metall στη Γερμανία
Με τις αλλαγές στο εργασιακό τοπίο πειραματίζεται και η Γερμανία, μέσω της συμφωνίας που έκλεισε το συνδικάτο IG Metall.
Όπως αναφέρει και το ρεπορτάζ του CNN, από τις αρχές του 2019, τα 2,3 εκατ. εργαζόμενοι που εκπροσωπούνται από το σωματείο, έχουν τη δυνατότητα επιλογής ενός πιο ευέλικτου ωραρίου, αλλά και μιας μικρής αύξησης στο στο μισθό τους, της τάξεως ου 4,3%. Συγκεκριμένα, το σωματείο κατά την διαπραγμάτευση του με τους εκπροσώπους αυτοκινητοβιομηχανιών – μεταξύ των οποίων κολοσσοί όπως η Mercedes Benz Daimler- έκλεισε συμφωνία η οποία επιτρέπει στους εργαζόμενους να εργάζονται μόνο 28 ώρες την εβδομάδα. Το 28ωρο μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα όλοι οι εργαζόμενοι που εκπροσωπούνται από το σωματείο, για διάστημα δύο ετών.
Μετά την ολοκλήρωση των δύο ετών, οι εργαζόμενοι μπορούν να επιστρέψουν στο πλήρες ωράριο, χωρίς να αντιμετωπίσουν καμία άρνηση από την εταιρεία, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά όταν ένας εργαζόμενος επέλεγε μέχρι σήμερα την ημιαπασχόληση και η επιχείρηση αρνιόταν στη συνέχεια να του του επιτρέψει να επιστρέψει στην πλήρη απασχόληση.
Συγκεκριμένα, σήμερα στη Γερμανία υπολογίζεται πως εργάζονται με καθεστώς ημιαπασχόλησης περί τους 1,4 εκατ. εργαζόμενους, παρά τη θέλησή τους. Γι αυτό και το δυναμικό σωματείο ΙG Metall έχει καλέσει την γερμανική κυβέρνηση να προστατέψει με νόμο το δικαίωμα επιστροφής στην πλήρη απασχόληση.
Αυτό όμως που είναι ακόμη πιο σημαντικό από τα όσα πέτυχε η IG Μetall είναι ότι φαίνεται να προκαλεί τη συζήτηση για τις ανάγκες της νέας γενιάς εργαζόμενων και να πυροδοτεί αλλαγές και στις εργασιακές συνθήκες απασχολούμενων σε άλλους κλάδους.
Για παράδειγμα, μετά την IG Metall οι εργαζόμενοι στην Υπηρεσία των Γερμανικών Ταχυδρομείων (Deutsche Post ) καλούνται να επιλέξουν εάν επιθυμούν να λάβουν αύξηση της τάξεως του 5,1% ή να λάβουν επιπλέον 102 ημέρες άδεια εντός των προσεχών δύο ετών. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως το σωματείο Ver.di που τους εκπροσωπεί πριν καταλήξει σε αυτές τις δύο προτάσεις φρόντισε να διεξαχθεί για πρώτη φορά μία έρευνα μεταξύ των 37.000 υπαλλήλων της Deutsche Post στην οποία αποτυπώνονται τα θέματα που οι ίδιοι επιθυμούν να τεθούν ως προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις για τις νέες συλλογικές συμβάσεις.
Στην έρευνα της Ver.di-που είναι και το δεύτερο μεγαλύτερο και ισχυρότερο σωματείο στην Γερμανία με 2εκατ μέλη- το 80% των ερωτηθέντων απάντησε πως προτεραιότητά του είναι η εξασφάλιση περισσότερο ελεύθερου χρόνου. Και έτσι αυτή έγινε και προτεραιότητα της διοίκησης του σωματείου που μέχρι σήμερα διαμόρφωνε το διεκδικητικό της πλαίσιο βάσει των θέσεων και απόψεων που του μετέφεραν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων.
Σημειώνεται πως ήδη οι εργαζόμενοι στους σιδηρόδρομους που εκπροσωπούνται από το σωματείο EVG έχουν ήδη δικαίωμα επιλογής ανάμεσα στην αύξηση του μισθού τους και σε επιπλέον ημέρες άδειας, κάτι που είχε ζητήσει επίσης το 56%.
Tι πραγματικά συνέβη στη Σουηδία;
Η Σουηδία πειραματίστηκε πιο σοβαρά και εκτεταμένα με την εξάωρη εργασία, σε μια προσπάθεια να σταθμίσει τα οφέλη και τη ζημία από τη μείωση των ωρών εργασίας και να εξετάσει εάν και κατά πόσο ένα νέο εργασιακό μοντέλο θα μπορούσε να εφαρμοστεί επιτυχώς. Οι ερευνητές παρακολούθησαν από κοντά τους εργαζόμενους που έκαναν βάρδιες 6 ωρών αλλά και εργαζόμενους που συνέχιζαν κανονικά με την 8ωρη εργασία τους προκειμένου να συγκρίνουν τα δύο διαφορετικά μοντέλα.
Κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου των 18 μηνών οι νοσοκόμες που μετείχαν στο πρόγραμμα δήλωσαν ασθένεια λιγότερες ημέρες, ανέφεραν πως ήταν πιο υγιείς και είχαν περισσότερη ενέργεια ενώ η αποδοτικότητα τους στη δουλειά αυξήθηκε και φρόντισαν να διοργανώνουν κατά 85% περισσότερες δραστηριότητες για τους ηλικιωμένους που φρόντιζαν.
Ωστόσο, σύμφωνα με το BBC, το όλο πρόγραμμα έγινε στόχος σκληρής κριτικής με βασικό επιχείρημα πως το κόστος ήταν υψηλότερο από τα οφέλη και τελικά η κεντροδεξιά πτέρυγα του Δημοτικού Συμβουλίου στο Gothenburg άσκησε πιέσεις για τον τερματισμό του, τονίζοντας πως δεν είναι οικονομικά βιώσιμο. Σημειώνεται πως το κόστος περιορίστηκε στις προβλέψεις του αρχικού μπάτζετ και ανήλθε στα περίπου 1,2 εκατ. ευρώ κυρίως επειδή – εξαιτίας της μείωσης του ωραρίου – χρειάστηκε η πρόσληψη 17 νοσηλευτριών ώστε να καλυφθούν οι βάρδιες. Κάτι που αν και οικονομικά επιζήμιο βοήθησε στη μείωση της ανεργίας ενώ υπήρξε και μείωση του εργασιακού κόστους εξαιτίας των λιγότερων ημερών αναρρωτικής άδειας που δόθηκαν.
Τώρα όμως η διετής πειραματική περίοδος έχει λήξει και οι εργαζόμενοι που επιστρέφουν στο καθιερωμένο 8ωρο, δλώνουν ακόμη πιο απογητευμένοι από όσο πριν το πείραμα. Ασχέτως πάντως της διακοπής του προγράμματος στο Gothenburg, πολλοί άλλοι δήμοι στη Σουηδία έχουν αποφασίσει να υλοποιήσουν το ίδιο πειραματικό πρόγραμμα, επιλέγοντας μάλιστα ομάδες εργαζομένων που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά burnout και προβλημάτων υγείας, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι νοσηλευτές.
Υπάρχουν βέβαια και οι διοικούντες ιδιωτικών επιχειρήσεων όπως ο Erik Gatenholm που δηλώνει πως η 6ωρη εργασία δεν ταιριάζει στον επιχειρηματικό κόσμο ή στις startup εταιρείες. Τονίζει πως πρόκειται για μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, κάτι που δεν υπάρχει σε αφθονία στον συγκεκριμένο τομέα ενώ και ο Aram Seddigh υποστηρίζει πως το 6ωρο δεν ταιριάζει σε οργανισμούς όπου τα όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής είναι πιο ασαφή. Όπως τονίζεται πάντως στο σχετικό δημοσίευμα του ΒΒC, οι πιθανότητες η Σουηδία να νομοθετήσει για τη μείωση του 4ωρου δεν είναι πολλές ενώ σε εθνικό επίπεδο το Αριστερό είναι το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που στηρίζει μια τέτοια αλλαγή και η δύναμή του είναι περιορισμένη.
Παρότι πλήθος οικονομολόγων, κονωνιολόγων και άλλων ειδικών υποστηρίζουν το σενάριο της τετραήμερης εργασίας, ενώ ότι το ωράριο είναι αντιστρόφως ανάλογο με την παραγωγικότητα αποδεικνύεται μέχρι κι από τα στατιστικά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που καταγράφει την εργασία σε 35 μέλη του από τον «δυτικό κόσμο», οι προφανείς πολέμιοι της μείωσης αντιτείνουν ότι μια εβδομάδα τεσσάρων ημερών μπορεί να ζορίσει υπερβολικά τους εργαζόμενους για να προλάβουν να βγάλουν τη δουλειά τους, καθώς επίσης να οδηγήσει τελικά σε μείωση αποδοχών τους, αλλά κυρίως και της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης του, αποκρύπτωντας βέβαια τη μείωση των κερδών τους.