Την Πέμπτη υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Κομισιόν επιβεβαίωσε από τις Βρυξέλλες ότι από την προκαταρκτική έκθεση των θεσμών «εντοπίζεται δημοσιονομικό κενό στον προϋπολογισμό του 2020». Χθες ο Πιερ Μοσκοβισί κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα ως επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων κατέστησε σαφές – τόσο δημοσίως όσο και στις συναντήσεις που είχε με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών – ότι αυτό το κενό θα πρέπει να έχει καλυφθεί έως τις 15 Οκτωβρίου, οπότε και θα σταλεί το προσχέδιο του προϋπολογισμού στην Κομισιόν. Και στις επόμενες 10 ημέρες ο Χρήστος Σταϊκούρας και το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να έχουν βρει 1 έως 1,5 δις (σ’ αυτή την κλίμακα υπολογίζεται η δημοσιονομική τρύπα του 2020) χωρίς να ακυρώσουν τις εξαγγελίες φορολογικών ελαφρύνσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά παράλληλα και χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την «επιχείρηση αξιοπιστίας» της κυβέρνησης απέναντι στους θεσμούς.
Δεν είναι εύκολος στόχος. Αντιθέτως, είναι προφανές πως, μετά τα εργασιακά και το προσφυγικό, η κυβέρνηση μπαίνει στα βαθιά νερά και στο πλέον εμβληματικό για εκείνη μέτωπο, αυτό των φορολογικών ελαφρύνσεων που αποτέλεσαν και την κορυφαία προεκλογική της δέσμευση.
Από τις εκλογές και μέχρι σήμερα, όλα τα θετικά οικονομικά μέτρα και οι ελαφρύνσεις – όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ – βασίστηκαν στον προϋπολογισμό και τον δημοσιονομικό χώρο που είχε εξασφαλίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και τις κλεισμένες συμφωνίες που είχε ήδη πετύχει εκείνη με τους δανειστές πριν από τις εκλογές. Στο εξής, και ο δημοσιονομικός χώρος και το μίγμα της πολιτικής πρέπει να βρεθούν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι αριθμοί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δείχνουν σοβαρές πολιτικές δυσκολίες.
Μόνον οι εξαγγελίες Μητσοτάκη στην ΔΕΘ (μείωση φορολογίας επιχειρήσεων, μείωση χαμηλού φορολογικού συντελεστή κ.λ.π.) έχουν κόστος 1,2 δις ευρώ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από τις Βρυξέλλες οι θεσμοί εντοπίζουν στον προϋπολογισμό του 2020 δημοσιονομικό κενό από 1 έως 1,5 δις, ενώ σύμφωνα με τις διαρροές από το οικονομικό επιτελείο το κενό είναι κατά τι χαμηλότερο από το 1 δις. Ο,τι και από τα δύο κι εάν ισχύει είναι ξεκάθαρο πως, αυτή την στιγμή τουλάχιστον, τίθεται υπό αίρεση η δυνατότητα χρηματοδότησης μεγάλου μέρους του πακέτου των ελαφρύνσεων που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός.
Από την κυβέρνηση διαμηνύεται από χθες πως το κενό θα κλείσει χωρίς εκπτώσεις στο πακέτο των φοροελαφρύνσεων – «το πρόγραμμά μας θα εφαρμοστεί στο ακέραιο», ήταν η διαρροή από κυβερνητικές πηγές –, το εγχείρημα όμως γίνεται ακόμη πιο δύσκολο μετά το δεύτερο μήνυμα που κόμισε χθες ο Πιερ Μοσκοβοσί: Ο επίτροπος κατέστησε σαφές και στο υπουργείο Οικονομικών και στο Μαξίμου ότι η Κομισιόν δεν θα δεχθεί την δημοσιονομική «ντρίπλα» που προώθησε η κυβέρνηση, δηλαδή το ελληνικό αίτημα να προσμετρηθούν στα έσοδα του νέου προϋπολογισμού οι επιστροφές των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs) που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Το καλύτερο που μπορεί να προσδοκά η κυβέρνηση είναι ότι το Eurogroup του Δεκεμβρίου θα εγκρίνει την ενεργοποίηση της σχετικής πρόβλεψης στην συμφωνία για το χρέος προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα κέρδη αυτά για, συγκεκριμένες και συμφωνημένες, επενδύσεις.
Τούτο, πολύ απλά, σημαίνει ότι τα κέρδη από τα ANFAs δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό του 2020. Οπότε, δύο δρόμους έχει αυτή την στιγμή μπροστά του ο Χρήστος Σταϊκούρας προκειμένου να μην υποστούν εκπτώσεις οι εξαγγελίες Μητσοτάκη. Ο πρώτος είναι να δεχθεί την εισήγηση των σκληρών νεοφιλελεύθερων της κυβέρνησης και να μειώσει το αφορολόγητο όριο, όπως θα προτιμούσαν και οι δανειστές. Πρόκειται όμως για μια κίνηση με μεγάλο πολιτικό κόστος, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αναγκαζόταν να επαναφέρει ένα βαρύ μνημονιακό μέτρο που ακύρωσε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο δεύτερος δρόμος είναι να πείσει τους θεσμούς πως οι παρεμβάσεις που σχεδιάζει στο σκέλος των δαπανών και τα λεγόμενα εργαλεία άμεσης απόδοσης – όπως η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών – είναι αρκετά για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 1 δις ευρώ. Μέχρι στιγμής όμως, οι θεσμοί εμφανίζονται εξαιρετικά δύσπιστοι έναντι αυτών των σχεδίων, όπως και έναντι των υπολογισμών για τα έσοδα από την ρύθμιση των 120 δόσεων. Κι εάν αυτή η δυσπιστία διατηρηθεί μέχρι τέλους, παραμένει κρίσιμο και ανοιχτό ερώτημα εάν η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιχειρήσουν πλέον να πάνε το θέμα σε απ’ ευθείας πολιτική διαπραγμάτευση – μια πρακτική, που μέχρι σήμερα ο πρωθυπουργός απορρίπτει σθεναρά στο όνομα της «οικοδόμησης αξιοπιστίας».