Kατά την επίσημη κυβερνητική εκδοχή η νέα «αρχιτεκτονική» στο χτίσιμο του αφορολόγητου συνιστά πρόσθετο εργαλείο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Στην πραγματικότητα όμως, και όπως αποκαλύπτεται από το προσχέδιο του προϋπολογισμού, δεν είναι παρά το εργαλείο για να «καμουφλαριστεί» η έμμεση μείωση του αφορολόγητου ορίου και η επιβάρυνση των χαμηλότερων εισοδημάτων είτε με πρόσθετους φόρους είτε με πρόσθετες δαπάνες.
Εν ολίγοις, είναι το ένα από τα τρία κυβερνητικά «τρικ» – μαζί με την επέκταση του ΕΝΦΙΑ και την μείωση των δημοσίων επενδύσεων – που μετατρέπουν τον πρώτο προϋπολογισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη από εκείνο που διαφημιζόταν ως «ο πρώτος αναπτυξιακός προϋπολογισμός» σε μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των εχόντων και σε βάρος των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων.
Επιγραμματικά η κυβέρνηση ακύρωσε μία σειρά από προγραμματισμένα για το 2020 μέτρα ελαφρύνσεων προς τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα:
- Ακυρώνεται η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μεσοσταθμικά που είχε δρομολογηθεί για το 2020, αλλά ακυρώνονται και οι ήδη εφαρμοσθείσες μειώσεις, μέσα από αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες ακινήτων.
- Προχωρά στην ουσιαστική μείωση του αφορολογήτου, αφού για να το διατηρήσει κάποιος στα 8.636 θα πρέπει ο φορολογούμενος να έχει αυξημένες ηλεκτρονικές συναλλαγές κατά 30%, στις οποίες όμως δε θα συμπεριλαμβάνονται η συντριπτική πλειοψηφία των εξόδων του, δηλαδή το ενοίκιο και οι λογαριασμοί του.
- Ακυρώνεται η μείωση της προκαταβολής φόρου από 100% στο 50% για το 2020.
- Ακυρώνεται η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης.
- Καταργείται η μείωση ΦΠΑ από το 13% στο 11% για το 2020.
Οι αριθμοί δίνουν από μόνοι τους την πραγματική εικόνα, με πρώτη την νέα δομή και τις προϋποθέσεις για το αφορολόγητο όριο. Η απόφαση να ανέβει στο 30% το ποσοστό των ηλεκτρονικών αγορών για να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο των 8.636 ευρώ σημαίνει, πολύ απλά, ότι οι φορολογούμενοι πρέπει πλέον να συγκεντρώνουν έως τριπλάσιες αποδείξεις πληρωμής με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες. Σε διαφορετική περίπτωση υα κληθούν να πληρώσουν φόρο εισοδήματος ακόμη και από το πρώτο ευρώ.
Το οικονομικό επιτελείο επικαλείται την ανάλυση των φορολογικών δεδομένων για να υποστηρίξει ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική επιβάρυνση καθώς η μεγάλη πλειψηφία των φορολογουμένων υπερκαλύπτει ούτως ή άλλως τα σημερινά όρια που ξεκινούν από το 10% του εισοδήματος. Η παγίδα όμως είναι προφανής αφού το ίδιο οικονομικό επιτελείο φρόντισε να εξαιρέσει από τις δαπάνες που εμπίπτουν στο αφορολόγητο τα ενοίκια, τις πληρωμές ΔΕΚΟ, τα τέλη κυκλοφορίας, τις πληρωμές φόρων, τις πληρωμές δόσεων δανείων καθώς και τις αγορές οχημάτων. Τούτο σημαίνει πρακτικά πως ένας φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 5.000 ευρώ για να έχει αφορολόγητο θα πρέπει να κάνει ηλεκτρονικές αγορές τουλάχιστον 1.500 ευρώ ενώ φέτος χρειαζόταν μόλις 500 ευρώ. Κι ένας φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 8.000 θα πρέπει αναγκαστικά να διαθέσει σε καταναλωτικές δαπάνες ποσό 2.400 ευρώ έναντι 800 ευρώ που ισχύει φέτος.
Ανάλογες παγίδες κρύβονται και στην αναθεώρηση των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων και την επέκταση της επιβολής του ΕΝΦΙΑ. Η πρόβλεψη του προσχεδίου του προϋπολογισμού είναι πως θα ενταχθούν στο σύστημα προσδιορισμού των αξιών των ακινήτων περίπου 7.000 περιοχές σε όλη την χώρα που σήμερα βρίσκονται εκτός. Το επιχείρημα εδώ είναι πως στις περιοχές αυτές βρίσκονται ακόμη και υπερπολυτελείς βίλες για τις οποίες σήμερα δεν πληρώνεται ούτε ένα ευρώ ΕΝΦΙΑ. Εκείνο όμως που δεν λέγεται από την κυβέρνηση είναι πως στις συγκεκριμένες περιοχές βρίσκονται πολλαπλάσια αγροτεμάχια και ευτελούς αξίας ακίνητα, οι ιδιοκτήτες των οποίων είναι χαμηλού εισοδηματικού προφίλ και πλέον θα πρέπει να πληρώσουν έναν ακόμη πρόσθετο φόρο.
Οι παράμετροι της νέας δομής του αφορολόγητου και της επέκτασης της βάσης του ΕΝΦΙΑ κινούνται στην πραγματικότητα εντός του «μοντέλου ΔΝΤ» για διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Οι όροι, όμως, με τους οποίους γίνεται αυτή η διεύρυνση ακυρώνουν πλήρως το προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης περί «ελαφρύνσεων για όλους» – πόσο μάλλον, όταν ο τελικός λογαριασμός του προσχεδίου του προϋπολογισμού προβλέπει επιπλέον φορολογικά έσοδα 602 εκατομμυρίων ευρώ εκ των οποίων μόνον τα 124 εκατομμύρια θα προέλθουν από τις επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά επ’ αυτής της αναδιανομής υπέρ των εχόντων είναι και τα όσα είπε ο τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππά στον real fm, τονίζοντας ότι ήταν καταλυτική η επιλογή της κυβέρνησης να μείνει σε πλεονάσματα 3,5% έναντι του 2,5% που προωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως είπε, η επιλογή αυτή θα μεταφραστεί σε επιβάρυνση για τις τσέπες των χαμηλότερων εισοδημάτων και της μεσαίας τάξης, αφού πέραν των άλλων «δεν θα υπάρχει μέρισμα στο τέλος του 2019, δεν θα μειωθεί η προκαταβολή φόρου, και δεν θα καταργηθεί η εισφορά αλληλεγγύης».