Η Ευρώπη πληρώνει ακριβά το τίμημα της «πράσινης ουτοπίας»

Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) μέχρι τα μέσα του αιώνα αποτελεί έναν από τους πιο φιλόδοξους και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενους στόχους της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής.

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής δεν έχει μείνει χωρίς συνέπειες ή αντιδράσεις. Πολιτικοί, αναλυτές, αλλά και επιστήμονες εκφράζουν ολοένα και περισσότερο την ανησυχία τους, όχι μόνο για το οικονομικό βάρος που μετακυλίεται στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, αλλά και για την επιστημονική βάση επάνω στην οποία στηρίζονται οι αποφάσεις αυτές.

Τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές περιορισμού των εκπομπών CO₂ συνδέθηκαν με σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης και το φυσικό αέριο, και με στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπως τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες. Σύμφωνα με τους επικριτές των πολιτικών αυτών, η αλλαγή αυτή επέφερε τρομακτική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και δημιούργησε σοβαρές πιέσεις στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ειδικά σε περιόδους ενεργειακής αστάθειας ή γεωπολιτικής κρίσης.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ΑΠΕ δεν έχουν ακόμη την απαιτούμενη τεχνολογική ωριμότητα και δυνατότητα αποθήκευσης για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες σύγχρονων βιομηχανικών οικονομιών, με αποτέλεσμα η παραγωγή ενέργειας να γίνεται πιο ακριβή και πιο ασταθής. Την ίδια στιγμή, επισημαίνεται πως το συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ΑΠΕ, από την κατασκευή έως την απόσυρση, δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας.

Επιστημονική αντιπαράθεση και η θέση του IPCC

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών των πολιτικών μηδενικών εκπομπών βασίζεται στις εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ωστόσο, επικριτές υποστηρίζουν ότι η IPCC δεν εκφράζει την πλήρη φάσμα της επιστημονικής γνώσης αλλά τις θέσεις των κυβερνήσεων που την απαρτίζουν.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο διάγραμμα που παρουσίασε ο καθηγητής Michael Mann και που έγινε γνωστό ως το «ραβδί του χόκεϊ», το οποίο εμφάνιζε απότομη άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το διάγραμμα αυτό δέχθηκε επικρίσεις για μεθοδολογικές αστοχίες και, σύμφωνα με δημοσιεύματα, αφαιρέθηκε από μετέπειτα εκθέσεις της IPCC.

Εξίσου αμφιλεγόμενη υπήρξε η υπόθεση των e-mails που διέρρευσαν το 2009 από το Πανεπιστήμιο East Anglia στο Ηνωμένο Βασίλειο, γνωστή και ως “Climategate”. Τα μηνύματα αποκάλυπταν εσωτερική επικοινωνία μεταξύ επιστημόνων, με αναφορές σε επιλεκτική χρήση δεδομένων, που ορισμένοι ερμήνευσαν ως προσπάθεια ενίσχυσης της αφήγησης περί κλιματικής κρίσης και υποτίμησης επιστημονικών φωνών που διαφωνούν.

Διαφωνίες και χρονικές ασυνέπειες στην αύξηση θερμοκρασίας και εκπομπών CO₂

Ένα ακόμη σημείο που προκαλεί αμφιβολίες είναι η χρονική ασυνέπεια μεταξύ της αύξησης των εκπομπών CO₂ και των μεταβολών της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Αναλυτές σημειώνουν ότι, σε περιόδους όπως το 1945–1975 και 1998–2014, η μέση θερμοκρασία της Γης παρουσίασε στασιμότητα ή και μείωση, παρά την παράλληλη αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το φαινόμενο αυτό προκαλεί ερωτήματα ως προς τη γραμμική σύνδεση μεταξύ CO₂ και υπερθέρμανσης του πλανήτη, την οποία προβάλλουν οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί.

Οι διαφωνίες εντός της επιστημονικής κοινότητας δεν εμπόδισαν την ΕΕ και άλλες δυτικές κυβερνήσεις από το να υιοθετήσουν πολιτικές με υψηλό κόστος και σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνεται η περίπτωση της ταινίας «An Inconvenient Truth» του πρώην Αμερικανού αντιπροέδρου Αλ Γκορ, που βραβεύθηκε με Νόμπελ Ειρήνης. Η ταινία αποκλείστηκε από τη χρήση στα βρετανικά σχολεία μετά από δικαστική απόφαση, που ανέφερε την ύπαρξη δεκάδων ανακριβών και μη επιστημονικά τεκμηριωμένων ισχυρισμών.

Οι εξελίξεις θέτουν ενώπιον των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ένα σύνθετο δίλημμα: Πώς μπορούν να συνεχίσουν τις προσπάθειες περιορισμού των εκπομπών χωρίς να προκαλούν κοινωνικές εντάσεις, απώλεια ανταγωνιστικότητας και ενεργειακή φτώχεια;

Ενώ δεν υπάρχει επιστημονική στήριξη τέτοιων περιβαλλοντικών μέτρων, οι κυβερνήσεις αποφασίζουν αυθαίρετα φορτώνοντας στον κόσμο το επαχθές τους κόστος, την απαράδεκτη ακρίβεια και τα οικονομικά αδιέξοδα.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.