Η θεσμοθέτηση των τοπικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί μια από τις βασικές ρυθμίσεις τις οποίες θέλει να εισάγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο πεδίο των εργασιακών. Η εν λόγω «καινοτομία» περιλαμβάνεται στο μίνι εργασιακό νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή, ως σκέλος του αναπτυξιακού σχεδίου νόμου της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τα όσα διαρρέει το υπουργείο Εργασίας, εξετάζονται μισθολογικές «εξαιρέσεις» από την υποχρεωτική εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων για διάφορες περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων ή ακόμη κι ευρύτερων περιοχών.
Τη δεδομένη στιγμή πάντως η κατάσταση γύρω από το ζήτημα παραμένει αρκετά «θολή», ενώ έντονη είναι η ανησυχία σε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, που κινδυνεύουν να δουν τους μισθούς τους να μειώνονται, εφόσον εμπίπτουν στις εν λόγω «εξαιρέσεις». Ποια είναι όμως τα βασικά σε σενάρια εφαρμογής της νέας ρύθμισης και τι είδους κίνδυνοι απορρέουν από αυτή;
Τα δυο σενάρια εφαρμογής
Δύο είναι τα βασικά σενάρια στο πεδίο εφαρμογής των τοπικών συμβάσεων, όπως επισημαίνει μιλώντας στο tvxs.gr ο ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου, Άρης Καζάκος, ο οποίος διευκρινίζει πως «το ένα δεν αποκλείει απαραιτήτως το άλλο».
- Το πρώτο σενάριο, όπως αναφέρει ο κύριος Καζάκος, «έχει να κάνει με την εισαγωγή ρήτρας εξαίρεσης επι τα χείρω από τις ισχύουσες κλαδικές για ορισμένες επιχειρήσεις με βάση οικονομικά κριτήρια».
- Το δεύτερο σενάριο, σύμφωνα με τον καθηγητή Εργατικού Δικαίου, πιθανότατα θα προβλέπει «τοπικές κλαδικές συμβάσεις που θα αποκλίνουν από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση. Οι συγκεκριμένες συμβάσεις πιθανότατα θα αφορούν περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας και χαμηλή ανάπτυξη, όπως η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία».
Μοχλός για χαμηλότερους μισθούς ή Ειδικές Οικονομικές Ζώνες από το παράθυρο;
Ο κύριος Καζάκος τονίζει ότι «και τα δυο σενάρια πλήττουν την καρδιά των κλαδικών συμβάσεων», εντοπίζοντας συγκεκριμένα προβληματικά σημεία σε αυτά.
Όπως λέει μάλιστα «η πρώτη περίπτωση εφαρμογής βρίσκεται σε ισχύ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία. Μόνο που υπάρχει μια βασική διαφορά. Μπορεί δηλαδή στο γερμανικό δίκαιο να προβλέπεται ρήτρα εξαίρεσης για επιχειρήσεις με οικονομικά προβλήματα και προβλήματα επιβίωσης, μόνο που εκεί η σχετική δυνατότητα δίνεται μόνο μέσα από τη συμφωνία όλων των μερών της κλαδικής, δηλαδή με την απαραίτητη συναίνεση των σωματείων των εργαζομένων.
Αντίθετα, όπως φαίνεται στην περίπτωση της χώρας μας η δυνατότητα εφαρμογής θα επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στις ίδιες τις επιχειρήσεις».
Υπάρχει όμως κι ένα επιπλέον ζήτημα που καθιστά προβληματική τη νομοθέτηση ενός τέτοιου μέτρου στη χώρα μας. Κι αυτό γιατί όπως σημειώνει ο κύριος Καζάκος: «Στην Ελλάδα των μεταμνημονιακών χρόνων πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Εφόσον δοθεί λοιπόν η σχετική δυνατότητα το πιθανότερο είναι η πλειονότητα των επιχειρήσεων να κάνει χρήση της, δίνοντας χαμηλότερους μισθούς από τις κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες θα υποστούν έτσι το τελειωτικό χτύπημα».
Εξίσου σοβαρά είναι τα προβλήματα σε ό,τι έχει να κάνει με την περίπτωση θεσμοθέτησης κλαδικών συμβάσεων σε κάποιες περιοχές με βάση τα ποσοστά ανεργίας και τους ρυθμούς ανάπτυξης.
«Εδώ ανακύπτει το ζήτημα των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών», αναφέρει ο κύριος Καζάκος και προσθέτει: «Βέβαια οι δυο περιπτώσεις δεν ταυτίζονται απολύτως, καθώς στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες προβλέπονται μισθοί ακόμη και κάτω από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση, όμως υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ τους».
«Ομόρροπα μέτρα με αυτά της μνημονιακής περιόδου»
Αναφερόμενος συνολικά στα πρώτα δείγματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο πεδίο των εργασιακών ο ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου σημειώνει πως αυτή «δηλώνει πίστη στις μνημονιακές πολιτικές και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν μνημόνια».
Παράλληλα, επισημαίνει πως «η εν λόγω πολιτική δεν υπαγορεύεται μόνο από ιδεοληψία αλλά και από τα συμφέροντα, τα οποία επιδιώκει η ίδια να εξυπηρετήσει. Δεν είναι τυχαίο πως τα πρώτα μέτρα που έρχεται να εφαρμόσει περιλαμβάνονται στον κατάλογο αιτημάτων του ΣΕΒ, ενώ παράλληλα προωθούνται και από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών».
Τέλος, ο κύριος Καζάκος σημειώνει πως «όλα αυτά έρχονται σε μια περίοδο που βιώνουμε ακόμη τα τραυματικά αποτελέσματα της μνημονιακής περιόδου. Αντίθετα, βλέπουμε να λαμβάνονται ομόρροπα μέτρα. Κανονικά το μάθημα όφειλε να έχει ληφθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Δυστυχώς όμως φαίνεται πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο».