Τα υψηλά εισοδήματα, και δη οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις, θα δουν αισθητές μειώσεις φόρων το 2020, τα χαμηλότερα στρώματα – ειδικά εάν πρόκειται για οικογένειες με παιδιά – θα έχουν επίσης ελαφρύνσεις, και η μεσαία τάξη απλώς… μπορεί να περιμένει. Κάπως έτσι συνοψίζεται η φιλοσοφία του φορολογικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης που κατατέθηκε χθες στην δημόσια διαβούλευση και το οποίο, κατά πολιτικά παράδοξο τρόπο, αφήνει στην αναμονή την πιο εμβληματική προεκλογική υπόσχεση της κυβέρνησης – την άρση της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης.
Η βασική παρέμβαση του νομοσχεδίου είναι η μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή, από το 22% στο 9%, για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, μαζί με το νέο τρόπο δομής του αφορολόγητου. Πρόκειται για μια παρέμβαση που οδηγεί σε μειώσεις φόρων για τα χαμηλότερα και τα υψηλά εισοδήματα, αλλά αφήνει σχεδόν αμετάβλητα τα φορολογικά βάρη για τις μεσαίες εισοδηματικές τάξεις.
Αναλυτικά, η νέα φορολογική κλίμακα για μισθωτούς και συνταξιούχους διαμορφώνεται στην εξής βάση: Φορολογικός συντελεστής 9% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, 22% για εισοδήματα από 10.001 έως 20.000 ευρώ, 28% για εισοδήματα από 20.002 έως 30.000 ευρώ, 36% για εισοδήματα από 30.001 έως 40.000 ευρώ, και 44% από 45%) για εισοδήματα από 40.001 ευρώ και άνω.
Σε ό,τι αφορά το χτίσιμο του αφορολόγητου προβλέπεται ως γενική προϋπόθεση η ύπαρξη ηλεκτρονικών συναλλαγών της τάξης του 30% του συνολικού εισοδήματος και, σε διαφορετική περίπτωση, θα επιβάλλεται φορολογική ποινή – δηλαδή, πρόσθετος φόρος – της τάξης του 22% επί της διαφοράς. Το εν λόγω μέτρο εκτιμάται ότι θα πλήξει και τα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα, καθώς μειώνει επί της ουσίας το αφορολόγητο, δυσχεραίνοντας ή ακόμη και καθιστώντας αδύνατη την επίτευξη του στόχου του 30% των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Σημειώνεται πως σε αυτό καθαυτό το ύψος του αφορολόγητου δεν υπάρχει καμία αλλαγή στα 8.636 ευρώ που ισχύουν για τους άγαμους και έγγαμους χωρίς παιδιά, στην περίπτωση των παιδιών όμως προβλέπονται αυξήσεις. Συγκεκριμένα, το αοφρολόγητο όριο θα διαμορφώνεται πλέον στις 9.000 ευρώ για το 1 παιδί, στις 10.000 ευρώ για τα δύο παιδιά, στις 11.000 ευρώ για τρία παιδιά και στις 12.000 ευρώ για τα τέσσερα παιδιά και άνω.
Ο συνδυασμός όμως αυτών των δύο παρεμβάσεων – νέας φορολογικής κλίμακας και νέου τρόπου υπολογισμού του αφορολόγητου – όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι και φοροτεχνικοί, αφήνει σχεδόν τις ίδιες φορολογικές επιβαρύνσεις σε όσους έχουν ετήσιο εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ – δηλαδή, στην μεσαία τάξη. Συγκεκριμένα, για τα εισοδήματα φορολογουμένων χωρίς παιδιά, που κυμαίνονται από 20.000 μέχρι 50.000 ευρώ ο φόρος μειώνεται από 0,1% μέχρι και 0,7% δηλαδή μόλις κατά 17 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ με ένα παιδί η διαφορά είναι μηδενική και με δύο παιδιά περίπου 40 ευρώ.
Στα χαμηλότερα εισοδήματα, για παράδειγμα για ποσά έως 9.000 ευρώ ο φόρος μειώνεται κατά 47 ευρώ, ενώ σε γενικές γραμμές οι μειώσεις για εισοδήματα μέχρι 15.000 ευρώ κυμαίνονται από 30 έως 200 ευρώ ετησίως, χωρίς ωστόσο σε αυτές να υπολογίζονται πιθανές ποινές από τη μη επίτευξη του στόχου των ηλεκτρονικών δαπανών 30% για το αφορολόγητο.
Αντίθετα, σαφώς μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφονται σε εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ, όπου ο φόρος μειώνεται από 1,1% μέχρι 3,62%. Ενδεικτικά, για ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ ο φόρος μειώνεται κατά 17 ευρώ (-0,3%) και από 5.500 διαμορφώνεται σε 5.483 ευρώ. Για ετήσιο εισόδημα 60.000 ευρώ ο φόρος (από 18.500 ευρώ που είναι σήμερα) μειώνεται κατά 200 ευρώ, ενώ σε εισόδημα 80.000 ευρώ ο φόρος από 27.700 ευρώ μειώνεται κατά 600 ευρώ. Για εισοδήματα άνω των 70.000 ευρώ οι μειώσεις κινούνται ετησίως από 400 έως 1.000 ευρώ, ανάλογα και με τον αριθμό των παιδιών.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως τα υψηλά εισοδήματα ευνοούνται και στο κομμάτι των ηλεκτρονικών αποδείξεων, καθώς θεσπίζεται ανώτατο πλαφόν 20.000 ευρώ (αντιστοιχεί στο 30% εισοδήματος 66.700 ευρώ), αισθητά χαμηλότερα από το «ταβάνι» των 34.000 ευρώ που ισχύει σήμερα. Για τα εισοδήματα άνω των 66.700 ευρώ δεν υπάρχει όριο 30%, παρά μόνο υποχρέωση συλλογής ηλεκτρονικών αποδείξεων 20.000 ευρώ.