Στα μέτρα ανακούφισης των ασθενέστερων και τη θετική ανταπόκριση από την κοινωνία αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός, στην πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά τον ανασχηματισμό.
Μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στη δέσμη μέτρων δημοσιονομικής επέκτασης που είχε ανακοινωθεί στη ΔΕΘ. Έκανε λόγο για “δέσμη μέτρων ενίσχυσης των εισοδημάτων και φορολογικής ελάφρυνσης των πολιτών που εντάσσεται σε μια συνολική στρατηγική αποκατάστασης των αδικιών της μνημονιακής περιόδου” και επισήμανε ότι “το σύνολο των μέτρων ελάφρυνσης που είχαν ανακοινωθεί είναι πλέον νόμοι του κράτους”.
Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες με μεσαία εισοδήματα:
– Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% για τις μικρές περιουσίες και 10% μεσοσταθμικά. Ενώ για το 2020 ακολουθεί περαιτέρω μείωση της τάξης του 20% μεσοσταθμικά.
– Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους συνεταιρισμούς και τους συνεταιρισμένους αγρότες, ενώ για το σύνολο των αγροτών θεσπίστηκε το ακατάσχετο για τις αποζημιώσεις για φυσικές καταστροφές μέχρι και τις 7.500 ευρώ.
-Η επιδότηση κατά 50% των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους.
“Μένει όμως να υλοποιηθεί το μεγάλο πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου που αποτελεί την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για να αποκτήσει η χώρα για πρώτη φορά στην ιστορία της συνεκτική στεγαστική πολιτική”, είπε ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Υπουργικό Συμβούλιο, προσθέτοντας ότι “αποτελεί ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του νέου κοινωνικού κράτους που έχουμε ξεκινήσει να οικοδομούμε”.
“Σήμερα λοιπόν είμαστε έτοιμοι”, σημείωσε ο πρωθυπουργός. Τόνισε ότι “το πρόγραμμα αυτό αποτελεί στην κυριολεξία μια τομή για τη χώρα μας που εξαιτίας των ειδικών χαρακτηριστικών στην αγορά στέγης αλλά κυρίως εξαιτίας της αδιαφορίας των κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα στέγης που άρχισαν να έχουν εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες από το 2010 και μετά.
Επισήμανε ότι με την κρίση, “η συρρίκνωση των οικογενειακών εισοδημάτων κατά 40% στη διάρκεια της καταστροφικής πενταετίας 2010-2015, οδήγησε το οικογενειακό κόστος για την κατοικία στα ύψη και για πρώτη φορά η χώρα μας βρέθηκε να αντιμετωπίζει σοβαρό κοινωνικό στεγαστικό πρόβλημα”.
Είπε ότι “από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησης πήραμε άμεσα μέτρα που αποτέλεσαν ισχυρό ανάχωμα στις αυξανόμενες τότε εξώσεις”. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στον πρώτο νόμο της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, όπου “προχωρήσαμε στην επιδότηση ενοικίου από 70 μέχρι 220 ευρώ για 22.000 οικογένειες για τα έτη 2015-2016 με άμεση καταβολή ποσού στον ιδιοκτήτη”. “Στη συνέχεια εντάξαμε όλους τους άστεγους στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και στα προγράμματα Στέγαση και Επανένταξη και Στέγαση και Εργασία”, πρόσθεσε.
Επιδότηση ενοικίου με συνολικό ετήσιο προϋπολογισμό 300 εκατ. ευρώ- Αφορά συνολικά 260.000 νοικοκυριά και 667.000 ανθρώπους
«Σήμερα όμως έχει έρθει η ώρα να κάνουμε το επόμενο μεγάλο βήμα. Να αρχίσουμε να οικοδομούμε μια συνολική οριζόντια πολιτική για να εγκαθιδρύσουμε ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας της πρώτης κατοικίας», τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Είπε ότι η πολιτική αυτή κινείται γύρω από δύο βασικούς άξονες. Συγκεκριμένα, ανακοίνωσε:
-Πρώτον το πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου με συνολικό ετήσιο προϋπολογισμό 300 εκατομμύρια ευρώ, που έχουμε ήδη εξασφαλίσει από τον προϋπολογισμό μας, το οποίο αφορά συνολικά 260.000 νοικοκυριά και 667.000 ανθρώπους. Η επιδότηση θα κλιμακώνεται ανάλογα με το εισόδημα και τα μέλη του νοικοκυριού ξεκινώντας από 70 ευρώ και φτάνοντας μέχρι και το ποσό των 210 ευρώ το μήνα.
Πολύ κρίσιμη παράμετρος, σημείωσε, είναι ότι στο επίδομα στέγασης το παιδί προσμετράτε ως ενήλικας τόσο στον υπολογισμό των εισοδηματικών κριτηρίων όσο και στον υπολογισμό του επιδόματος και η επιλογή αυτή έρχεται να προστεθεί στα υπόλοιπα οριζόντια μέτρα στήριξης του παιδιού που έχουμε ήδη λάβει. Και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να αυξήσουμε τον προϋπολογισμό για το παιδί από 822 εκατομμύρια ευρώ που τον βρήκαμε το 2015, στο 1 δισ. 416 εκατομμύρια ευρώ το 2018. Όπως εξήγησε, πρόκειται για αύξηση 594 ευρώ, δηλαδή 72% σε μια μόνο τετραετία.