Ο τεράστιος όγκος των «κόκκινων» δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με πρωταθλήτρια την Ελλάδα, ωρίμασε τις συνθήκες για τη δημιουργία εθνικών bad banks, δηλαδή για την ίδρυση εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMCs).
H συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό, στην Ελλάδα κοστολογημένη πρόταση είχε κατατεθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ την εποχή που ήταν ακόμα… ιδεοληπτική αριστερή αντιπολίτευση (2014), απορρίφθηκε το 2015 από τους θεσμούς, αλλά και από Ελληνες τραπεζίτες που θεωρούσαν ότι θα κερδίσουν περισσότερα αν διαχειριστούν οι ίδιες οι τράπεζες τα προβληματικά δανειακά χαρτοφυλάκια.
Η Ιστορία ωστόσο απέδειξε ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών –που φέρουν διαχρονικά μερίδιο ευθύνης για την έκρηξη των «κόκκινων» δανείων– άρχισαν να κινητοποιούνται μόνο όταν ανέλαβε δράση ο «μπαμπούλας» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM).
Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Οι… ιδεοληπτικοί νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες και πολιτικοί σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη αντιλαμβάνονται πλέον ότι απαιτούνται δραστικά μέτρα για τη μείωση των «κόκκινων», όχι βέβαια για κοινωνικούς λόγους (αλίμονο!), αλλά για να μπορέσει το τραπεζικό σύστημα να επιτελέσει τον βασικό ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία.
Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η κρίση εκτόξευσε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε δυσθεώρητα ύψη και πλέον αγγίζουν τα 100 δισ. ευρώ και στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δημιουργήθηκε λόγω της δραματικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων (ανεργία, ελαστικές μορφές εργασίας, μείωση αποδοχών) σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε προτάσεις της κυβέρνησης ήδη από το 2015 –που απορρίπτονταν μετ’ επαίνων από την τρόικα– ήταν στην κατεύθυνση της ολιστικής αντιμετώπισης του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, δηλαδή της διαχείρισης του συνόλου των οφειλών προς τράπεζες και Δημόσιο (Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία), καθώς η τραπεζοκεντρική προσέγγιση δεν έλυνε το πρόβλημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Με το πάσο τους…
Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να γίνει αντιληπτή η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, αλλά ευτυχώς μικρότερο διάστημα για την ένταξη όλων των οφειλών στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη/Σταθάκη), τον Κώδικα Δεοντολογίας και την καθιέρωση των εύλογων δαπανών διαβίωσης.
Με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα προχθές, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μπορεί για μια σειρά θεμάτων να υποστηρίξει: «Στα λόγια μου έρχεστε».
Για παράδειγμα, προωθείται πλέον στην Ευρώπη το ήδη νομοθετημένο στην Ελλάδα πλαίσιο για τις εταιρείες μεταβίβασης και διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι η Ε.Ε. προωθεί τη λύση της εθνικής Asset Management Companies (AMC), δηλαδή bad bank, που θα «αγοράσει» πακέτο «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες ώστε να το διαχειριστεί χωρίς ζημιά και χωρίς να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση που θα προκαλέσει bail in.
Αυτό πάντως που δεν έχει ξεκαθαριστεί, αλλά οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει τεθεί από κάποια κράτη-μέλη στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι αν οι εθνικές bad banks θα έχουν περιθώρια να ασκήσουν κάποιου είδους κοινωνική πολιτική.
Οι κατευθυντήριες γραμμές που δίνονται για τις εθνικές AMCs δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Τα κράτη-μέλη που θα κρίνουν χρήσιμο να ιδρύσουν τέτοιες εταιρείες μπορούν να λάβουν καθοδήγηση στη βάση του τεχνικού σχεδίου της Επιτροπής, το οποίο δεν είναι δεσμευτικό, αλλά και των βέλτιστων πρακτικών που ήδη εφαρμόζονται.
Ορισμένες μη δεσμευτικές αρχές αφορούν, για παράδειγμα, την κατάλληλη κεφαλαιακή διάρθρωση, τη λειτουργία και εταιρική διακυβέρνηση των AMCs κ.λπ.
Χωρίς κρατική ενίσχυση
Οι AMCs μπορούν να είναι ιδιωτικές ή (εν μέρει) χρηματοδοτούμενες από το κράτος χωρίς να θεωρείται κρατική ενίσχυση, εάν το κράτος μπορεί να αποδεικνύει ότι ενεργεί ως οποιοσδήποτε άλλος οικονομικός παράγοντας και επομένως δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα για την προβληματική τράπεζα.
Ετσι, για να μη θεωρηθεί κρατική ενίσχυση θα πρέπει να τηρούνται κάποιοι κανόνες για τις συναλλαγές, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι γίνονται σε τιμές αγοράς, λαμβάνοντας μια σειρά δεδομένα, παραμέτρους και εκτιμήσεις που εξειδικεύονται στο τεχνικό κείμενο.
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της AMC θα μπορούσε να δομηθεί σύμφωνα με τα παραδείγματα της SAPEB και της ΝΑΜΑ, των bad banks Ισπανίας και Ιρλανδίας, αντίστοιχα.
Η ΝΑΜΑ ειδικότερα, που συστάθηκε στα τέλη του 2009, χρηματοδοτήθηκε από το Δημόσιο και αγόρασε από 5 τράπεζες έναντι 32 δισ. ευρώ στεγαστικά δάνεια και ενεχυριασμένα ακίνητα ονομαστικής αξίας 74 δισ. ευρώ (μέση έκπτωση 57%).
Εννέα χρόνια μετά, το ιρλανδικό Δημόσιο όχι μόνο έχει ρεφάρει το ποσό που διέθεσε, αλλά αναμένεται να έχει και κέρδη κοντά στα 2 δισ. ευρώ.
Πώς μπορεί να υλοποιηθεί
Σύμφωνα με πληροφορίες, στη χώρα μας εκτιμάται ότι για το αρχικό κεφάλαιο θα αρκούσε να συνεισφέρουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες 4-5 εκατ. ευρώ, το Δημόσιο 1 εκατ. ευρώ, αλλά σε κάθε περίπτωση το ποσοστό τους στη μετοχική σύνθεση να είναι κάτω από 20% και ένα ποσοστό, με αντίστοιχη συμμετοχή, να διατεθεί σε τρίτους (π.χ. ΕΤΕπ).
Η AMC θα αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία εκδίδοντας ομολογιακά δάνεια υψηλού κινδύνου σε τράπεζες.
Τα ανώτερα ομόλογα θα φέρουν πλήρη και αμετάκλητη εγγύηση του εθνικού δημόσιου ταμείου και θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση στην πίστωση του Ευρωσυστήματος από τους κατόχους τους.
Τα ομόλογα θα είναι χρεόγραφα με διαθέσιμη επιλογή αγοράς προς τον εκδότη.
Αναφορικά με την εποπτεία, η AMC δεν θα χρειαστεί να προσελκύσει καταθέσεις ή να εκδώσει νέα δάνεια και κατά συνέπεια θεωρείται περιττό να αποκτήσει τραπεζική άδεια και να τηρήσει την τραπεζική εποπτεία.
Και παρά το γεγονός ότι δεν θα είναι υπό την εθνική τραπεζική εποπτεία, η κυβέρνηση θα πρέπει να εντοπίσει ποια αρχή-φορέας θα ασκεί εποπτικό έργο, π.χ. Ελεγκτικό Συνέδριο, Κεντρική Τράπεζα.