Οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ που ξεκινούσαν από χαμηλότερο επίπεδο έχουν αυξήσει τα εισοδήματα τους από 50% ως και 160% σε σύγκριση με το 2010!
Η Eurostat κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση σε ότι αφορά το πραγματικό εισόδημα σε σύγκριση με το 2010!
Αντίθετα, χώρες που ήταν σαφέστατα φτωχότερες από την Ελλάδα το 2010, όχι μόνο ξεπέρασαν την χρηματοπιστωτική κρίση αλλά αύξησαν το πραγματικό τους εισόδημα έως και 160%!
Παραμένουμε 26% φτωχότεροι από ό,τι ήμασταν πριν την κρίση, σε πραγματικούς όρους, αφαιρώντας την επίδραση του πληθωρισμού.
Άλλη μία σοβαρή μέτρηση που δείχνει την καταστροφή που επέφεραν στην χώρα τα τρία εθνοκτόνα Μνημόνια για τα οποία ήταν υπεύθυνες οι κυβερνήσεις του Γ.Παπανδρέου, του Λουκά Παπαδήμου και του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίες τα υπέγραψαν και τα εφάρμοσαν μέχρι κεραίας (και ακόμα περισσότερο).
Μία καταστροφή από την οποία η χώρα ακόμα δεν έχει μπορέσει να ανακάμψει!
Με τέτοιους όρους πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα οι 600.000 Έλληνες που κατέφυγαν στο εξωτερικό για να βρουν εργασία και αξιοπρεπείς απολαβές.
Τα Μνημόνια προκάλεσαν ολοκληρωτική καταστροφή όχι μόνο στην οικονομία αλλά επέφεραν και την κατάρρευση του δημογραφικού ενώ προκάλεσαν και την γεωπολιτική συρρίκνωση της χώρας.
Συγκεκριμένα, το πραγματικό διάμεσο διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα στην Ελλάδα το 2024 ανερχόταν στο 74% του αντίστοιχου εισοδήματος του 2010.
Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση πανευρωπαϊκά. Όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης έχουν αναπληρώσει ή και υπερκεράσει τις απώλειες που υπέστησαν τα εισοδήματα την περίοδο της κρίσης.
Οι δε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, που ξεκινούσαν από χαμηλότερο κατώφλι, έχουν αυξήσει τα εισοδήματα τους από 50% ως και 160% σε σύγκριση με το 2010.
Κατά μέσο όρο την ΕΕ των 27 το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα, σε πραγματκούς όρους, έχει αυξηθεί πάνω από 20% σε σύγκριση με το 2010. Στην Ευρωζώνη έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά σχεδόν κατά 5%.
Ως προς την υλική και κοινωνική στέρηση, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην ΕΕ!
Συγκεκριμένα, η έκθεση της Εurostat αφορά τη «σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση», η οποία είναι μια ακραία μορφή φτώχειας και στην Ελλάδα πλήττει το 14% του πληθυσμού, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (6,4%).
Ένα άτομο διαβιεί σε συνθήκες σοβαρής στέρησης, όταν αδυνατεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον επτά ή περισσότερα από μια λίστα με 13 αγαθά και υπηρεσίες που κρίνονται απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωση.
Αν στερείται πέντε αγαθά και υπηρεσίες, πάλι υποφέρει από υλική και κοινωνική στέρηση, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Ανάμεσα στους δείκτες υλικής και κοινωνικής στέρησης είναι οι δυσκολίες στην πληρωμή ενοικίου, δόσης δανείου πάγιων λογαριασμών και καταναλωτικών δανείων, οι οποίες πλήττουν πάνω από τέσσερα στα δέκα ελληνικά νοικοκυριά (43%) και οχτώ στα δέκα φτωχά νοικοκυριά (78%).
Ακόμα υψηλότερα είναι τα ποσοστά όσων αδυνατούν οικονομικά να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 480 ευρώ ή να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπές (44% και 46% αντίστοιχα).
Η σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες, με διαφορά μίας ποσοστιαίας μονάδας από τους άντρες (14,5 έναντι 13,5%).
Σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού βρίσκονται τα αγόρια ως 17 ετών (14,3%), οι γυναίκες 18-64 ετών (14,8%) και οι γυναίκες άνω των 65 ετών (14,5%).
Στη νέα έκθεση της Εurostat για τις συνθήκες διαβίωσης στην ΕΕ το 2024, που μόλις δημοσιεύθηκε, η Ελλάδα κατέχει μια σειρά αρνητικών διακρίσεων.
Καταρχάς έχουμε το τρίτο χαμηλότερο ισοδύναμο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης στην ΕΕ, μετά τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
Σε έναν χρόνο διολισθήσαμε ακόμα χαμηλότερα στην πανευρωπαϊκή κατάταξη. Το 2023 ήμασταν στην πέμπτη χειρότερη θέση, μπροστά από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, που πλέον μας έχουν ξεπεράσει.
Το διάμεσο διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα στην Ελλάδα ανέρχεται στις 12.436 Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ ή Purchasing Power Standadrs – PPS). Στη Ρουμανία έχει ανέβει στις 13.024 ΙΑΔ και στη Βουλγαρία στις 13.079 ΙΑΔ, παρουσιάζοντας συνεχή και σημαντική βελτίωση.
Το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα μας παραμένει χαμηλότερο από το 60% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το συγκεκριμένο μέγεθος μετράει το διαθέσιμο εισόδημα ανά άτομο προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε νοικοκυριού και επιτρέπει πιο αντικειμενικές συγκρίσεις.
Ένας δείκτης της Εurostat που κάθε χρόνο δίνει αφορμές για ποικίλους σχολιασμούς είναι η υποκειμενική φτώχεια.
Το 66,8% του πληθυσμού στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως φτωχό, έναντι 23% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το ποσοστό αυτό μας κατατάσσει στους υποκειμενικά φτωχότερους της ΕΕ σε μεγάλη απόσταση από τη Βουλγαρία (37,4%).
Οι δε συνταξιούχοι νιώθουν φτωχοί σε ακόμα υψηλότερο ποσοστό (71,4%), αν και αντικειμενικά βρίσκονται σε ελαφρώς καλύτερη μοίρα από τον μέσο όρο.
Τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας στην Ελλάδα λένε πολλά πράγματα σε ότι αφορά την καθημερινότητα του Έλληνα και πως την αντιλαμβάνεται.
Όταν σε πραγματικούς όρους το διάμεσο εισόδημα σήμερα είναι το 74% όσων βγάζαμε το 2010, είναι λογικό να βιώνουμε την απώλεια αγοραστικής δύναμης ως φτώχεια.
Οι μετρήσεις της Eurostat για την υποκειμενική φτώχεια αξιολογούν «το πώς κάθε άτομο αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες του νοικοκυριού να τα βάλει πέρα».
Η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψιν την υλική ευημερία του νοικοκυριού, συμπεριλαμβάνοντας το εισόδημα, τις δαπάνες, τα χρέη και τον πλούτο (περιουσία).
Οι απαντήσεις έχουν έξι κατηγορίες, από το πολύ δύσκολα ως το πολύ εύκολα. Όσοι απαντάνε ότι τα βγάζουν πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία, ανήκουν στους υποκειμενικά φτωχούς.
Υπό αυτή την έννοια, τα ποσοστά συμβαδίζουν απόλυτα με τις αντίστοιχες μετρήσεις του ΙΟΒΕ για την καταναλωτική εμπιστοσύνη, όπου τα έξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν ότι μόλις που τα βγάζουν πέρα και ένα στα δέκα δανείζεται.
Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα βιώνουν τη μεγαλύτερη οικονομική πίεση στην ΕΕ.
Το 86,2% του πληθυσμού αναφέρει ότι αντιμετωπίζει τουλάχιστον κάποια δυσκολία να τα βγάλει πέρα, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (41,6%).
Είναι κάτι το οποίο συνδέεται άμεσα με το υπέρογκο στεγαστικό κόστος (σε σύγκριση με το εισόδημα) και την ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης.