Ανάλυση-καταπέλτης για την Ελλάδα από EKT: Ανοίγουν πάλι οι «μαύρες τρύπες» της οικονομίας – Χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλό χρέος

Βελτίωση, αλλά τα προβλήματα παραμένουν…

Νέο ηχηρό κώδωνα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έκρουσε με ανάλυσή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο στόχαστρο τίθεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εκροή κεφαλαίων, το υψηλό δημόσιο χρέος που δεν έχει μειωθεί (με όρους κεντρικής διοίκησης έχει αυξηθεί) και η χαμηλή παραγωγικότητα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΚΤ, πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ αντιμετώπισαν δημοσιονομικά προβλήματα και οικονομικές πιέσεις κατά τα χρόνια της κρίσης, ιδιαίτερα την περίοδο από το 2010 έως το 2012.
Ορισμένες μάλιστα βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους – την αποπληρωμή του χρέους τους ή την καταβολή μισθών και συντάξεων στον δημόσιο τομέα – καθώς οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονταν, η χρηματοδότηση των κρατών γινόταν ακριβότερη και οι τράπεζες κλονίζονταν.
Στη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος ήταν οι τέσσερις χώρες που επλήγησαν περισσότερο.
Στην περίοδο πριν από την κρίση, οι εθνικές οικονομικές πολιτικές και η ανεπαρκής διακυβέρνηση της ΕΕ επέτρεψαν να επιδεινωθούν τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη. Τι συνέβη;

Ορισμένες κυβερνήσεις διατηρούσαν υπερβολικά υψηλά ελλείμματα, εν μέρει επειδή οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά.

Επιπλέον, αγνόησαν τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και τη συνολική απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Οι στενές σχέσεις μεταξύ τραπεζών και εθνικών κυβερνήσεων συνέβαλαν στις ευπάθειες.
Τελικά, η εμπιστοσύνη ότι αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να ευημερήσουν υπό τις συνθήκες ενός ενιαίου νομίσματος εξανεμίστηκε.
Οι κρίσεις που ακολούθησαν έφεραν σημαντικό οικονομικό κόστος και κοινωνικές δυσκολίες, οι οποίες είχαν τις ρίζες τους στην περίοδο πριν από τα προγράμματα και συνεχίστηκαν κατά τη δύσκολη περίοδο προσαρμογής που ακολούθησε.
Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου ζήτησαν οικονομική βοήθεια και την έλαβαν, κυρίως από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Τα δάνεια χορηγήθηκαν υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες θα εφαρμόσουν βαθιές αλλαγές στις δημόσιες πολιτικές και στον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών τους, προκειμένου να αποκατασταθούν υγιή οικονομικά και χρηματοοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη.
Τα προγράμματα της ΕΕ/ΔΝΤ στόχευαν στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την επίτευξη υψηλότερης και πιο βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ παράλληλα επιχειρούσαν να περιορίσουν το αναπόφευκτο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Αυτό απαιτούσε δημοσιονομική εξυγίανση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, ώστε να επανέλθουν οι οικονομίες σε κατάσταση υγείας και «φόρμας».
Διαρθρωτικές πολιτικές που στηρίζουν την απασχόληση και την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος μπορούν να περιορίσουν την ανάγκη για περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, καθώς και τα συναφή κοινωνικά κόστη.
Οι χώρες που διαθέτουν δικό τους εθνικό νόμισμα θα είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν και να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μειώνοντας τα επιτόκια πολιτικής και υποτιμώντας την ισοτιμία του νομίσματός τους.
Καθώς η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος ανήκουν σε μια νομισματική ένωση, τη ζώνη του ευρώ, δεν έχουν πλέον εθνικό νόμισμα ή επιτόκιο δικό τους και συνεπώς δεν είχαν αυτήν την επιλογή.
Οι εθνικές οικονομίες έπρεπε, επομένως, να προσαρμοστούν εν μέρει μέσω της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή χαμηλότερης αύξησης μισθών και τιμών σε σύγκριση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους και τιμών.

Λοιπόν, πώς τα πήγαν οι τέσσερις χώρες;

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «οι τέσσερις χώρες βίωσαν σοβαρή οικονομική ύφεση με μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας, ακόμη και σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ».
Η κατάρρευση της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ξεκίνησε πολύ πριν συμφωνηθούν και εφαρμοστούν τα προγράμματα.
Και διήρκεσε μέχρι περίπου το 2012-13. Μετά από εκείνο το σημείο καμπής, τα πράγματα βελτιώθηκαν.
Κατά την τελευταία δεκαετία, και οι τέσσερις χώρες ανέκαμψαν εντυπωσιακά, ξεπερνώντας την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ όσον αφορά την οικονομική παραγωγή και τη δημιουργία θέσεων εργασίας (Διάγραμμα 1).
Ωστόσο, δεν ανέκαμψαν όλες εξίσου γρήγορα. Ενώ για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, η ανάκαμψη ξεκίνησε την περίοδο από το 2012 έως το 2014, η ανάκαμψη της Ελλάδας ξεκίνησε αργότερα.
Αυτό συνέβη επειδή η Ελλάδα αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες προκλήσεις, και εν μέρει, επειδή η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους καθυστέρησε.
Οι πολιτικές κρίσεις το 2012 και το 2015 επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση. Ωστόσο, και οι τέσσερις χώρες έχουν παρουσιάσει ισχυρή απόδοση από το 2019 και συνέχισαν να ανακάμπτουν παρά τα σοκ, όπως η πανδημία, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η συνεπακόλουθη αύξηση των τιμών της ενέργειας.
1_940.JPG
Δεύτερον, τι συμβαίνει με το δημόσιο χρέος; Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε, φτάνοντας πάνω από το 100% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες των προγραμμάτων το 2013.
Ωστόσο, εκτός από την Ελλάδα, τα επίπεδα του χρέους άρχισαν να μειώνονται μετά την κρίση, με μοναδική διακοπή το ισχυρό σοκ της πανδημίας το 2020.
Έκτοτε, οι κρατικοί προϋπολογισμοί και στις τέσσερις χώρες έχουν βελτιωθεί.
Η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία μάλιστα κατέγραψαν πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους το 2023.
Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι οι λόγοι δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα μειώνονται σταθερά την επόμενη δεκαετία και στις τέσσερις χώρες.
Αυτό αποτελεί σαφή αντίθεση με τις χώρες EA-9 (Διάγραμμα 2, αριστερά) και βοηθά την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο να θεωρούνται πιο αξιόπιστοι δανειολήπτες στα μάτια των επενδυτών.
Αυτό έχει θετικά αποτελέσματα: αν και οι τέσσερις χώρες εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλότερο επιτόκιο από τις δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν μειωθεί.
Οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών τους ομολόγων έπεσαν κάτω από αυτές των ιταλικών δημόσιων ομολόγων, ενώ οι αποδόσεις της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου βρίσκονται πλέον κάτω από αυτές της Γαλλίας.
Σε όλες τις χώρες, το πραγματικό δημόσιο χρέος ανά κάτοικο είναι τώρα χαμηλότερο από ό,τι το 2019, ενώ οι αυξήσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κατά την ίδια περίοδο ήταν μεγαλύτερες από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ (Διάγραμμα 2, δεξιά).
2_693.JPG
Τρίτον, οι πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων συνέβαλαν στη σταθεροποίηση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ιδιαίτερα, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ενίσχυση του κανονιστικού πλαισίου μετά την οικονομική κρίση αύξησαν την εμπιστοσύνη των πιστωτών προς τις τράπεζες.
Οι τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς τους, τα οποία είχαν φτάσει σε ιστορικά υψηλά κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους.
Αυτό αντικατοπτρίζει βελτιώσεις στην εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, τις προσπάθειες των τραπεζών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και τη μεταφορά επικίνδυνων περιουσιακών στοιχείων σε μη τραπεζικά ιδρύματα.
Αυτές οι αλλαγές ενίσχυσαν τη κεφαλαιακή θέση του χρηματοπιστωτικού τομέα στις τέσσερις χώρες, καθιστώντας τον πιο ανθεκτικό παρά τα αρνητικά σοκ των τελευταίων ετών και τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.

Τέταρτον, οι εξωτερικές ανισορροπίες έχουν μειωθεί. Για να εκτιμήσουμε τη σημασία αυτής της αλλαγής, ας θυμηθούμε την κατάσταση πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Και οι τέσσερις χώρες είχαν χάσει την ανταγωνιστικότητά τους σε τιμές και κόστος (Διάγραμμα 3, αριστερά) και παρουσίαζαν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος (Διάγραμμα 3, δεξιά).
Οι πιστωτές ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τις εξωτερικές χρηματοδοτικές ανάγκες των τεσσάρων χωρών και άρχισαν να αποσύρουν τη χρηματοδότηση.
Σε απάντηση, η Ιρλανδία βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της ταχύτερα από τις άλλες τέσσερις χώρες χάρη στις ευέλικτες οικονομικές δομές της και τη γρήγορη προσαρμογή τιμών και μισθών.
Επίσης, στην Κύπρο και την Ελλάδα, οι κερδισμένες ανταγωνιστικές θέσεις έχουν ξεπεράσει αυτές των περισσότερων άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ από το 2009.
Στην Πορτογαλία, όμως, οι βελτιώσεις ήταν πιο μέτριες και λιγότερο βιώσιμες.
Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών επίσης έχουν βελτιωθεί σημαντικά και είναι πλέον θετικά στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Στην Ελλάδα και την Κύπρο, ωστόσο, έχουν επιδεινωθεί ξανά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας την ευαλωτότητα αυτών των οικονομιών σε πιθανές εκροές ιδιωτικών κεφαλαίων (Διάγραμμα 3, δεξιά).
3_408.JPG
H οικονομική κατάσταση

Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Τα μέτρα πολιτικής που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά από αυτήν συνέβαλαν στη μείωση των ανισορροπιών και οδήγησαν σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και ταχύτερη πτώση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις τέσσερις χώρες και πέρα από αυτές αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις.
Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, οι εξωτερικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να είναι αυξημένες και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι χαμηλή.
Αυτές οι αδυναμίες διαφέρουν μεταξύ των χωρών και ενδέχεται να επιδεινωθούν εν μέσω νέων γεωπολιτικών προκλήσεων, γήρανσης του πληθυσμού και κλιματικής αλλαγής.
Συνεπώς, απαιτούνται σημαντικές διαρθρωτικές πολιτικές προσπάθειες για την περαιτέρω ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και την οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας, καταλήγει η ΕΚΤ.
5_178.JPG
www.bankingnews.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.