Του Μάκη Ανδρονόπουλου
Χωρίς αμφιβολία, η 3η μεταμνημονιακή έκθεση-αξιολόγηση της Κομισιόν λειτουργεί σαν καταλύτης στα πολιτικά πράγματα της χώρας στο παρά πέντε των εκλογών. Σε βαθμό, μάλιστα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και παρέμβαση. Στην ουσία η εν λόγω έκθεση έρχεται να θέσει το πολιτικό ερώτημα: το ‘πακέτο Τσίπρα’ αποτελεί ένα δημοσιονομικό ρίσκο που ισοδυναμεί με ‘δημοσιονομικό λαϊκισμό’, ή πρόκειται για εύλογες ανησυχίες της απερχόμενης Κομισιόν που ήδη παίρνει θέση στα ευρωπαϊκά επερχόμενα;
Μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο, ότι ο βρετανικής παιδείας, αστός αριστερός δημοκράτης, καθηγητής υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν θα έβγαινε ούτε για πλάκα εκτός Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. Το ίδιο μπορούμε να σκεφτούμε και για τον απελπισμένο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος στήριξε όλη του την πολιτική στην δημοσιονομική πειθαρχία.
Η ήττα των ευρωεκλογών μπορεί να του δημιούργησε ένα απρόσμενο τρομακτικό στρες, λόγω της βαθιάς αίσθησης για την ιστορική ευθύνη της Αριστεράς που τον διακατέχει –κι ας λένε ότι θέλουν οι εχθροί του– αλλά το Μεσοπρόθεσμο είναι το μόνο ατού που έχει τόσο απέναντι στους έξω, όσο και απέναντι στον Μητσοτάκη.
Τι λέει η 3η αξιολόγηση; Λέει ουσιαστικά ότι η απώλεια των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μία μονάδα έναντι της δέσμευσης για 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 έως το 2022 θα μπορούσε να οδηγήσει, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη αλλαγές στις υπόλοιπες παραδοχές, σε εκρηκτική διόγκωση του δημοσίου χρέους κατά 25 μονάδες ως προς το ΑΕΠ το 2060. Ναι, αλλά στο ‘πακέτο Τσίπρα’ το 1% από το 3,5% του ΑΕΠ έχει ήδη μπει στο ταμείο, έχει γίνει προκαταβολή!
Λέει μετά η έκθεση ότι το κόστος των παροχών μόνο για το 2019 υπολογίζεται σε 1,1-1,4% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος για το 2020 ανεβαίνει ακόμη περισσότερο, στο 1,2-1,5% του ΑΕΠ. Δηλαδή, συνολικά για τη διετία κόστος περίπου 6 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι πάει να το φτάσει στο ύψος του ‘πακέτου Μητσοτάκη’ κόστους περίπου 7 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές και έχει δηλωθεί επισήμως πως σε καμία περίπτωση οι δανειστές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν από το 3,5% μέχρι και το 2022. Η πλευρά της κυβέρνησης προσπαθεί να κρατηθεί μέσα στο Μεσοπρόθεσμο και εάν δεν υπάρξει κάποια μείζονα ανατροπή μπορεί να τερματίσει η χρονιά επιτυχώς. Το ‘πακέτο Μητσοτάκη’ που χαρακτηρίσαμε τον Σεπτέμβριο του 2018 μετά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ως την καλύτερη πολιτική για την περίοδο 2022-2026, έχει δύο προβλήματα:
- Πρώτον, θα πρέπει να πάρει πίσω όλα τα μέτρα Τσίπρα για να του επιτρέψουν να εφαρμόσει τα δικά του, κάτι που θα προκαλέσει κοινωνική αναταραχή.
- Δεύτερον, δεν θα μπορέσει να τα εφαρμόσει αμέσως, γιατί θα τινάξει τη δημοσιονομική μπάγκα στον αέρα, που σημαίνει ότι θα συρθεί από τους έξω σε μια πολιτική τύπου Τσίπρα-Τσακαλώτου.
Εύλογες ανησυχίες
Πέρα από όλα αυτά, η έκθεση δεν είναι για να της γυρίζουμε την πλάτη. Οι ανησυχίες είναι εύλογες και το ‘πακέτο Τσίπρα’ plus (που θα έλεγε ο Ευάγγελος), δηλαδή η ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου, δεν είναι κλειδωμένα. Περπατάμε ως Ελλάδα σε αναμμένα κάρβουνα. Η κατάσταση θέλει συνέχεια και συνέπεια.
Εκείνο που είναι όντως ανησυχητικό είναι οι παρατηρήσεις της έκθεσης μεταμνημονιακής εποπτείας για τον ενεργειακό τομέα, για τον οποίο επισημαίνει ότι οι βασικές δεσμεύσεις είναι εκτός στόχων με αβέβαιη την κατεύθυνση της χώρας. Επισημαίνει η έκθεση έξι πεδία υστέρησης:
- Πρώτον, την εφαρμογή του target model.
- Δεύτερον, τις αδειοδοτήσεις και τους διαγωνισμούς των έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
- Τρίτον, δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ (δημοπρασίες πώλησης προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας).
- Τέταρτον, την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική.
- Πέμπτον, την πιστοποίηση του ΔΕΣΦΑ.
- Έκτον, τον ίδιο τον ρόλο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας να εποπτεύει την αγορά.
Η 3η μεταμνημονιακή αξιολόγηση λειτουργεί καταλυτικά, καθώς και οι δύο παίκτες έχουν περιθώρια εκμετάλλευσής της. Ο μεν Μητσοτάκης θα λέει ότι ο Τσίπρας τινάζει στον αέρα τη δημοσιονομική πειθαρχεία. Ο δε Τσίπρας θα λέει ότι ο Μητσοτάκης θα σας τα πάρει όλα πίσω. Τελικά αυτό είναι το δίλημμα των εκλογών…