Θάνος Παναγόπουλος
Ένα αξίωμα λέει ότι «οι αριθμοί δεν ψεύδονται». Και ένα άλλο λέει ότι «οι στατιστικές παραπλανούν και οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα».
Και τα δύο αξιώματα επαληθεύονται από τα επίσημα στοιχεία για ένα θέμα των ημερών όπως είναι η υπερφορολόγηση στην Ελλάδα. Η παρουσίαση από πολλούς της έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις φορολογικές επιβαρύνσεις στα 35 κράτη – μέλη του ήταν του τύπου «πρωταθλητές στα φορολογικά βάρη οι Έλληνες», μια αυθαίρετη παρουσίαση των στοιχείων ότι η Ελλάδα παρουσίασε την ταχύτερη μέσα σε έναν χρόνο αύξηση του λόγου φόροι/ΑΕΠ, κάτι που πόρρω απέχει της εντύπωσης που επιδιώχθηκε χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων να δοθεί, πως η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στα φορολογικά βάρη, καθώς κατατάσσεται 10η στον ΟΟΣΑ σε επίπεδο φορολογικής επιβάρυνσης προς το ΑΕΠ. Η αύξηση της επιβάρυνσης κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες, από 35,4% του ΑΕΠ σε 38,6%, και μάλιστα μιας χώρας σε ύφεση, ήταν μεγαλύτερη της μέσης αύξησης στις χώρες του ΟΟΣΑ που ήταν 0,3 μονάδα, από 34% σε 34,3%. Μάλιστα, 3 χώρες της Ε.Ε., εκ των οποίων οι δύο της Ευρωζώνης (Δανία, Γαλλία και Βέλγιο), καταλαμβάνουν τις τρεις πρώτες θέσεις.
Πρωταθλητές στην ποσοστιαία αύξηση
Ακόμη και με την ακριβή διατύπωση των στοιχείων, ότι δεν είμαστε «πρωταθλητές στα φορολογικά βάρη» αλλά στην ποσοστιαία αύξηση των βαρών τον προηγούμενο χρόνο, αυτά επίσης μπορούν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη. Μπορεί οι Έλληνες να μην επιβαρύνονται στον μεγάλο βαθμό που επιβαρύνονται Δανοί, Βέλγοι ή Γάλλοι (και με τον βαθμό ανταποδοτικότητας των φόρων να αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο), επιβαρύνονται όμως σε τεράστιο βαθμό οι έντιμοι Έλληνες. Αυτοί που και να ήθελαν, δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν. Ήτοι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Αν συγκριθούν ομοειδείς ομάδες πληθυσμού, τότε η σύγκριση μισθωτών και συνταξιούχων στην Ευρώπη δείχνει ότι στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη υπερφορολόγηση, καθώς λίγοι έντιμοι σηκώνουν τα βάρη των πολλών. Είτε αυτοί ασκούν φοροδιαφυγή δηλώνοντας μέχρι και άποροι είτε εκμεταλλεύονται την πολυνομία και τη δαιδαλώδη νομοθεσία για να φοροαποφεύγουν, κάτι που αφορά κατά βάση τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα και τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, που διαθέτουν επιτελεία έμπειρων λογιστών και νομικών συμβούλων ακριβώς για να εκμεταλλεύονται τα «παραθυράκια» που το ίδιο το κράτος επιτρέπει με πράξεις ή παραλείψεις.
Φορολόγηση δύο ταχυτήτων
Από όποια σκοπιά και αν δει κάποιος τα επίσημα κρατικά στοιχεία θα διαπιστώσει ότι έχουμε φορολόγηση δύο ταχυτήτων: υπερφορολόγηση και υποφορολόγηση ταυτόχρονα, κάτι που συμπεραίνεται ή και τεκμαίρεται από μακρά σειρά επιμέρους δεδομένων.
Ένα από αυτά δείχνει πως πάνω από 1,5 εκατομμύριο φορολογούμενοι, δηλαδή 1 στους 4 (το 24,83%), δεν δηλώνουν ούτε το 1% των συνολικών εισοδημάτων. Ούτε λίγο ούτε πολύ, 1.538.079 νοικοκυριά δηλώνουν πως αποκτούν -ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται- με βάση τα στοιχεία του 2016 μόλις το 0,71% των συνολικώς δηλωθέντων εισοδημάτων. Εμφανίζονται δηλαδή να ζουν με μεικτό εισόδημα κάτω των 250 ευρώ τον μήνα. Πάνω δε από τους μισούς φορολογούμενους (3.575.990) κατέβαλαν πέρυσι λιγότερο και από το 5% των συνολικών φόρων (399 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 4,9%).
Όσο και αν τα εν πολλοίς «τιμωρητικά» μνημόνια έχουν φτωχοποιήσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού, τα παραπάνω στοιχεία και είναι αναντίστοιχα με τις επιπτώσεις της επιβληθείσας λιτότητας της μνημονιακής επταετίας, και υποκρύπτουν έναν βασικό λόγο που η χώρα μας σύρθηκε στα Μνημόνια: την εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Το τεράστιο εύρος της τεκμαίρεται με πλήθος ακόμη στοιχείων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μοναδική ομάδα πληθυσμού που εξ αντικειμένου αδυνατεί να «κλέψει» την εφορία, μισθωτοί και συνταξιούχοι, δήλωσαν πέρυσι το 79% των συνολικών εισοδημάτων: 59,4 δισ. ευρώ, ποσό τετραπλάσιο των ελεύθερων επαγγελματιών, εισοδηματιών και αγροτών αθροιστικά.
Διαχρονικό το άνοιγμα της «ψαλίδας»
Ανησυχητικό είναι πως, σε βάθος χρόνου, αντί να κλείνει η ψαλίδα ανάληψης βαρών μεταξύ «υποζυγίων» και «επιτηδείων», ανοίγει. Μισθωτοί και συνταξιούχοι ανέλαβαν πέρυσι σχεδόν το 60% των βαρών του φόρου εισοδήματος όταν, ενδεικτικά, στα πρώτα χρόνια του ευρώ ήταν 50% και μισόν και πλέον αιώνα πίσω, δεκαετία 1960, κάτω και από το 30%, δηλαδή όταν ακόμη έμποροι και βιομήχανοι αναλάμβαναν σχεδόν τα μισά φορολογικά βάρη (ποσοστό υπερδιπλάσιο των τελευταίων δεκαετιών) και οι συνταξιούχοι δεν συμμετείχαν ούτε καν με 4%.
Αυτό που επιβεβαιώνει την παραδοχή ακόμη και του οικονομικού επιτελείου για αδικίες σε βάρος της μεσαίας τάξης είναι και τα επίσημα στοιχεία, που δείχνουν πως ενώ την πρώτη μνημονιακή χρονιά (2010) τα νοικοκυριά είχαν εμφανίσει στην εφορία εισοδήματα συνολικού ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ (100,3 δισ. ευρώ) πέρυσι δήλωσαν 75,15 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει «ποσοτικά» ότι μέσα σε μια επταετία «χάθηκαν» εισοδήματα 25,15 δισ. ευρώ, «ποιοτικά» δε ότι επλήγη καίρια η μεσαία τάξη, καθώς τα μισά από τα απολεσθέντα εισοδήματα, τα 12,5 δισ. ευρώ, χάθηκαν από αυτήν, δηλαδή από νοικοκυριά με εισοδήματα μεταξύ 20.000 ευρώ και 50.000 ευρώ.
«Αποπροοδευτικοποίηση» της κλίμακας
Άλλη αδικία που έχει επιφέρει σε βάθος χρόνου υπερφορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων είναι η σταδιακή «αποπροοδευτικοποίηση» της φορολογικής κλίμακας. Αντί να αυξάνεται για λόγους κοινωνικής και φορολογικής δικαιοσύνης ο αριθμός των εισοδηματικών κλιμακίων και οι φορολογικοί συντελεστές ενός εκάστου, συρρικνώνεται σταθερά. Αρχή Μεταπολίτευσης, στην πρώτη τετραετία Κωνσταντίνου Καραμανλή, ίσχυαν 19 κλιμάκια, με κατώτατο συντελεστή 3% και ανώτατο 60%. Η δεύτερη τετραετία Ανδρέα Παπανδρέου παρέδωσε 9 κλιμάκια με συντελεστές μεταξύ 18% και 50% (δόθηκε δηλαδή μεγαλύτερο φοροδοτικό βάρος στα μεσαία εισοδήματα), η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, συνεπής στις νεοφιλελεύθερες εμμονές της παρέδωσε το 1993 μόλις 4 κλιμάκια και τον μικρότερο μεταπολιτευτικά συντελεστή για υψηλά εισοδήματα (40%), με την κυβέρνηση Σημίτη να παραδίδει και αυτή υψηλό συντελεστή 40% αλλά με ακόμη λιγότερα κλιμάκια (μόλις 3).
Η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία
Τις βαθιές ρίζες που έχουν απλώσει στη χώρα μας η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία και οι οποίες ευθύνονται τα μέγιστα για την υπερφορολόγηση των ειλικρινών φορολογουμένων, καταδεικνύουν όχι μόνο τα «ποσοτικά» αλλά και τα «ποιοτικά» στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων, όπως προκύπτουν από τους πίνακες των φορολογικών δηλώσεων 2016 (εισοδήματα 2015) της ΑΑΔΕ:
– Τα τεκμήρια που «αποκάλυψαν» πρόσθετα εισοδήματα 7 δισ. ευρώ τα οποία είχαν αποκρυβεί από τους φορολογούμενους. Όταν το 8,53% των συνολικών εσόδων των νοικοκυριών της χώρας προέρχεται από τεκμήρια, τότε το φορολογικό περιβάλλον νοσεί.
– Τα εισοδήματα που δηλώθηκαν πέρυσι πώς αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2015 και που προέρχονται κατά κύριο λόγο από μισθωτές υπηρεσίες και από συντάξεις, δηλαδή δύο κατηγορίες οι οποίες δεν έχουν τις δυνατότητες απόκρυψης εισοδημάτων που διαθέτουν άλλες κατηγορίες φορολογουμένων.
– Μόλις 24.695 νοικοκυριά (λιγότερα από 1 στους 200) δήλωσαν εισοδήματα πάνω από 100.000 ευρώ.
– Δύο στους τρεις (64%) δήλωσαν εισόδημα κάτω των 12.000 ευρώ. Μάλιστα το 26,3% δεν πληρώνει καθόλου φόρο και το 17,7% έως 15 ευρώ, με πάνω από έναν στους δύο (52,5%) να πληρώνει κάτω από 150 ευρώ.
Αναφορικά με την κατανομή των φορολογικών βαρών, οι φόροι εισοδήματος ανήλθαν το 2016 σε 8.028 εκατ. ευρώ, με 7 στα 10 ευρώ της φορολογικής επιβάρυνσης να το επωμίζεται η λεγόμενη μεσαία τάξη.
Όσον αφορά τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, το αφορολόγητο όριο (για τα εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2015 αυτό ήταν ενιαίο, ανερχόμενο στο επίπεδο των 9.545 ευρώ, ανεξαρτήτως του αριθμού των τέκνων) περιόρισε σε σημαντικό βαθμό τις τελικές φορολογικές επιβαρύνσεις.
Ειδικότερα, τα 6 στα 10 νοικοκυριά (και συγκεκριμένα ένα ποσοστό 64%) δήλωσε εισόδημα έως 12.000 ευρώ, ενώ τα 4 στα 10 (ποσοστό 38,16%) βρίσκονται, με βάση τουλάχιστον τα δηλωθέντα πέρυσι εισοδήματά τους, στο όριο της οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς το ετήσιο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ.
Ένα στα 200 νοικοκυριά δηλώνουν πάνω από 100.000 ευρώ!
Οι πλούσιοι στη χώρα μας, οι οποίοι διαθέτουν εισοδήματα άνω του ορίου των 100.000 ευρώ είναι λιγότεροι από 1 στους 200 (συγκεκριμένα, το ποσοστό τους είναι μόλις 0,4%) και πρόκειται συνολικά για 24.695 νοικοκυριά.
Τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν πέρυσι δείχνουν ακόμη, όσον αφορά την κατανομή των φορολογικών βαρών, ότι οι 2 στους 10 (17,6%) επιβαρύνονται με περίπου 8 στα 10 ευρώ (77,13%) της φορολογίας εισοδήματος. Πρόκειται για 1.089.920 νοικοκυριά με δηλωθέντα εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ, τα οποία επιβαρύνθηκαν με φόρους ύψους 6.192 εκατ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, το 1 στα 4 νοικοκυριά (ποσοστό 26,3%), παρά το γεγονός ότι εμφανίζει αθροιστικό εισόδημα περίπου 7,5 δισ. ευρώ, δεν έχει την παραμικρή φορολογική επιβάρυνση καθώς καλύπτεται από το αφορολόγητο όριο εισοδήματος. Πρόκειται για 1.626.660 νοικοκυριά. Αντιθέτως, 4 στα 100 νοικοκυριά ή 247.726 νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης πάνω από 6.000 ευρώ.
Άλλη ένδειξη φοροδιαφυγής είναι πως, παρ’ ότι το 2016 ανακόπηκε η ύφεση και μειώθηκε η ανεργία, το 2016 καταγράφηκε σμίκρυνση των δηλωθέντων εισοδημάτων, που δεν δικαιολογείται μόνο από περικοπές μισθών στον ιδιωτικό τομέα ή μειώσεων ενοικίων που εισπράττουν οι ιδιοκτήτες.
Μαζί με όλα τα παραπάνω, και με στόχο να σχηματισθούν πλεονάσματα και υπερπλεονάσματα, επεβλήθησαν αυξήσεις των συντελεστών φορολόγησης μισθών και συντάξεων άνω των 20.000 ευρώ (από 22% – 42% σε 29% – 45%), περικοπή του αφορολόγητου πολλών φορολογουμένων (από 9.545 ευρώ σε 8.636 – 9.090 ευρώ), αυξημένοι συντελεστές φόρου για εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες και αναπροσαρμογές συντελεστών των εισοδημάτων από ακίνητα (από 11% – 33% σε 15% – 45%).
Ένας χώρος που επιβεβαιώνει τους υποστηρικτές της «Καμπύλης Laffer» (βάσει της οποίας μέχρις ενός σημείου αύξηση των φορολογικών συντελεστών σημαίνει και αύξηση εσόδων αλλά πέραν του σημείου αυτού μειώνονται τα έσοδα) είναι και οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Το συνολικό εισόδημα που δήλωσαν για τα ενοίκια που εισέπραξαν μέσα στο 2016 διαμορφώθηκε στα 5.962 εκατ. ευρώ από 6.083 εκατ. ευρώ που ήταν το 2015. Η κάμψη αυτή μπορεί να αντανακλά, σύμφωνα με εκτιμήσεις, πτώση ενοικίων, όμως πολλοί αναλυτές την αποδίδουν σε προσπάθεια απόκρυψης εισοδημάτων από τη συγκεκριμένη πηγή, και ενώ ειδικά στις φετινές φορολογικές δηλώσεις έχουν κληθεί να πληρώσουν υψηλότερους φόρους λόγω αύξησης των συντελεστών.
Στους ελεύθερους επαγγελματίες, ήταν μειωμένο περίπου κατά 19% το εισόδημα που εμφάνισαν, καθώς κατήλθε στα 3,8 δισ. ευρώ έναντι 4,7 δισ. ένα χρόνο νωρίτερα, κάτι που αποδίδεται και σε πιθανή «προσαρμογή» τους σε επίπεδα χαμηλότερα των πραγματικών προκειμένου να αποφύγουν οι επαγγελματίες φόρους και εισφορές που συνδέονται πλέον με το ύψος του εισοδήματός τους.
Ακόμη και το ότι οι αγρότες δήλωσαν εισοδήματα αυξημένα από 1.258 εκατ. ευρώ το 2015 σε 1.547 δισ. ευρώ το 2016 αποδίδεται στη μεγέθυνση του αφορολόγητου ορίου, η οποία τους επέτρεψε να δηλώσουν υψηλότερο εισόδημα καταβάλλοντας ωστόσο λιγότερο φόρο.
Μικρότερη η φοροδοτική συνεισφορά φυσικών προσώπων επί ΣΥΡΙΖΑ
Κάτι το οποίο καταρρίπτει το επιχείρημα περί φοροεπιδρομής στους μικρομεσαίους είναι (χωρίς να υπολογίζονται βεβαίως φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή) τα μερίδια συμμετοχής των φυσικών και των νομικών προσώπων στα φορολογικά βάρη. Με βάση τους κρατικούς προϋπολογισμούς της μνημονιακής περιόδου, η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή άφησε μια σχέση φόρων φυσικών προσώπων προς νομικών προσώπων στο 2,84. Οι κυβερνήσεις Γιώργου Παπανδρέου και Λουκά Παπαδήμου άφησαν μια σχέση μεταξύ 2,97 και 5,81. Η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά άφησε μια σχέση μεταξύ 2,99 και 5,81, ενώ επί κυβερνήσεων Αλέξη Τσίπρα ο ίδιος λόγος πέφτει μεταξύ 2,06% και 2,62% την τριετία 2016 – 2018.
Στον αντίποδα όμως, ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ από 20,9% την τελευταία χρονιά προ Μνημονίων (2009) αυξανόταν σταθερά τα επόμενα χρόνια, για να κορυφωθεί πέρυσι στο 27,3, με εξομάλυνση πάντως της σχέσης αυτής, καθώς πέφτει στο 26,4% φέτος και 26,1% το 2018. Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζουν και οι έμμεσοι φόροι, που από το 11,9% του ΑΕΠ το 2009 εξακοντίσθηκαν στο 15,1% φέτος, με προοπτική ωστόσο να σμικρυνθεί ο ίδιος λόγος το 2018 στο 14,8% του ΑΕΠ.