Με τέσσερα ανοιχτά θέματα και με βασικό σημείο τριβής Γερμανίας και ΔΝΤ τον χρόνο, και όχι την φόρμουλα ελάφρυνσης του χρέους, μπαίνουν στην τελική ευθεία οι διαβουλεύσεις για την λύση στο θέμα του χρέους και το συνολικό πολιτικό deal με τους δανειστές.
Ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε χθες, και επισήμως, ότι το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους θα μπει στο τραπέζι της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών στις 22 Μαίου, επισημαίνοντας ότι η συζήτηση θα γίνει στη βάση των αποφάσεων του 2016 και ότι επί τάπητος θα τεθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά και πρόσθετα μέτρα που θα μπορούν να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα του.
Στο πλαίσιο αυτό, και μετά τις συζητήσεις που έγιναν και στο Washington Club στο Μπάρι, ΔΝΤ και Γερμανία καλούνται μέσα στην επόμενη εβδομάδα να βρουν κοινό τόπο – ή τουλάχιστον την αφετηρία των συγκλίσεων – σε τέσσερα κομβικά ζητήματα:
Το πρώτο είναι η απαίτηση του Ταμείου για σαφή προσδιορισμό της διάρκειας επιμήκυνσης των ελληνικών δανείων. Το ΔΝΤ ζητά, κατά τις πληροφορίες, επιμήκυνση 40 ετών, η οποία θα οδηγήσει σε τελική απομείωση του χρέους κατά 20%. Το Βερολίνο δεν φαίνεται να έχει κατηγορηματικές αντιρρήσεις επ’ αυτού, ωστόσο ο Σόιμπλε καθιστά σαφές πως θα προτιμούσε ο εν λόγω προσδιορισμός να γίνει μετά τις γερμανικές εκλογές και όχι τώρα.
Δεύτερο ανοιχτό, όσο και καθοριστικό, ζήτημα είναι η σταθεροποίησης των επιτοκίων. Το ΔΝΤ έχει προτείνει επιτόκια που δεν θα ξεπερνούν το 1,3% με 1,5%, η Γερμανία όμως αντιδρά σε οποιαδήποτε ευθείας μείωση του κόστους δανεισμού υποστηρίζοντας – όπως αποκαλύπτει και πρόσφατο έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών που δημοσίευσε η Handelsblatt – ότι ένα ονομαστικό «κούρεμα» στα επιτόκια των ελληνικών δανείων θα κόστιζε στις χώρες της ευρωζώνης έως και 120 δις ευρώ.
Ενώπιον αυτών των δύο θέσεων, ο ESM έχει εκπονήσει διάφορα σενάρια που προβλέπουν σταθεροποίηση των επιτοκίων με τη χρήση διάφορων εργαλείων (π.χ. swaps) που δεν θα επιβαρρύνουν άμεσα τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Το τρίτο ανοιχτό μέτωπο είναι η πενταετής περίοδος χάριτος στις αποπληρωμές που ζητά το ΔΝΤ. Το Ταμείο υποστηρίζει επίσης, παγίως, ότι το για να καταστεί το χρέος βιώσιμο οι συνολικές ετήσιες πληρωμές σε τοκοχρεολύσια δεν πρέπει ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ. Το Βερολίνο δεν διαφωνεί επ’ αυτού, υποστηρίζει ωστόσο πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το ύψος των ετήσιων αποπληρωμών έως το 2030 καθώς έως τότε δεν ξεπερνούν, ούτως ή άλλως, το 15% του ΑΕΠ. Τη διάρκεια της δέσμευσης της Ελλάδας με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ (ποιό θα είναι το τελευταίο έτος με πλεόνασμα 3,5%) και στην από εκεί και μετά τάση αποκλιμάκωσής τους
Τέταρτο κομβικό ζήτημα αποτελεί η διάρκεια κατά την οποία η Ελλάδα θα δεσμευτεί να διατηρεί πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Ηδη, με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, τα πλεονάσματα του 3,5% έχουν κλειδώσει έως το 2021, το ανοιχτό ερώτημα όμως είναι το πού θα μπει ο πήχης από εκεί και πέρα. Το Ταμείο φέρεται να συναινεί στη διατήρηση του στόχου του 3,5% το πού για έναν χρόνο ακόμη – δηλαδή έως το 2022, έναντι δεκαετίας που ήταν η αρχική απαίτηση της Γερμανίας. Ανοιχτό, ωστόσο, παραμένει και ο ρυθμός αποκλιμάκωσης των πλεονασμάτων στη συνέχεια και μετά το 2022, με το ΔΝΤ να ζητά σταδιακή και σταθερή μείωσή τους, ενώ αντιθέτως το Βερολίνο επιμένει τη διατηρησή τους σε υψηλά επίπεδα – 2,5% ,ε 2% – σε ορίζοντα δεκαετίας και πλέον.