Μπορεί ο ρυθμός αύξησης στη χρήση του «πλαστικού χρήματος» να χτύπησε κόκκινο την προηγούμενη τριετία στη χώρα μας μετά την επιβολή των capital controls, περιορισμένη όμως είναι η συμμετοχή άλλων ειδών ηλεκτρονικών συναλλαγών, όπως οι μεταφορές πίστωσης ή οι πάγιες πληρωμές, που είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένα στην Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των 19 χωρών της Ευρωζώνης και στην 24η θέση στη συνολική κατάταξη των 28 ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι αφορά τις ηλεκτρονικές πληρωμές ανά κάτοικο, τις πληρωμές δηλαδή που γίνονται όχι μόνο μέσω καρτών, αλλά και τις μεταφορές πίστωσης, τις πάγιες πληρωμές ή τις e-πληρωμές. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΚΤ, με βάση τα οποία η Ελλάδα, παρά τη διείσδυση του «πλαστικού χρήματος» στις καθημερινές συναλλαγές τα τρία τελευταία χρόνια, που την οδήγησαν δύο θέσεις πιο υψηλά στην ευρωπαϊκή κατάταξη, παραμένει ουραγός συνολικότερα στις ηλεκτρονικές πληρωμές συγκρινόμενη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Συγκεκριμένα το 2018 –έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες– κατέλαβε την 24η θέση στις ηλεκτρονικές πληρωμές ανά κάτοικο, δηλαδή μία θέση υψηλότερα από την Ιταλία, που έρχεται στην 25η θέση, αλλά κοντά στη Βουλγαρία, που βρίσκεται στην 26η θέση, και τη Ρουμανία, που κατατάσσεται 27η. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα και η Ιταλία –ακολουθούν με διαφορά η Κύπρος, η Μάλτα και η Ισπανία– είναι μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης με χαμηλές επιδόσεις στη διάδοση των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ, το 2018 στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν 1,2 τρισ. ηλεκτρονικές πληρωμές έναντι 1 τρισ. το 2017, 795 δισ. το 2016 και 616,2 εκατ. το 2015, εξέλιξη που δείχνει γεωμετρική άνοδο των ηλεκτρονικών πληρωμών, με συνέπεια ο αριθμός των συναλλαγών ανά κάτοικο να αυξηθεί στα 112 ευρώ από 99 ευρώ το 2017 και 74 ευρώ το 2016. Η αύξηση, ωστόσο, αυτή προήλθε κυρίως από τη διείσδυση του «πλαστικού χρήματος» και πολύ λιγότερο από τη γενικότερη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ετσι, τη μερίδα του λέοντος στις ηλεκτρονικές πληρωμές καταλαμβάνουν οι συναλλαγές με κάρτες, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50%, καθώς από τον αριθμό των 144,4 δισ. το 2015 εκτινάχθηκαν σε 631,1 δισ. το 2018. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για τον αριθμό των συναλλαγών και όχι για την αξία τους.
Η υστέρηση της χώρας μας στη γενικότερη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών αποδίδεται στη χαμηλή συμμετοχή που έχουν οι μεταφορές πιστώσεων, δηλαδή οι πληρωμές μέσω λογαριασμών, οι οποίες από 243,4 δισ. το 2015 αυξήθηκαν σε 337,8 δισ. ευρώ το 2018. Ο μέσος όρος ανά κάτοικο διαμορφώθηκε το 2018 στις 31,5, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 61,4 και της Ε.Ε. 54,6.
Εξαιρετικά χαμηλά διαμορφώνονται και οι άμεσες χρεώσεις (πάγιες εντολές), που το 2018 διαμορφώθηκαν στη χώρα μας σε 26,2 δισ. από 27 δισ. το 2015, με συνέπεια να μειωθεί και ο μέσος όρος ανά κάτοικο στις 2,4, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 60,3 και της Ε.Ε. 41,7 (σ.σ. πρόκειται πάντα για τον αριθμό των συναλλαγών και όχι για την αξία τους). Περιορισμένη συμμετοχή στο σύνολο των ηλεκτρονικών πληρωμών έχουν πλέον και οι επιταγές, οι οποίες, λόγω της μεταχρονολόγησης που ισχύει στη χώρα μας, δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, με συνέπεια να μειωθεί η αξιοπιστία τους και συνεπώς η χρήση τους ως μέσου συναλλαγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι συναλλαγές μέσω επιταγών περιορίστηκαν το 2018 σε 6,4 εκατ. Στον αντίποδα βρίσκονται οι e-πληρωμές, οι οποίες εκτινάχθηκαν από 9,2 εκατ. το 2015 σε 36,1 εκατ. ευρώ το 2018.