Ενας πυρήνας 18 προϊόντων αποτέλεσε την ατμομηχανή των ελληνικών εξαγωγών στην περίοδο της κρίσης, σημειώνοντας αύξηση εξαγωγών 71% στο διάστημα 2009-2017, έναντι αύξησης μόλις 25% που είχαν οι υπόλοιπες εξαγωγές (εκτός πετρελαίου). Πρόκειται για τα «δυναμικά» προϊόντα, που, σύμφωνα με τη μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, στήριξαν την εγχώρια οικονομία, καθώς αντιπροσωπεύουν το 30% των ελληνικών εξαγωγών. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΤΕ, τα προϊόντα αυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
• Τα «βασικά» εξαγωγικά προϊόντα, που καλύπτουν το 27% των ελληνικών εξαγωγών και έχουν κατακτήσει σημαντικά μερίδια στις διεθνείς αγορές. Σε αυτά είναι το αλουμίνιο με 1,5%, το μάρμαρο με 7,5%, το ελαιόλαδο με 8%, οι ελιές με 26% και η φέτα με 3%.
• Τα «ανερχόμενα» εξαγωγικά προϊόντα, που, ενώ ακόμα καλύπτουν μόλις το 3% των ελληνικών εξαγωγών, έχουν εκρηκτική πορεία κατάκτησης μεριδίων στις διεθνείς αγορές. Σε αυτά είναι το γιαούρτι (7%), το παγωτό (1%), το καπνιστό ψάρι (2%) και τα φιστίκια (1,6%).
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα «βασικά» προϊόντα διατήρησαν το μερίδιο τους στις διεθνείς αγορές κοντά στο 2,5% και τα «ανερχόμενα» προϊόντα σχεδόν διπλασίασαν το μερίδιό τους (προσεγγίζοντας το 2% το 2017), τη στιγμή που τα λοιπά προϊόντα περιόρισαν κατά τη διάρκεια της κρίσης το ήδη χαμηλό μερίδιο τους στις διεθνείς αγορές, στο 0,12% το 2017 από 0,16% το 2009.
Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι ότι τα «δυναμικά» προϊόντα τριπλασίασαν τη στήριξή τους στο ελληνικό ΑΕΠ, στο 0,12% ετησίως την περίοδο της κρίσης από 0,04% προ κρίσης (με σωρευτική συνεισφορά της τάξης των 2 δισ. ευρώ). Στον αντίποδα ήταν η συνεισφορά των λοιπών εξαγωγών, που περιορίστηκε κατά σχεδόν 80%, φθάνοντας μόλις το 0,08% ετησίως κατά την περίοδο της κρίσης από 0,34% προ κρίσης.
Μεταξύ των δυναμικών προϊόντων διακρίνονται αυτά που είναι «υψηλής ανταγωνιστικότητας» και τα οποία κατάφεραν να αυξήσουν ή να διατηρήσουν υψηλά μερίδια αγοράς και τιμές. Αυτά είναι κυρίως τα τρόφιμα με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως το καπνιστό ψάρι, οι ελιές, το γιαούρτι, τα φιστίκια, η φέτα, το παγωτό και το ελαιόλαδο. Ακολουθούν τα προϊόντα που «αγόρασαν» μερίδιο αγοράς, ακολουθώντας πολιτική χαμηλών τιμών, όπως το μάρμαρο, το τσιμέντο και το αλουμίνιο. Η στρατηγική αυτή οδηγεί σε χαμηλά κέρδη ή ακόμα και ζημίες, ωστόσο, όπως σημειώνεται στην ανάλυση της ΕΤΕ, εξασφάλισε την είσοδο σε διεθνείς αγορές και με την ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς τα συγκεκριμένα προϊόντα θα έχουν την ευκαιρία να διατηρήσουν τη διεθνή τους παρουσία με καλύτερους όρους. Τέλος, τα προϊόντα που έχασαν μερίδια αγοράς, πιθανώς λόγω παραδοσιακών μοντέλων παραγωγής και προώθησης που δεν προσαρμόστηκαν εγκαίρως, όπως το βαμβάκι, ο καπνός και οι γούνες, τα οποία έχουν ανάγκη συνολικής αναπροσαρμογής στρατηγικής προκειμένου να διατηρήσουν την ισχυρή θέση που έχουν κατακτήσει στις διεθνείς αγορές.
Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΤΕ, παρά την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων κατά 37% στην περίοδο της κρίσης, το μερίδιό τους στις διεθνείς αγορές, που αναπτύχθηκαν με ρυθμό 70%, περιορίστηκε στο 0,16% το 2017 από 0,21% το 2009.