Τεράστιες ανισότητες στους μισθούς ακόμη και μεταξύ Πλούσιων Χωρών

Οι μισθοί διαμορφώνονται από σύνθετους και συχνά αλληλεξαρτώμενους παράγοντες: την παραγωγικότητα μιας οικονομίας, το γενικό κόστος διαβίωσης, την αγοραστική δύναμη των πολιτών και τον ρυθμό ανάπτυξης κάθε χώρας.

Παρά τις διαφορές αυτές, θα περίμενε κανείς ότι οι μισθοί μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) —μιας λέσχης κυρίως ανεπτυγμένων οικονομιών— θα ήταν σχετικά συγκλίνουσες. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν το ακριβώς αντίθετο: σε κάποιες περιπτώσεις, οι μέσες αποδοχές διαφέρουν έως και κατά τέσσερις φορές από χώρα σε χώρα.

Το VisualCapitalist δημοσιοποίησε τα πιο πρόσφατα συγκεντρωτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για τους μέσους ετήσιους μισθούς των χωρών-μελών, βάσει των δεδομένων του 2023. Ο υπολογισμός βασίζεται στο συνολικό μισθολογικό κόστος ανά χώρα, διαιρούμενο με τον μέσο αριθμό εργαζομένων σε όρους πλήρους απασχόλησης. Τα ποσά έχουν προσαρμοστεί με βάση την Ισοδυναμία Αγοραστικής Δύναμης (PPP), ώστε να αντανακλούν ρεαλιστικά τις διαφορές στο κόστος ζωής και να επιτρέπουν δίκαιες συγκρίσεις.

Η χώρα που βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης είναι το Λουξεμβούργο, με μέσο ετήσιο μισθό 89.767 δολάρια. Το νούμερο αυτό δεν είναι απλώς υψηλό· είναι εντυπωσιακό και αποκαλυπτικό των μισθολογικών διαφορών που επικρατούν ακόμη και εντός του «κλειστού κλαμπ» των πλουσιότερων κρατών του κόσμου. Η Ελλάδα, παρά το ότι ανήκει στον ίδιο οργανισμό, κατατάσσεται πολύ χαμηλότερα, αντανακλώντας τις δομικές οικονομικές της αδυναμίες και το σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δεν αναδεικνύουν απλώς ποια χώρα πληρώνει περισσότερο. Αποκαλύπτουν και το εύρος των ανισοτήτων που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ χωρών που θεωρητικά ανήκουν στο ίδιο οικονομικό επίπεδο. Οι μισθοί δεν λένε μόνο την ιστορία του σήμερα. Αποτελούν προειδοποιητικό σήμα για την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει το μέλλον, ειδικά σε μια Ευρώπη που καλείται να διατηρήσει κοινωνική συνοχή μέσα σε περιβάλλον μεγάλων αποκλίσεων.

Το Λουξεμβούργο συνεχίζει να επιβεβαιώνει τον τίτλο μιας από τις πλουσιότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο σε επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά και στους πραγματικούς μισθούς των πολιτών του. Με μέσο ετήσιο εισόδημα που φτάνει τα 89.767 δολάρια, κατακτά σταθερά μία από τις κορυφαίες θέσεις παγκοσμίως, δείχνοντας έμπρακτα πώς μια μικρή χώρα μπορεί να εξασφαλίσει υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους εργαζομένους της.

Ένα από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιεί το Λουξεμβούργο για να διατηρεί αυτή την ισορροπία είναι η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, όπως αναφέρει το Luxtoday. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται όταν ο πληθωρισμός υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια και συνεπώς το κόστος ζωής αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτούνται υψηλότερες αποδοχές για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Συνήθως εφαρμόζεται δύο φορές ετησίως, όμως το 2023, υπό την πίεση έντονων πληθωριστικών πιέσεων, πραγματοποιήθηκε τρεις φορές, αποδεικνύοντας την προσαρμοστικότητα του συστήματος στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.

Δίπλα στο Λουξεμβούργο, και η Ισλανδία εμφανίζει εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις σε επίπεδο απολαβών. Με μέσο ετήσιο μισθό 87.421 δολάρια, η χώρα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στον πίνακα του ΟΟΣΑ, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική της έμφασης στην ποιότητα ζωής, την ισχυρή κοινωνική πρόνοια και την προστασία της εργασίας. Οι δύο αυτές χώρες δεν ξεχωρίζουν μόνο για τα ποσά που καταγράφονται στους πίνακες, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο θωρακίζουν την καθημερινότητα των εργαζομένων απέναντι στις απρόβλεπτες συνθήκες μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Καθώς οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται και η αγοραστική δύναμη των πολιτών ενισχύεται, προβλέπεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα ανακάμψει το 2025, δίνοντας ώθηση στην εσωτερική ζήτηση και την ευρύτερη οικονομία. Παράλληλα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις, οι οποίες είχαν περιοριστεί εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών, δείχνουν σημάδια ενίσχυσης, καθώς το κόστος δανεισμού σταθεροποιείται.

Ωστόσο, η θετική εικόνα δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Παρά τα εντυπωσιακά εισοδήματα, η ανεργία σημείωσε άνοδο, φτάνοντας το 3,5% το φθινόπωρο του 2024 σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού. Η αύξηση αυτή δείχνει ότι η αγορά εργασίας παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς και εσωτερικούς κραδασμούς. Ταυτόχρονα, και μάλλον παραδόξως, η χώρα αντιμετωπίζει συνεχιζόμενες ελλείψεις σε ειδικευμένο προσωπικό, κυρίως στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης και της τεχνολογίας, γεγονός που αναδεικνύει μια δομική δυσαρμονία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.

Η Ισλανδία δεν είναι η μόνη με υψηλές επιδόσεις. Στην τρίτη θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ βρίσκεται η Ελβετία, με μέσο ετήσιο μισθό 83.332 δολάρια. Η χώρα διατηρεί σταθερά υψηλά εισοδήματα, στηριζόμενη σε μια προηγμένη και διαφοροποιημένη οικονομία που επενδύει συστηματικά στην καινοτομία, τις υπηρεσίες και τη βιομηχανία αιχμής. Μαζί, οι δύο αυτές χώρες αποτυπώνουν το πρότυπο μιας οικονομικής στρατηγικής που συνδυάζει υψηλές αμοιβές, ανθεκτικότητα στην κρίση και πρόκληση διαχείρισης των νέων απαιτήσεων της σύγχρονης αγοράς εργασίας.

Το τρίτο τρίμηνο του 2024, η οικονομική της ανάπτυξη αυξήθηκε έστω και οριακά — κατά 0,2% — χάρη κυρίως στις εξαγωγές του δυναμικά αναπτυσσόμενου χημικο-φαρμακευτικού τομέα. Η συμβολή αυτού του κλάδου επιβεβαιώνει τη στρατηγική επιλογή της χώρας να επενδύει στην καινοτομία και σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που την καθιστούν λιγότερο ευάλωτη σε διεθνείς διακυμάνσεις.

Παρά την επιβράδυνση που παρατηρείται σε ορισμένους δείκτες, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η αγορά εργασίας της Ελβετίας εξακολουθεί να είναι ανθεκτική, διατηρώντας την απασχόληση σε σταθερά επίπεδα. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές εντάσεις που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο απειλούν να διαταράξουν αυτή τη σταθερότητα. Η πιθανή αύξηση των τιμών βασικών εμπορευμάτων —εξαιτίας κρίσεων ή αναταραχών— ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, ο οποίος αυτή τη στιγμή κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, κοντά στο 1%. Αν το σενάριο αυτό επιβεβαιωθεί, η αγοραστική δύναμη των Ελβετών, παρά τους υψηλούς μισθούς, θα δεχθεί πλήγμα, φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα του κόστους ζωής ακόμα και στις πιο πλούσιες χώρες.

Ακολουθώντας στην τέταρτη θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφουν μέσο ετήσιο μισθό 80.115 δολάρια. Η αμερικανική οικονομία παραμένει από τις πιο ισχυρές και τεχνολογικά προηγμένες παγκοσμίως, ωστόσο αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις: εισοδηματικές ανισότητες, στεγαστική κρίση σε ορισμένες περιοχές και πολιτική αβεβαιότητα που συχνά επηρεάζει τη σταθερότητα των επενδύσεων και τη νομισματική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς για τις δυνατότητες που προσφέρει μια μεγάλη και διαφοροποιημένη οικονομία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να καταγράφουν ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,9% το 2023 και να διατηρείται σε ανοδική τροχιά και στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2024. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία παρέμεινε σταθερή και έντονη, υποβοηθούμενη από τις σημαντικές αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς των Αμερικανών πολιτών. Με μέσο ετήσιο εισόδημα 80.115 δολάρια, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσα στις χώρες με τις υψηλότερες απολαβές στον κόσμο, προσφέροντας αγοραστική ισχύ και ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης.

Ωστόσο, τα θετικά αυτά μεγέθη έρχονται αντιμέτωπα με πιο μετριοπαθείς προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιβραδυνθεί, αγγίζοντας το 2,2% το 2025 και μόλις το 1,6% το 2026. Η επιβράδυνση αυτή αποδίδεται σε κόπωση της καταναλωτικής δυναμικής, πιέσεις από τα επιτόκια και ενδεχόμενες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία που επηρεάζουν τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.

Στην πέμπτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των μέσων ετήσιων μισθών του ΟΟΣΑ βρίσκεται το Βέλγιο, με 73.206 δολάρια. Η χώρα συνδυάζει ισχυρό κοινωνικό κράτος και σταθερή παραγωγική βάση, κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας, των υπηρεσιών και της τεχνολογίας. Παρά τις υψηλές απολαβές, το Βέλγιο αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες: αύξηση του κόστους ζωής, πίεση στις δημόσιες δαπάνες και ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να διατηρήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του οικονομικού του μοντέλου.

Η παγκόσμια επιβράδυνση του εμπορίου, που ξεκίνησε με την πανδημία του Covid-19 και επιδεινώθηκε από τον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ υπό την προεδρία Τραμπ, συνεχίζει να αφήνει έντονο αποτύπωμα στις βελγικές εξαγωγές. Το δεύτερο τρίμηνο του 2024 καταγράφηκε πτώση 2%, υπογραμμίζοντας τη δυσκολία της χώρας να ανακτήσει πλήρως τον εξαγωγικό της ρυθμό. Αν και γίνονται προσπάθειες για αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω τιμολογιακής προσαρμογής, η διαδικασία εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Η ψαλίδα στους μισθούς μεταξύ Βελγίου και των γειτονικών του χωρών —Ολλανδίας, Γερμανίας και Γαλλίας— παραμένει ανοιχτή, δημιουργώντας πρόσθετη πίεση στις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε διασυνοριακό ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Παράλληλα, το ενεργειακό κόστος έχει εξελιχθεί σε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα. Οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν εκτοξευθεί, και εξαιτίας της ευρείας χρήσης συμβολαίων με μεταβλητό επιτόκιο στη βελγική αγορά, οι αυξήσεις αυτές μεταφέρονται άμεσα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η ακρίβεια στην ενέργεια μειώνει την πραγματική αγοραστική δύναμη, ακόμα και σε συνθήκες υψηλών μισθών, και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα του παραγωγικού ιστού.

Στην έκτη θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ ακολουθεί η Νορβηγία με μέσο μισθό 71.972 δολάρια. Η οικονομία της χώρας παραμένει ισχυρή, στηριζόμενη σε ένα συνδυασμό φυσικών πόρων, υψηλής τεχνολογίας και κοινωνικής πολιτικής, ωστόσο και εκεί η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ υψηλών αποδοχών και οικονομικής ανθεκτικότητας αποτελεί συνεχή πρόκληση.

Η Νορβηγία διατηρεί τη θέση της ανάμεσα στις χώρες με τους υψηλότερους μέσους ετήσιους μισθούς, φτάνοντας τα 71.972 δολάρια το 2023, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά το 2024, σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, λειτουργούν ως τόνωση για την ιδιωτική κατανάλωση, ενισχύοντας την εσωτερική ζήτηση σε μια περίοδο παγκόσμιας αβεβαιότητας.

Πίσω όμως από τους σταθερούς οικονομικούς δείκτες κρύβεται μια πρόκληση που βαθαίνει: η έντονη και αυξανόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού. Οι τομείς της υψηλής τεχνολογίας και της υγειονομικής περίθαλψης αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην κάλυψη θέσεων εργασίας, κατάσταση που δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο άμεσο μέλλον. Η Νορβηγία βρίσκεται στη μέση μιας δομικής μεταμόρφωσης – από μια οικονομία που για δεκαετίες βασίστηκε στην εκμετάλλευση των πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε ένα νέο μοντέλο με έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη και την ψηφιακή καινοτομία.

Η μετάβαση αυτή, αν και αναγκαία, απαιτεί υψηλά επίπεδα εξειδίκευσης και συνεπώς δημιουργεί ανισορροπίες στην αγορά εργασίας, οι οποίες επιτείνονται από τη γήρανση του πληθυσμού. Το δημογραφικό βάρος και η τεχνολογική στροφή επιβάλλουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και επενδύσεις στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και την προσέλκυση ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Ακριβώς πίσω από τη Νορβηγία στην κατάταξη των μισθών βρίσκεται η Αυστρία, με μέσο ετήσιο εισόδημα 71.167 δολάρια. Η χώρα συνδυάζει παραδοσιακή βιομηχανική ισχύ με σύγχρονες υπηρεσίες και κοινωνική σταθερότητα, ωστόσο και εκεί η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας εν μέσω διεθνών πιέσεων και τεχνολογικών αλλαγών παραμένει κρίσιμο ζητούμενο.

Η Αυστρία διατηρεί τη θέση της ανάμεσα στις πιο εύρωστες οικονομίες της Ευρώπης, με μέσο ετήσιο μισθό που φτάνει τα 71.167 δολάρια. Η πρόσφατη αύξηση των ονομαστικών μισθών, αποτέλεσμα της καθυστερημένης αντίδρασης στον πληθωρισμό προηγούμενων περιόδων, λειτουργεί ενισχυτικά για τα εισοδήματα των νοικοκυριών και αναμένεται να τονώσει την ιδιωτική κατανάλωση, έστω και μερικώς, μειώνοντας παράλληλα τον ρυθμό αποταμίευσης.

Ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η βελτίωση στους πραγματικούς μισθούς δεν έχει μεταφραστεί σε άμεση κατανάλωση. Το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σημειώθηκε υποχώρηση της κατανάλωσης, καθώς τα νοικοκυριά προτίμησαν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους, ενδεχομένως υπό το βάρος της αβεβαιότητας ή του ενεργειακού κόστους. Παράλληλα, η εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας βρίσκεται σε καθοδική τροχιά από το δεύτερο τρίμηνο του 2023, κυρίως στον τομέα των ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών – μια εξέλιξη που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025, επηρεάζοντας τον βιομηχανικό τομέα.

Η ανεργία παραμένει μεν σε χαμηλά επίπεδα, ωστόσο υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις επιβράδυνσης στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα στη βιομηχανία. Αυτό υποδηλώνει ότι ο παραγωγικός πυρήνας της οικονομίας αρχίζει να δέχεται πιέσεις, γεγονός που θέτει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Στην όγδοη θέση της κατάταξης του ΟΟΣΑ ακολουθεί η Ολλανδία, με μέσο ετήσιο μισθό 70.185 δολάρια. Η ολλανδική οικονομία παραδοσιακά παρουσιάζει υψηλή εξωστρέφεια, προηγμένη τεχνολογική βάση και ισχυρούς θεσμούς, ωστόσο και εκεί οι παγκόσμιες προκλήσεις έχουν αρχίσει να αφήνουν το αποτύπωμά τους στην απασχόληση και την κατανάλωση.

Η Ολλανδία κατέχει την όγδοη θέση στην κατάταξη του ΟΟΣΑ με μέσο ετήσιο μισθό 70.185 δολάρια, ενώ η οικονομία της δείχνει σαφή σημάδια ανάκαμψης μέσα στο 2024. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% το τρίτο τρίμηνο, μετά από άνοδο 1% το προηγούμενο τρίμηνο, με βασικούς μοχλούς την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, αλλά και τις επενδύσεις που επέστρεψαν σε θετική τροχιά.

Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων παίζουν οι αμοιβές που καθορίζονται μέσω συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 6,8% σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο του 2024. Η άνοδος αυτή δεν είναι μόνο ονομαστική· οι πραγματικοί μισθοί έχουν πλέον ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019, αποκαθιστώντας τη δυναμική των νοικοκυριών μετά από χρόνια πιέσεων.

Παρά τη θετική εικόνα, η Ολλανδία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον διαχρονικό της περιορισμό: την εξάρτηση από το διεθνές εμπόριο. Ως μικρή και ανοιχτή οικονομία, η χώρα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικές μεταβολές, όπως γεωπολιτικές εντάσεις, διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και επιβράδυνση των παγκόσμιων αγορών. Το πλεονέκτημά της –η ένταξη στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα– είναι και η βασική της πρόκληση, καθώς κάθε εξωτερικός κραδασμός φτάνει ταχύτατα στο εσωτερικό.

Την ένατη θέση της λίστας καταλαμβάνει η Δανία, με μέσο ετήσιο μισθό 69.525 δολάρια. Η δανέζικη οικονομία, γνωστή για το ισχυρό κράτος πρόνοιας και τις προοδευτικές πολιτικές απασχόλησης, βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με παρόμοιες εξωτερικές προκλήσεις, αν και ξεκινά από ισχυρή θεσμική και κοινωνική βάση.

Η Δανία, με μέσο ετήσιο μισθό 69.525 δολάρια, κατατάσσεται στην ένατη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, διατηρώντας υψηλό επίπεδο αποδοχών σε συνδυασμό με μια σχετικά σταθερή αγορά εργασίας. Το 2024, η ανάπτυξη της παραγωγής βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στον φαρμακευτικό τομέα, που συνεχίζει να αποτελεί βασικό μοχλό της δανέζικης βιομηχανίας, προσφέροντας ανθεκτικότητα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις.

Παρά την ενίσχυση των πραγματικών μισθών, η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών παρέμεινε υποτονική. Οι πολίτες εμφανίζονται επιφυλακτικοί, λόγω των αυξημένων δαπανών για τόκους και της χαμηλής καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Η εικόνα αυτή υποδηλώνει ότι οι υψηλοί μισθοί από μόνοι τους δεν επαρκούν για να επανεκκινήσουν πλήρως την εσωτερική ζήτηση όταν η οικονομική αβεβαιότητα διαχέεται στο κοινωνικό κλίμα.

Την ίδια ώρα, γεωπολιτικές εντάσεις όπως οι παρατεταμένες διαταραχές στη ναυσιπλοΐα μέσω της Ερυθράς Θάλασσας έχουν προκαλέσει προβλήματα στις θαλάσσιες μεταφορές — κρίσιμες για μια ανοιχτή εξαγωγική οικονομία όπως η Δανία. Η αστάθεια αυτή επηρέασε τη μεταβλητότητα του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του 2024. Αρχικές προβλέψεις του ΟΟΣΑ μιλούσαν για ήπια ανάκαμψη στον εμπορικό τομέα την περίοδο 2025–2026, ωστόσο το ενδεχόμενο κλιμάκωσης ενός νέου εμπορικού πολέμου ανατρέπει αυτές τις εκτιμήσεις, προσθέτοντας νέους κινδύνους στο ήδη φορτισμένο εξωτερικό περιβάλλον.

Η Δανία, όπως και πολλές άλλες μικρές προηγμένες οικονομίες, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην εσωτερική σταθερότητα και την εξωτερική αβεβαιότητα, σε μια περίοδο όπου οι μισθοί παραμένουν υψηλοί αλλά η πραγματική ευημερία κρίνεται από πολύ περισσότερα από τα νούμερα στους μισθοδοτικούς πίνακες.

Η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν στον πάτο της παγκόσμιας κατάταξης των μισθών σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα του VisualCapitalist και του ΟΟΣΑ, καταλαμβάνοντας την προτελευταία θέση μεταξύ 35 χωρών-μελών. Ο μέσος ετήσιος μισθός προσαρμοσμένος στην αγοραστική δύναμη εκτιμάται στα 30.238 δολάρια — λίγο πάνω από το Μεξικό. Χωρίς την προσαρμογή, σύμφωνα με το Statista, ο μισθός για το 2023 ανήλθε στα 17.685 ευρώ, οριακά αυξημένος σε σχέση με τα 17.605 ευρώ του 2022. Πρόκειται για διαφορές που, παρά την ονομαστική πρόοδο, δεν συνιστούν πραγματική βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο.

Παράλληλα, το διεθνές σκηνικό επιδεινώνει την κατάσταση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, η παγκόσμια ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί από 3,2% το 2024 σε 3,1% το 2025 και 3,0% το 2026. Οι λόγοι είναι ξεκάθαροι: ενίσχυση των εμπορικών περιορισμών, γεωπολιτική αβεβαιότητα και χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη. Το κλίμα αυτό επηρεάζει αρνητικά τόσο τις επενδύσεις όσο και την κατανάλωση σε παγκόσμιο επίπεδο — πλήττοντας ιδιαίτερα οικονομίες όπως η ελληνική, που εξακολουθούν να παλεύουν για βιώσιμη ανάπτυξη μέσα σε ένα διαρκώς ασταθές διεθνές πλαίσιο.

Σε εγχώριο επίπεδο, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει αύξηση στις συνολικές αμοιβές και στις αποδοχές ανά μισθωτό κατά 5,6% το 2025, ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με το 5,9% του 2024. Αν και πρόκειται για θετική τάση, οι αυξήσεις αυτές ξεκινούν από πολύ χαμηλή βάση και δύσκολα αρκούν για να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητα των εργαζομένων, ιδίως όταν συνοδεύονται από αυξημένες τιμές, υψηλό κόστος στέγασης και επιβαρυμένα φορολογικά βάρη.

Η θέση της Ελλάδας στον πίνακα των μισθών του ΟΟΣΑ δεν είναι απλώς ένας αριθμός· είναι μια ένδειξη των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και των δυσκολιών της να ακολουθήσει τον ρυθμό των πιο εύρωστων οικονομιών του κόσμου. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που επιβραδύνει και σε μια εσωτερική αγορά που προσπαθεί να ξαναβρεί σταθερό βηματισμό, η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της εισοδηματικής ισορροπίας δεν μπορεί να περιμένει.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.