Στην απόφαση της Standard & Poor’s, η οποία αναμένεται εκτός απροόπτου αύριο, για το εάν τελικά θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου και, σε αυτό το ενδεχόμενο, στο πόσο “γενναία” θα αποδειχθεί η όποια αναβάθμιση είναι στραμμένη η προσοχή της αγοράς, την ώρα που το επιτόκιο στα ελληνικά δεκαετή ομόλογα υποχωρεί παίρνοντας θέση στην περιοχή του 1,2%. Εφόσον επαληθευθεί η προσδοκία που επικρατεί στην αγορά για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, ειδικά εάν αυτή συνοδευόταν και με ένα θετικό σκεπτικό για τις προοπτικές της ελληνικής αξιολόγησης σε ορίζοντα 12 – 18 μηνών, η εξέλιξη θα εκληφθεί ως μια ισχυρή ένδειξη της καθαρής πορείας της ελληνικής οικονομίας προς την επενδυτική βαθμίδα, που είναι και το μεγάλο ζητούμενο συνολικά.
Η S&P διατηρεί τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας στο Β+, τέσσερις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Σχετικά με το πόσο γρήγορα θα κατοχυρώσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα το τοπίο παραμένει προς το παρόν θολό. Αν και το ευκταίο, για την ελληνική πλευρά, παραμένει αυτό να γίνει σε ορίζοντα 12 – 18 μηνών, παράγοντες της αγοράς ομολόγων προτιμούν να κρατούν τους τόνους χαμηλά χωρίς να μπορούν να αποκλείσουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις, δηλαδή έναν ορίζοντα διετίας.
Σε όλα τα σενάρια βέβαια, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η δυναμική των αναβαθμίσεων παραμένει ανοδική, μετά από μια δύσκολη περίοδο που ξεκίνησε το 2010 με την κατακρήμνιση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού αξιόχρεου και τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές.
Το μεγάλο ζητούμενο για τους ξένους οίκους, πέραν της δημοσιονομικής πειθαρχίας για την αποτροπή δημιουργίας νέων ελλειμμάτων, παραμένει η εξασφάλιση βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης, μεσομακροπρόθεσμα που είναι και ο παράγοντας ο οποίος θα θωρακίσει, επί της ουσίας την ομαλή εξυπηρέτηση και αποκλιμάκωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.