Αγώνας δρόμου των τραπεζών, να ρυθμίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια πριν τελειώσει η άνοιξη! Με τα τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών να έχουν ξεκινήσει και τυπικά με την πρώτη αποστολή στοιχείων στις 28 Φεβρουαρίου, γίνεται μία μεγάλη προσπάθεια μείωσης του αριθμού των κόκκινων δανείων, είτε αυτό γίνει με ρύθμιση, είτε με πώληση σε fund, είτε με πλειστηριασμό. Παρά την εκκίνηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και την αύξηση των πωλήσεων, οι τράπεζες θέλοντας να προστατέψουν την εικόνα τους στην ελληνική αγορά, προτιμούν τις ρυθμίσεις, που είναι και η ευτυχέστερη κατάληξη τέτοιων περιπτώσεων. Ειδικά για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, δεδομένης της αδικίας που υπέστησαν χιλιάδες δανειολήπτες και τις προσφυγές που είχαν γίνει στο ΣτΕ, είχαν ανεβάσει τις προσδοκίες των δανειοληπτών για ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση, μετά τις αποφάσεις, με αποτέλεσμα να γίνει γενικευμένη στάση πληρωμών προς τις τράπεζες.
Όμως αντίθετα με τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αγορά, η απόφαση 911/2018 του Εφετείου Αθηνών, ανατρέπει την κατάσταση, καθώς η έδρα, έκανε αποδεκτή την έφεση της Eurobank κατά προηγούμενης απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου (υπ’ αριθμ. 334/2016) που είχε κάνει δεκτή συλλογική αγωγή καταναλωτικών ενώσεων. Τότε είχαν κριθεί παράνομοι και καταχρηστικοί οι όροι σύναψης δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο. Τώρα, οι τράπεζες θα δώσουν την ευκαιρία για ευνοϊκές ρυθμίσεις δανείων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα περιλαμβάνονται οι διαγραφές υπολοίπων και το πάγωμα των δόσεων που αναμενόταν.
Οι ρυθμίσεις, σύμφωνα με τη νέα απόφαση θα προβλέπουν αποπληρωμή των υπολοίπων, βάσει της δυνατότητάς αποπληρωμής του κάθε οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έχουν μεγαλύτερες αποδοχές θα πληρώνουν μεγαλύτερες δόσεις, ενώ όσοι είναι χαμηλόμισθοι θα αποπληρώνουν τα δάνειά τους με πιο αργούς ρυθμούς.
Όπως επισημαίνει το Εφετείο στο σκεπτικό της απόφασης, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο δεν είναι επενδυτικά προϊόντα διότι, μεταξύ ενός δανείου σε συνάλλαγμα και μιας επενδυτικής υπηρεσίας, υπάρχει μια θεμελιώδης και κομβικής σημασίας διαφορά. Αυτή έγκειται στο ότι κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ο πελάτης της Τράπεζας εμφανίζεται ως επενδυτής και διαθέτει το κεφάλαιό του σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με σκοπό την οικονομική απόδοση ή διατήρηση του κεφαλαίου του, ενώ , αντίθετα στη δανειακή σύμβαση ο δανειολήπτης δεν επενδύει κεφάλαιο, αλλά αναζητεί τους ευνοϊκότερους όρους και δανείζεται από την Τράπεζα ένα ποσό για να χρηματοδοτήσει κάποια αγορά. Συνεπώς, για τους υπαλλήλους της Τράπεζας που παρείχαν την ενημέρωση για τα δάνεια στους υποψήφιους δανειολήπτες δεν ήταν αναγκαίο πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας παροχής επενδυτικών συμβουλών.
Σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο που έφεραν οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο, οι δικαστές, θεωρούν ότι αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας και για την εκτίναξη της ισοτιμίας, ότι ούτε η Τράπεζα μπορούσε να την προβλέψει, για να ενημερώσει τον υποψήφιο δανειολήπτη, αφού αυτή εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες.