Στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για εφάπαξ παροχή από το ΕΤΕΑΕΠ για τους “παλαιούς” και “νέους” ασφαλισμένουςαυτοτελώς απασχολούμενους, που ισχύουν με βάση το ν. 4578/2018, αναφέρεται εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας.
Παράλληλα, η εγκύκλιος επισημαίνει ότι διαφοροποιείται από τη 1.1.2019 η βάση υπολογισμού της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους, έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τομέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ.
Α. Έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι)
Για όλους τους πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους, έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τομέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ, το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, ορίζεται από 1.1.2019, σε ποσοστό 4%, υπολογιζόμενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.Ειδικά για τους έμμισθους δικηγόρους το ποσοστό 4% επιμερίζεται σε 2% για τον ασφαλισμένο και σε 2% για τον εντολέα. Οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους στο ΕΤΕΑΕΠ, μπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού και να καθορίσουν το χρονικό διάστημα εφαρμογής της.
Β. Για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους
1. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ορίζεται από 1-1-2017 σε ποσοστό 4%. Το ποσοστό αυτό ισχύει για παλαιούς και για νέους ασφαλισμένους. Ως βάση υπολογισμού θεωρείται ο κατώτατος βασικός μισθός μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 39Α του ν. 4387/2016 , το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 4578/2018 , από 1.1.2017, ειδικά για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους παλαιούς και νέους ασφαλισμένους που υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, στην ασφάλιση του πρ. ΕΤΑΑ, το ανωτέρω ποσοστό 4% κατά την πρώτη πενταετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση υπολογίζεται επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού.
3. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 6 του ν. 4578/2018 , δεν έχει πλέον εφαρμογή η μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 98 του ν. 4387/2016.
Γ. Περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης
Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο βασικό μισθό με βάση τις κείμενες διατάξεις. Με βάση το ανωτέρω, μπορεί να προκύψουν οι παρακάτω περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης:
1) Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης που η κράτηση γίνεται επί του εισοδήματος για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητές του, παρακρατείται το ποσό της εισφοράς, ως είχε, επί του εισοδήματος (αποδοχών) της κάθε μισθωτής απασχόλησης.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση ξενοδοχοϋπαλλήλου, νέου ασφαλισμένου, ο οποίος απασχολείται και ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση).
Εάν το ποσό εισφοράς για τον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ που υπολογίζεται επί του εισοδήματος υπερκαλύπτει το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που υπολογίζεται επί του κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού, δεν παρακρατείται επιπλέον εισφορά πέρα από αυτή που υπολογίζεται επί του εισοδήματος.
2) Στις περιπτώσεις που για κάποιες δραστηριότητες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος (των αποδοχών) και παράλληλα υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού γίνεται η κράτηση μόνο επί των εισοδημάτων (των αποδοχών) των δραστηριοτήτων της πρώτης κατηγορίας από τη μισθωτή απασχόληση. Αυτό διότι τα εισοδήματα αυτά καλύπτουν το προβλεπόμενο ποσό εισφοράς που προβλέπεται για τις δραστηριότητες της δεύτερης κατηγορίας.
Για παράδειγμα, μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π.χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως (ως διοικητικός υπάλληλος) και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος (των αποδοχών) από τη μισθωτή απασχόλησή του στο Δημόσιο, ήτοι και εν προκειμένω θα καταβάλλει ποσό 40 ευρώ (ήτοι 1.000 ευρώ x 4%).
Ειδικότερες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες τα εισοδήματα από τις δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος είναι συνολικά κατώτερα από τον προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης). Σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται κράτηση επί των εισοδημάτων από τις δραστηριότητες αυτές και το υπολειπόμενο ποσό έως τη συμπλήρωση της εισφοράς που προκύπτει επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού καλύπτεται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
3) Στις περιπτώσεις που η κράτηση γίνεται επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητες, το ποσό αυτό παρακρατείται μία φορά.
Για παράδειγμα σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί η προβλεπόμενη εισφορά από τη μισθωτή απασχόληση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου,
Επίσης σε περίπτωση μηχανικού, ο οποίος διατηρεί δικό του γραφείο και είναι και εργολήπτης δημοσίων έργων θα καταβάλλει μία εισφορά επί του προβλεπόμενου κατωτάτου βασικού μισθού.
Δ. Για τους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών
Για τους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 ) θα καταβάλλονται από 1-1-2019 οι παρακάτω εισφορές: για τους μηχανικούς και υγειονομικούς, ποσοστό 4%, υπολογιζόμενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
Ε. Οι ασφαλισμένοι
Οι ασφαλισμένοι, με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισμού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού και να καθορίσουν το χρονικό διάστημα εφαρμογής της.
ΣΤ. Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών
Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, που αφορούν την χρονική περίοδο από 1/1/2017 έως 31/12/2018, οι οποίες δεν έχουν αναζητηθεί από το ΕΤΕΑΕΠ λόγω τεχνικών δυσχερειών, υπολογίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του ν.4387/2016 , όπως έχει αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4587/2018 χωρίς τόκους, πρόσθετα τέλη και προσαυξήσεις, κεφαλαιοποιούνται και εξοφλούνται σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019.