Το τέλος των μετρητών στην Ελλάδα

Η Ελλάδα δεν έχει τον έλεγχο του νομίσματός της εδώ και δεκαετίες· το ευρώ καθορίζεται αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αυτό μεταφράζεται σε μια απλή αλλά συνταρακτική πραγματικότητα: όταν η ΕΚΤ αποφασίσει να επιβάλει το ψηφιακό ευρώ, η χώρα δεν θα έχει ούτε περιθώριο αντίρρησης ούτε τη δυνατότητα να καθορίσει τους όρους λειτουργίας του. Θα βρεθεί δεσμευμένη σε κανόνες που γράφονται κάπου αλλού, από ανθρώπους που δεν λογοδοτούν στην ελληνική κοινωνία.

Η μετάβαση θα παρουσιαστεί ως αναπόφευκτη «καινοτομία», ως όπλο κατά της φοροδιαφυγής ή του ξεπλύματος. Μα η ουσία θα είναι μια: η πλήρης κατάργηση των μετρητών και η υποχρεωτική μεταφορά κάθε συναλλαγής σε ένα κεντρικό, απόλυτα ελεγχόμενο ψηφιακό σύστημα.

Η Ελλάδα, με ένα τραπεζικό σύστημα πλήρως εξαρτημένο από τη Φρανκφούρτη, θα είναι από τις πρώτες χώρες που θα δουν την πόρτα των μετρητών να κλείνει. Κι όταν κλείσει, δεν ξανανοίγει. Από τον φούρνο της γειτονιάς μέχρι το βενζινάδικο στην εθνική, όλα θα περνούν μέσα από συστήματα παρακολούθησης συναλλαγών που δεν αφήνουν καμία κίνηση αδήλωτη. Αυτό που θα χαθεί δεν είναι μόνο η ιδιωτικότητα, αλλά η τελευταία νησίδα οικονομικής αυτονομίας που είχε απομείνει στους πολίτες.

Η ελληνική οικονομία, δομημένη πάνω στους μικρούς επαγγελματίες και στα οικογενειακά μαγαζιά, θα δεχτεί το ισχυρότερο πλήγμα. Αυτές οι επιχειρήσεις επιβιώνουν συχνά χάρη στα μετρητά, καθώς οι τραπεζικές προμήθειες και οι καθυστερήσεις στις πληρωμές τις πνίγουν.

Η κατάργηση των μετρητών θα λειτουργήσει ως δόρυ στην καρδιά της μικρής λιανικής: τα μαγαζιά των γειτονιών θα απορροφηθούν από μεγάλες πολυεθνικές πλατφόρμες, οι συναλλαγές θα μονοπωληθούν από λίγους «εγκεκριμένους» παρόχους, και οι πολίτες θα κληθούν να ζήσουν σε ένα περιβάλλον όπου κάθε ευρώ θα αφήνει πίσω του ηλεκτρονικό ίχνος.

Ο παραδοσιακός Έλληνας, που πάντα στήριξε τις σχέσεις του στην προσωπική εμπιστοσύνη και το χειροπιαστό χρήμα, θα βρεθεί ξαφνικά ανώνυμος μέσα σε μια ψηφιακή έρημο.

Στη νέα αυτή πραγματικότητα, το κράτος θα έχει πρόσβαση σε κάθε οικονομική κίνηση των πολιτών. Θα γνωρίζει, χωρίς καμία εξαίρεση, ποιος πληρώνει ποιον, πότε και για ποιο λόγο. Η φορολόγηση θα γίνεται αυτόματα, σε πραγματικό χρόνο· δεν θα υπάρχει διαπραγμάτευση, ανοχή ή κατανόηση.

Ένας πολίτης που θα καθυστερεί τις υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο θα βλέπει τον λογαριασμό του να «παγώνει» χωρίς προειδοποίηση. Όποιος χρωστάει σε τράπεζα ή σε δημόσιο φορέα θα αντιμετωπίζει αυτόματες κρατήσεις.

Η ανθρώπινη διάσταση της συναλλαγής, της συνεννόησης, της έστω προσωρινής συμφωνίας, θα εξαφανιστεί. Το ψηφιακό σύστημα δεν θα νοιάζεται αν κάποιος έχασε τη δουλειά του ή αν αντιμετωπίζει δυσκολίες· θα εκτελεί μόνο αυτό που είναι προγραμματισμένο να εκτελεί.

Η μετάβαση θα προκαλέσει κοινωνική τριβή και νέες μορφές φτώχειας. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού—ηλικιωμένοι, αγρότες, μικροεπαγγελματίες—δεν έχει ούτε τον εξοπλισμό ούτε τις ψηφιακές δεξιότητες να λειτουργήσει απρόσκοπτα σε ένα πλήρως ψηφιοποιημένο περιβάλλον.

Η φτώχεια δεν θα είναι πλέον μόνο οικονομική, θα είναι και τεχνολογική: όποιος δεν έχει κινητό, ίντερνετ και ψηφιακή ταυτότητα, απλώς δεν θα μπορεί να συμμετέχει στην οικονομία. Θα αποκλειστεί όχι επειδή δεν έχει χρήματα, αλλά επειδή δεν έχει μέσο να τα χρησιμοποιήσει.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα, ευάλωτη και συστηματικά εξαρτημένη από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις, θα γίνει πεδίο δοκιμής για κάθε νέα τεχνολογία που επιθυμούν να εφαρμόσουν οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη.

Οι κυβερνήσεις, δεμένες με μνημονιακές δομές και δημοσιονομικούς ελέγχους, θα υιοθετούν άκριτα ό,τι επιβάλλεται, παρουσιάζοντάς το ως πρόοδο. Κανείς δεν θα ρωτήσει την κοινωνία αν θέλει αυτή την «πρόοδο». Θα της ζητηθεί απλώς να την αποδεχτεί.

Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό ή τεχνολογικό. Αγγίζει κάτι βαθύτερο, σχεδόν υπαρξιακό. Η ελληνική κοινωνία άντεξε κρίσεις και δυσκολίες επειδή διατήρησε την ανθρώπινη επαφή: τη χειραψία, το βλέμμα, την προφορική συμφωνία.

Στην κατάργηση των μετρητών, πίσω από τα επιχειρήματα περί διαφάνειας και ασφάλειας, κρύβεται η διάλυση αυτής της ανθρώπινης σχέσης. Η συναλλαγή, από πράξη εμπιστοσύνης, γίνεται αποτύπωμα σε οθόνη. Ο πολίτης μετατρέπεται σε έναν ψηφιακό καταναλωτή, παρακολουθούμενο από αλγόριθμους που δεν ενδιαφέρονται για το ποιος είναι, αλλά μόνο για το πώς ξοδεύει.

Η ψυχική κόπωση και η κοινωνική απομόνωση θα ενταθούν. Το βλέπουμε ήδη σε μικρές δόσεις: μοναξιά, δυσπιστία, κόπωση απέναντι σε διαδικασίες που απαιτούν συνεχώς νέους κωδικούς, εφαρμογές, ενημερώσεις. Η κατάργηση των μετρητών θα επιταχύνει αυτή την αλλαγή. Δεν θα χαθούν μόνο οι μικρές επιχειρήσεις· θα χαθεί ένα ολόκληρο πολιτισμικό υπόβαθρο.

Και όλα αυτά σε μια εποχή όπου οι παγκόσμιες αγορές βρίσκονται στα πρόθυρα αστάθειας. Σε περίπτωση μεγάλης αναταραχής στις ΗΠΑ, η πτώση του δολαρίου θα συμπαρασύρει ευρώ και αγορές.

Η Ελλάδα, με το τραπεζικό της σύστημα μετέωρο, θα δεχτεί πρώτα τους κραδασμούς: πιθανό πάγωμα καταθέσεων, περιορισμούς αναλήψεων, φόβο και ανασφάλεια που θυμίζουν το 2015. Το ίδιο δίλημμα θα επανεμφανιστεί: υπακοή στο σύστημα ή αντίσταση σε κάτι που μοιάζει αναπόφευκτο;

Η χώρα δεν θα βρεθεί απλώς μπροστά σε μια οικονομική μετάβαση. Θα βρεθεί μπροστά σε μια αλλαγή πολιτισμού. Το τέλος των μετρητών δεν είναι μια τεχνική λεπτομέρεια· είναι η πιο αθόρυβη αλλά βαθιά ανατροπή της καθημερινότητας.

Και σε έναν λαό που κουβαλά μέσα του την έννοια της ελευθερίας, αυτή η ανατροπή μπορεί να αποδειχθεί το πιο δύσκολο μάθημα: ότι η ελευθερία δεν χάνεται με έναν πόλεμο, αλλά με μια «ευκολία» που μας πείθουν να αγκαλιάσουμε.

Κι ενώ όλα αυτά συσσωρεύονται στον ορίζοντα, ο απλός πολίτης ανακαλύπτει μια ακόμη σκληρή αλήθεια: οι τράπεζες στις οποίες εμπιστεύεται τις οικονομίες του δεν είναι ούτε ελληνικές ούτε κρατικές. Είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, συχνά με ξένα κεφάλαια και ξένους μετόχους, που λειτουργούν με μοναδικό γνώμονα το κέρδος. Το κράτος έχει ελάχιστη συμμετοχή: 21% στην Τράπεζα της Ελλάδος, 8,5% στην Εθνική, και μηδενικό ποσοστό στις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες.

Αυτές οι τράπεζες, που διασώζονται συνεχώς με χρήματα των φορολογουμένων, εμφάνισαν το 2024 κέρδη δισεκατομμυρίων. Κι όμως, κανένα κόμμα δεν τολμά να μιλήσει για ίδρυση μιας πραγματικά ελληνικής, κρατικής τράπεζας υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Οικονομικών. Σαν να είναι απαγορευμένη σκέψη.

Μέσα σε αυτή τη δίνη, η επιλογή είναι υπαρξιακή. Θα δεχτούμε τη «σιωπηλή υποταγή» που έρχεται μεταμφιεσμένη σε τεχνολογική πρόοδο; Ή θα σταθούμε απέναντι στη λογική που θέλει την κοινωνία πλήρως ελεγχόμενη, χωρίς μετρητά, χωρίς ανωνυμία, χωρίς την ελευθερία να συναλλάσσεται χωρίς επιτήρηση;

Το ρολόι μετρά αντίστροφα. Και η τελευταία ευκαιρία για αφύπνιση πλησιάζει.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.