Οι καθαρές αλήθειες, όπως και οι ακριβείς προβλέψεις, δεν είναι από τα δυνατά σημεία του ΔΝΤ. Από καταβολής Μνημονίων και από την εποχή του αλήστου μνήμης λάθους πολλαπλασιαστή – όταν οι «άριστοι» του Ταμείου υπολόγισαν τις υφεσιακές επιπτώσεις της λιτότητας στην Ελλάδα με μοντέλο της… δεκαετίας του ’70 – έως τότε που τότε που το ΔΝΤ έκανε δημόσια σταυροφορία υπέρ του κουρέματος του χρέους και παρασκηνιακά είτε έσκιζε το καταστατικό του για να σώσει τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες, είτε ντιλάριζε με τον Σόιμπλε υπέρ των πλεονασμάτων του 3,5%.
Κοινώς η σχέση του Ταμείου με την αξιοπιστία και την ειλικρίνεια δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Ως εκ τούτου, η προχθεσινή ομιλία του Πολ Τόμσεν στο Λονδίνο και τα όσα είπε σε εκδήλωση του LSE με τίτλο «Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: Μύθοι και πραγματικότητες», μπορεί απλώς να… τιμούν την παράδοση ενός, ιστορικού και διαχρονικού πλέον, ψεύδους.
Είπε, εν ολίγοις στο LSE ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνη που επέλεξε την πολιτική των υπερπλεονασμάτων προκειμένου «να αποφύγει τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και στη φορολογία», δηλαδή σε απλά και καθαρά ελληνικά τις μειώσεις των συντάξεων και του αφορολόγητου.
Πρόκειται, το λιγότερο, για αλήθεια… ημιτελή. Διότι ο κ. Τόμσεν δεν είπε πως το ΔΝΤ ήταν εκείνο που εγκατέλειψε πρώτο την μάχη για χαμηλότερα πλεονάσματα (2% μς 2,5%) μέσα από τον «ανέντιμο συμβιβασμό» που είχε κάνει ο ίδιος τότε με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: Το ΔΝΤ εγκατέλειψε τότε το αίτημα για κούρεμα του χρέους και δέχθηκε τα πλεονάσματα του 3,5% που ζητούσε η Γερμανία και πήρε ως αντάλλαγμα την προκαταβολική ψήφιση των περικοπών σε συντάξεις και αφορολόγητο. Κατόπιν τούτου, τα υπερπλεονάσματα ήταν όντως η μόνη διέξοδος για να ακυρωθούν στη συνέχεια οι ψηφισμένες περικοπές.
Είπε επίσης ο Πολ Τόμσεν στο Λονδίνο – επιμένοντας στην μείωση συντάξεων και αφορολόγητου ακόμη και τώρα – πως «η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει επίπεδα συντάξεων συγκρίσιμα με αυτά των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς τα ίδια επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης».
Εδώ πρόκειται για ψέμα ολκής. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, οι δαπάνες στη Ελλάδας για τις συντάξεις και άλλα κοινωνικά επιδόματα φθάνουν περίπου στο 70% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο 52% της Γερμανίας. Κι όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματευόταν με ευρωπαίους και ΔΝΤ τα πλεονάσματα περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι στην χώρα βρίσκονταν εισοδηματικά κοντά στο όριο της φτώχειας. Όσο για τα επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης, καλό θα ήταν να διευκρινίσει ο κ. Τόμσεν εάν ορίζει ως «μεσαία τάξη» όσους έχουν ετήσιο εισόδημα 8.000 με 10.000 ευρώ.
Είπε ακόμη ο «συνήθης ύποπτος» του ΔΝΤ πως η τότε κυβέρνηση είχε συμφωνήσει μόνη της, με τους ευρωπαίους, τα πλεονάσματα του 3,5%: «Η κυβέρνηση» δήλωσε για την ακρίβεια, «εσκεμμένα επιδίωξε υπεραπόδοση έναντι του φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις».
Εδώ έχει απαντήσει προ πολλού, δημοσίως και από ευρωπαϊκό βήμα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ουδέποτε διαψεύστηκε ούτε από τα μέλη του Eurogroup, ούτε από το ίδιο το ΔΝΤ. Ήταν στο τέλος του 2016 όταν σε συνέντευξή του στον Guardian είχε πει, με όλες τις λεπτομέρειες, τι είχε συμβεί στο Eurogroup της 5η Δεκεμβρίου, όπου και έκλεισε ουσιαστικά η συμφωνία για τα πλεονάσματα:
«Παρουσίασα», είχε πει τότε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, «τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μια οικονομία όπως της Ελλάδας και αυτό που έχει περάσει κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν έχουν κανένα οικονομικό ή πολιτικό νόημα…. Κάποια κράτη μέλη υποστήριζαν τη θέση ότι το 3,5% θα πρέπει να διατηρηθεί για 10 χρόνια. Άλλα κινούνται προς ένα συμβιβασμό πέντε ετών. Η ελληνική θέση είναι ότι κανένα από τα δύο δεν θα λειτουργήσει για την Ελλάδα και προτείναμε το συμβιβασμό του να μειωθεί άμεσα στο 2,5%, αλλά συμφωνώντας με τους θεσμούς ότι η μείωση μιας ποσοστιαίας μονάδας από το 3,5% θα διατεθεί αποκλειστικά για τη μείωση της φορολογίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βελτιώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Ποια ήταν η απάντηση του ΔΝΤ; Το ΔΝΤ υποστήριξε στο Eurogroup ότι: ‘Δεν έχει σημασία για εμάς εάν είναι τρία, πέντε ή δέκα χρόνια υψηλών πλεονασμάτων, και πάλι θα χρειαστεί να δούμε περισσότερα μέτρα για να βγουν τα νούμερα καθώς δεν πιστεύουμε ότι το 3,5% είναι εφικτό χωρίς τέτοια νούμερα’. Δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει στην συμβιβαστική μας πρόταση»…