Έρχεται οικονομική καταστροφή και κοινωνική εξέγερση
Θεωρητικά, θα μπορούσαν αντιμετωπίσουν το βάρος του χρέους μέσω της ανάπτυξης ή με τον περιορισμό των δημοσιονομικών τους ελλειμμάτων.
Όμως οι πλουσιότερες χώρες έχουν ένα θλιβερό πρόσφατο ιστορικό όσον αφορά την ανάπτυξη της οικονομίας τους.
Και όπως δείχνει η πτώση του Γάλλου πρωθυπουργού François Bayrou αυτή την εβδομάδα, δεν υπάρχει διάθεση για λιτότητα από τα εκλογικά σώματα και συνεπώς αυτές δεν έχουν πολιτική στήριξη.
Η σειρήνα του πληθωρισμού καλεί τις κυβερνήσεις και καθώς από τα πολιτικά σώματα δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση να στηρίξουν εκλογικά μεταρρυθμίσεις, οι κυβερνήσεις θα κλωτσήσουν… το τενεκαδάκι μπροστά νομισματοποιώντας το χρέος: δηλαδή θα υποτιμήσουν τα νομίσματα προκειμένου να διατηρήσουν τις ελλειμματικές δημόσιες δαπάνες βάζοντας πληθωριστική νάρκη στα θεμέλια των οικονομιών.
Ξέρουμε όμως από την ιστορία που οδηγούν οι κρίσεις υπερπληθωρθσμού – συντρίβουν το πολιτικό σύστημα που τις εξέθρεψε.
Τα αναχώματα κατά των πληθωριστικών πολιτικών ποικίλλουν σε ισχύ, από αδύναμα έως ισχυρά.
Η πιο αδύναμη είναι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Οι κεντρικοί τραπεζίτες συνήθως δεν απολύονται επειδή δεν πετυχαίνουν τον στόχο του πληθωρισμού. Το να διατηρείται σφιχτή νομισματική πολιτική ενέχει μεγαλύτερο επαγγελματικό ρίσκο, όπως έμαθε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Jerome Powell.
Αν και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ είναι θεωρητικά ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, ο πρόεδρος Donald Trump θέλει φθηνό χρήμα και έχει φτάσει στο σημείο να επικρίνει δημόσια τις αποφάσεις του Powell.
Στον δρόμο που άνοιξε ο Trump – Η παγίδα των ομολόγων που συνδέονται με τον πληθωρισμό
Ο Trump ακολουθεί την πεπετημένη
Οι πρόεδροι Lyndon Johnson και Richard Nixon πίεσαν επίσης τους επικεφαλής της κεντρικής τους τράπεζας να χαλαρώσουν την νομισματική πολιτική.
Σε μία θυελλώδη συνάντηση, λέγεται ότι ο Johnson έσπρωξε τον πρόεδρο της Fed William McChesney Martin στον τοίχο.
Ο διάδοχός του, Arthur Burns, δεν αντιστάθηκε στον Nixon και άθελά του απελευθέρωσε τον «Μεγάλο Πληθωρισμό» της δεκαετίας του 1970.
Οι κυβερνήσεις που εκδίδουν ομόλογα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό κάνουν πολύ ισχυρότερη δέσμευση στη σταθερότητα των τιμών.
Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο εξέδωσε τα πρώτα του κρατικά ομόλογα, των οποίων το κεφάλαιο και οι τόκοι ήταν συνδεδεμένα με το επίπεδο τιμών το 1981, ένα έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών σημείωνε: «Ο δανεισμός με τιμαριθμική αναπροσαρμογή επιβάλλει πειθαρχία, καθώς καθίσταται λιγότερο εύκολο για μια κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τον πληθωρισμό ως τρόπο επίλυσης άμεσων δυσκολιών … μόνο μια κυβέρνηση προσηλωμένη στη σταθερή μείωση του πληθωρισμού θα επιθυμούσε να τα εκδώσει».
Σήμερα, σχεδόν το ένα τρίτο των βρετανικών ομολόγων σε κυκλοφορία είναι τα λεγόμενα “linkers” που συνδέονται με τον πληθωρισμό.
Το περιοδικό Spectator σε πρόσγατο άρθρο του ανησυχεί ότι αυτό το βουνό δανεισμού με τιμαριθμική αναπροσαρμογή θα προκαλέσει κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών.
Τον Ιούνιο, η Βρετανία πλήρωσε σχεδόν 11 δισεκατομμύρια λίρες σε τόκους για τέτοια ομόλογα, ποσό που αντιστοιχεί στο 63% του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Η «αναπροσαρμογή» λόγω πληθωρισμού στη ονομαστική αξία των 423 δισ. στερλινών αυτών των ομολόγων έχει προσθέσει 254 δισ. λίρες στο εθνικό χρέος.
Ωστόσο, αυτοί οι φόβοι μάλλον είναι υπερβολικοί – μέχρι να μην είναι!
Τα τελευταία χρόνια, τα ομόλογα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό αντιστοιχούν στο 30% του συνολικού κόστους εξυπηρέτησης, αναλογικά με το μερίδιό τους στο δημόσιο χρέος. Επιπλέον, τα περισσότερα από αυτά φέρουν πολύ χαμηλά κουπόνια.
Για παράδειγμα, το ομόλογο του 2073 είχε εκδοθεί με κουπόνι μόλις 0,125%.
Αν ο πληθωρισμός ξαναπάρει την ανιούσα, η βρετανική κυβέρνηση έχει αρκετές επιλογές για να περιορίσει το κόστος.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αλλάξει τον δείκτη πληθωρισμού που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των πληρωμών. Ήδη έχει κάνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Από το 1981, τα βρετανικά ομόλογα αναφοράς ήταν δεμένα με τον Δείκτη Λιανικών Τιμών (RPI).
Από το 2030, όμως, οι πληρωμές θα συνδέονται με τον δείκτη CPIH, ο οποίος ιστορικά εμφανίζει χαμηλότερες τιμές πληθωρισμού (καθώς αφαιρείται κυρίως η ενέργεια).
Το Γραφείο Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας της Βρετανίας εκτιμά ότι η αλλαγή θα εξοικονομήσει για την κυβέρνηση περίπου 4 δισ. λίρες το 2030.
Τα κέρδη κεφαλαίου και οι πληρωμές που σχετίζονται με τον πληθωρισμό στα συγκεκριμένα ομόλογα απαλλάσσονται σήμερα από φόρο υπεραξίας.
Αυτό το φορολογικό «παραθυράκι» μπορεί να κλείσει.
Η πολιτική διατήρησης επιτοκίων χαμηλότερων του πληθωρισμού, γνωστή ως «χρηματοοικονομική καταστολή» (financial repression, συχνά περιλαμβάνει το κράτος να παίρνει υπό τον έλεγχό του τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις, σύμφωνα με τον στρατηγικό αναλυτή επενδύσεων Russell Napier.
Το Νομοσχέδιο για τα Συνταξιοδοτικά Σχήματα του 2025, που συζητείται τώρα στο Κοινοβούλιο της Βρετανίας, περιέχει μια διάταξη («mandation clause») που δυνητικά επιτρέπει στην κυβέρνηση να κατευθύνει τις ιδιωτικές συνταξιοδοτικές επενδύσεις.
Ο Napier προτείνει ότι αν οι αγορές βρετανικών ομολόγων γίνονταν υποχρεωτικές για τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οι αποδόσεις τόσο των ονομαστικών ομολόγων όσο και των συνδεδεμένων με τον πληθωρισμό θα μπορούσαν να πέσουν.
Οι μνήμες από τον κανόνα του χρυσού
Η σκληρότερη δέσμευση κατά του πληθωρισμού έρχεται όταν η κυβέρνηση παραδίδει τον έλεγχο της «μηχανής εκτύπωσης χρήματος».
Στο παρελθόν οι χώρες το πέτυχαν με την προσχώρηση στον κανόνα του χρυσού.
Η σύνδεση του εγχώριου νομίσματος με ένα ξένο (συνήθως το δολάριο) έχει παρόμοιο αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα είναι ότι υπερβολικά ισχυρές αντιπληθωριστικές δεσμεύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε εθνική χρεοκοπία.
Μετά τον γερμανικό υπερπληθωρισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η χώρα εξέδωσε νέο νόμισμα βασισμένο στον χρυσό, το Rentenmark.
Η οικονομία αναπτύχθηκε για μερικά χρόνια.
Όμως, όταν οι ξένες κεφαλαιακές ροές σταμάτησαν προς το τέλος της δεκαετίας, η Γερμανία βίωσε βαριά αποπληθωριστική κρίση, ακολουθούμενη από τραπεζική κρίση.
Εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού το 1931. Δύο χρόνια αργότερα, η ναζιστική κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών στο εξωτερικό χρέος της χώρας.
Η «Κρίση της Τεκίλα» στο Μεξικό και η Αργεντινή
Οι συνδέσεις των νομισματικών ισοτιμών μπορεί επίσης να γίνουν επικίνδυνε.
Η «Κρίση της Τεκίλα» στο Μεξικό ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1994, μετά από απότομη υποτίμηση του πέσο, το οποίο προηγουμένως ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο. Τα μεγάλα χρέη σε δολάρια, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, έγιναν αβάσταχτα και η οικονομία του Μεξικού κατέρρευσε.
Μια διάσωση που οργανώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απέτρεψε την κρατική χρεοκοπία.
Η Αργεντινή δεν στάθηκε τόσο τυχερή όταν το νόμισμα-δέσμευσή της κατέρρευσε στα τέλη του 2001. Χωρίς παράμβαση από το ΔΝΤ, το Buenos Aires κήρυξε αμέσως στάση πληρωμών.
Η δημιουργία του ευρώ, η ελληνική κρίση και η Γαλλία
Όταν δημιουργήθηκε το ευρώ το 1999, κάποιοι οικονομολόγοι το είδαν ως υποκατάστατο του κανόνα του χρυσού.
Δεν θα μπορούσαν πλέον οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τον πληθωρισμό για να μειώνουν τα χρέη τους.
Η Ελλάδα ανακάλυψε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και χρεοκόπησε λίγα χρόνια αργότερα.
Η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
Η τρέχουσα κατάστασή της παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή της Αργεντινής πριν 25 χρόνια: έλλειψη πολιτικής συναίνεσης για αποκατάσταση δημοσιονομικής τάξης, κοινωνική αναταραχή, μεγάλο εξωτερικό χρέος και αδύναμη οικονομία.
Θα μπορούσε να προκύψει μια νέα ευρωπαϊκή κρίση χρέους;
Ο Γερμανός οικονομολόγος Thomas Mayer του Ινστιτούτου Ερευνών Flossbach von Storch πιστεύει πως όχι, επί του παρόντος.
Όταν εμφανίστηκε το ελληνικό πρόβλημα χρέους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν σε μεγάλο βαθμό παθητικός θεατής.
Αυτό άλλαξε τον Ιούλιο του 2012, όταν ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi υποσχέθηκε ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να κρατήσει ενωμένη την ευρωζώνη. Η κεντρική τράπεζα έγινε ενεργός αγοραστής κρατικών ομολόγων, συγκρατώντας τις αποδόσεις των κρατών-μελών.
Ο Mayer πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα στηρίξει τη Γαλλία.
Η Γερμανία χρειάζεται τη στρατιωτική στήριξη της Γαλλίας απέναντι στη ρωσική απειλή περισσότερο απ’ όσο φοβάται την απώλεια της σταθερότητας των τιμών. Με καγκελάριο τον Friedrich Merz, το γερμανικό «φρένο χρέους» έχει ανασταλεί.
Τα ευρωομόλογα βρίσκονται στον ορίζοντα, λέει ο Mayer.
Το ζήτημα όμως είναι εάν η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να σώσει μια μεγάλη χώρα με τα τρέχοντα εργαλεία χωρίς να πλήξει την αξιοπιστία του ευρώ, και εάν το αναγκατικό μνήμόνιο που θα επιβάλει είναι πολιτικά αποδεκτό.
Συμπερασματικά, πουθενά στον Δυτικό κόσμο δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια που να εμποδίζουν τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τον πληθωρισμό για να μειώσουν το «βουνό του χρέους» τους, με καταστροφικές βέβαια συνέπειες.