Πώς η πανδημία και οι γεωπολιτικές εξελίξεις άλλαξαν το οικονομικό τοπίο
Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, των μετάλλων και της ενέργειας δεν αποτελούν πλέον παροδικό φαινόμενο αλλά μια εδραιωμένη πραγματικότητα, η οποία πλήττει δυσανάλογα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Η εποχή της φθηνής παραγωγής και της σταθερότητας των τιμών, χάρη στην παγκοσμιοποίηση και τη μεταφορά της βιομηχανικής βάσης σε αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό κόστος, δείχνει να ανήκει οριστικά στο παρελθόν.
Η πανδημία ανέτρεψε την παγκόσμια κανονικότητα, απορρυθμίζοντας εφοδιαστικές αλυσίδες και αναδεικνύοντας την ευαλωτότητα ενός συστήματος που είχε επενδύσει στη φθηνή και απρόσκοπτη ροή αγαθών. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι πόλεμοι, με κυριότερο παράδειγμα τη σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά και η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, δημιούργησαν νέα δεδομένα στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος βασικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εργαλειοθήκη των κεντρικών τραπεζών αποδεικνύεται εξαιρετικά περιορισμένη. Δεν μπορούν να παραγάγουν δημητριακά, να εξορύξουν πετρέλαιο ή να κατασκευάσουν νέες ενεργειακές υποδομές. Παρότι μπορούν να ρυθμίσουν την ποσότητα και το κόστος του χρήματος ή να στηρίξουν επιλεκτικά εισοδήματα, το πρόβλημα πλέον δεν είναι η έλλειψη χρήματος αλλά η ανεπαρκής προσφορά αγαθών. Και η ενίσχυση της προσφοράς απαιτεί χρόνο, επενδύσεις και τεχνολογική αναδιάρθρωση – παράγοντες που δεν αποδίδουν άμεσα.
Η άποψη ότι οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις είναι προσωρινές μοιάζει με επικίνδυνη αυταπάτη. Αντίθετα, όλα δείχνουν πως εισερχόμαστε σε μια περίοδο παρατεταμένων υψηλών τιμών, ιδίως σε τομείς όπως η ενέργεια και η διατροφή. Σε αυτή τη νέα συνθήκη, η συζήτηση στρέφεται από τη διαχείριση του προβλήματος στην αναζήτηση ενόχων, χωρίς ωστόσο να δίνονται ουσιαστικές απαντήσεις.
Ο ορισμός του πληθωρισμού αποτελεί καίριο σημείο στην κατανομή της ευθύνης. Αν νοηθεί ως απλώς αύξηση των τιμών, η αιτία αποδίδεται στις αγορές, στις επιχειρήσεις και στις διεθνείς αναταράξεις. Αν όμως θεωρηθεί συνέπεια της υπερβολικής δημιουργίας χρήματος, τότε οι ευθύνες στρέφονται στις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Όπως τόνισε ο Μίλτον Φρίντμαν, «ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Όμως, σε αυτή τη συγκυρία, δεν μπορούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι η άνοδος των τιμών οφείλεται κυρίως στο κόστος και όχι στη νομισματική πολιτική.
Ο πληθωρισμός κόστους που παρατηρούμε σήμερα, βασίζεται στην άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, στην ολιγοπωλιακή φύση πολλών αγορών και στην εξωτερική εξάρτηση των οικονομιών από κρίσιμους πόρους. Η εγχώρια παραγωγή έχει συρρικνωθεί, οι αγροτικοί τομείς έχουν ατονήσει, και σημαντικά πεδία όπως η παραγωγή δημητριακών έχουν εγκαταλειφθεί. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της τιμής στα ανελαστικά είδη πρώτης ανάγκης, με ιδιαίτερα επώδυνες συνέπειες για τα πιο ευάλωτα στρώματα.
Ενδεικτικό είναι ότι, παρότι ο επίσημος πληθωρισμός για τον Σεπτέμβριο του 2025 υποχώρησε στο 1,8%, οι πραγματικές απώλειες στην αγοραστική δύναμη για νοικοκυριά με εισόδημα γύρω στα 1.000 ευρώ μηνιαίως είναι πολλαπλάσιες, λόγω των συνεχιζόμενων αυξήσεων σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση. Ο πληθωρισμός λοιπόν δεν πλήττει όλους το ίδιο — η ανισότητα στην επίδρασή του είναι ξεκάθαρη και οξύνει περαιτέρω τη δυσφορία και την κοινωνική πίεση.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη πραγματικότητα. Το κόστος παραγωγής παραμένει υψηλό, οι πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες, και οι σταθεροί έμμεσοι φόροι σε συνθήκες υψηλών τιμών λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές του προβλήματος. Οι καταναλωτές, όσο και αν θέλουν να αντιδράσουν, δεν έχουν ουσιαστικά εργαλεία να το κάνουν, πέραν της πίεσης για στήριξη ή μεταρρυθμίσεις.
Η αντιμετώπιση του κόστους απαιτεί δομικές αλλαγές. Αυτό σημαίνει αφενός συγκράτηση των παραγωγικών δαπανών, αφετέρου ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, με επενδύσεις και τεχνολογική αναβάθμιση. Πρόκειται για παρεμβάσεις που δεν αποδίδουν άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα μπορούν να περιορίσουν την εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές και να σταθεροποιήσουν τις τιμές.
Το κόστος των επιλογών του παρελθόντος —η απαξίωση της πρωτογενούς παραγωγής, η εξάρτηση από τις εισαγωγές, η εμπιστοσύνη σε έναν παγκοσμιοποιημένο αλλά ευάλωτο μηχανισμό διανομής— αποπληρώνεται σήμερα. Θα αποπληρωθεί είτε με δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη των πολιτών, είτε με διαιώνιση της υπερφορολόγησης για τη χρηματοδότηση αυτής της στήριξης, είτε με χρέος που θα επιβαρύνει τις επόμενες γενιές.
Η αλλαγή δεν θα είναι εύκολη, ούτε γρήγορη. Οι τιμές στην ενέργεια, τη στέγαση και τα τρόφιμα ήρθαν για να μείνουν. Όμως η αντίδραση μπορεί να ξεκινήσει από την αλλαγή νοοτροπίας: από την επαναξιολόγηση του παραγωγικού μας μοντέλου και την αναγνώριση της σημασίας της αυτάρκειας, της τεχνολογικής καινοτομίας και της στρατηγικής προνοητικότητας. Η εποχή του φθηνού χρήματος και της αφθονίας έχει τελειώσει. Το ζητούμενο τώρα είναι αν μπορούμε να αντέξουμε – και κυρίως, αν μπορούμε να αλλάξουμε.