Επιδοτήσεις και δάνεια με «υποθήκη» τη νέα γενιά

Ταμείο Ανάκαμψης: Η ελληνική κυβέρνηση ρισκάρει περισσότερο από όλες τις χώρες της Ε.Ε., ενώ διαθέτει «ψίχουλα» για την εκπαίδευση

«Τα γέλια θα βγουν ξινά» λέει ο θυμόσοφος λαός όταν αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία από τη χαρά μπορεί να οδηγήσουν απότομα στη θλίψη. Σε μια τέτοια φάση μοιάζει να βρίσκεται η Ελλάδα με βάση τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των κονδυλίων που ήδη έχει πάρει και των υπολοίπων που έχει λαμβάνειν από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RFF) μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (Τ.Α.).

Από τις δηλώσεις της ευτυχίας της κυβέρνησης, όταν έκλειναν τις σχετικές συμφωνίες στις Βρυξέλλες, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα κληθεί να πληρώσει ξανά τα σπασμένα. Η Ελλάδα έχει λάβει το πιο υψηλό ποσοστό επιδοτήσεων αλλά και δανείων (!) ως προς το ΑΕΠ της σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο κίνδυνος επιπτώσεων στο δημόσιο χρέος είναι ορατός. Την ίδια στιγμή είναι από τις λίγες χώρες που, από τον πακτωλό χρημάτων, διοχετεύει «ψίχουλα» για τη νέα γενιά, αν και το Δημογραφικό αποτελεί το «νούμερο ένα» πρόβλημα.

Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της τελευταίας έκθεσης που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη δημοσιότητα για το RFF, τα 35,9 δισ. ευρώ που έχουν συμφωνηθεί για την Ελλάδα αντιστοιχούν στο 16,32% του ΑΕΠ. Από αυτά, τα 18,2 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 17,7 δισ. ευρώ είναι δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι όσα από αυτά τα… δανεικά (και όχι «αγύριστα») καταφέρει η χώρα να «σπρώξει», όπως όπως, στην αγορά δίνοντας σημαντικά ποσά ακόμη και σε εταιρίες τουρκικών συμφερόντων, όπως αποκάλυψε η «δημοκρατία», θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος προκαλώντας ενδεχομένως σειρά προβλημάτων με «άρωμα» προμνημονιακής περιόδου.

Ακόμη ένα τραγικό συμπέρασμα αφορά την ευρύτερη αξιοποίηση αυτών των κοινοτικών κονδυλίων, τα οποία με τον έναν (συμμετοχή στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό) ή με τον άλλον τρόπο (αύξηση δημόσιου χρέους, άρα λιτότητα) θα τα αποπληρώσουν οι φορολογούμενοι. Τη στιγμή που χώρες ανάλογου, λίγο μικρότερου ή λίγο μεγαλύτερου βεληνεκούς με την Ελλάδα, κατευθύνουν ένα σημαντικό μέρος σε δράσεις για τη νέα γενιά, η κυβέρνηση για τον σκοπό αυτό δίνει «ψίχουλα». Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν, μόλις στο 3,8% εκτιμάται ότι θα ανέλθει το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς των εν λόγω κοινοτικών κονδυλίων σε δράσεις για τους νέους με στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων τους. Η συντριπτική πλειονότητα των κονδυλίων πάει στην πράσινη ανάπτυξη και στον ψηφιακό μετασχηματισμό (στο 44,66% και στο 21,24%, αντίστοιχα κυμαίνεται μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς) με έργα, σε αρκετές περιπτώσεις, αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Η Κύπρος

Η Κύπρος, η οποία συμφώνησε με τις Βρυξέλλες να λάβει από τον RFF 236,67 εκατ. ευρώ από επιδοτήσεις και μόλις 26,04 εκατ. ευρώ από δάνεια προκειμένου να μη βάλει σε περιπέτειες το δημόσιο χρέος της, διοχετεύει για τη νέα γενιά σημαντικούς πόρους. Σύμφωνα με την Κομισιόν, το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς για εκπαίδευση και βελτίωση δεξιοτήτων φτάνει στο 12,21%.

Ανάλογα πράττει και η Πορτογαλία. Η χώρα αυτή, με αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με αυτά της Ελλάδας, συμφώνησε με τις Βρυξέλλες κατά την περίοδο που έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις να λάβει 6,84 δισ. ευρώ από επιδοτήσεις και μόλις 1,65 δισ. ευρώ από δάνεια, ακριβώς για να μην επηρεαστεί δυσμενώς το δημόσιο χρέος της τα επόμενα χρόνια. Από αυτά, σε δράσεις με στόχο τη βελτίωση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων για τους νέους έχει αποφασίσει να κατευθύνει πόρους των οποίων το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς φτάνει στο 12,97%.

Ακόμη και η Βουλγαρία, μια χώρα η οποία σε αρκετούς δείκτες, όπως αυτούς που αναφέρονται στα εισοδήματα, είναι η αμέσως επόμενη από την -προτελευταία στο σύνολο της Ε.Ε.- Ελλάδα, συμφώνησε με τις Βρυξέλλες να λάβει 1,37 δισ. ευρώ από επιδοτήσεις και… μηδέν ευρώ από δάνεια. Και από το ποσό αυτό, το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς σε δράσεις για τη νέα γενιά ανέρχεται στο 11,26%.

Αντίθετη πολιτική ακολούθησαν η Γαλλία και η Γερμανία

Μακριά από τα δάνεια που μπορούσαν να λάβουν από τον RFF έμειναν οι δύο πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία και η Γαλλία, γεγονός ενδεικτικό των κινδύνων που μπορεί να προκαλέσουν στο δημόσιο χρέος μιας χώρας. Από την προσέγγιση αυτή ξέφυγε μόνο η Ιταλία.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Κομισιόν, η Γαλλία έχει συμφωνήσει με τις Βρυξέλλες να λάβει 30,87 δισ. ευρώ από επιδοτήσεις. Αντιθέτως, δεν θέλησε να πάρει ούτε μισό σεντ του ευρώ από τα δάνεια, για να αποφύγει μελλοντικές περιπέτειες. Από το σύνολο των επιδοτήσεων που έχουν εγκριθεί για τη Γαλλία, το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς σε δράσεις για τους νέους φτάνει στο 22,43%.

Ανάλογα δεδομένα επικρατούν στη Γερμανία. Από τον RFF έχει λαμβάνειν συνολικά 6,35 δισ. ευρώ και αυτά προέρχονται μόνο από επιδοτήσεις. Η γερμανική κυβέρνηση είπε «nein» στις Βρυξέλλες και δεν δέχτηκε να πάρει επιπλέον πόρους από δάνεια. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι η Γερμανία ήδη έχει ένα ισχυρό εκπαιδευτικό σύστημα, το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς σε δράσεις για τους νέους φτάνει στο 5,89%.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τη Γαλλία και τη Γερμανία κινήθηκε μόνο η Ιταλία. Συμφώνησε με τις Βρυξέλλες να λάβει 44,67 δισ. ευρώ από επιδοτήσεις και 68,79 δισ. ευρώ από δάνεια. Αν και κατά πολλούς δεν αποκλείεται να έχει βάλει την οικονομία της στον «ντορβά» για τα επόμενα χρόνια, η κυβέρνησή της φαίνεται να προσπαθεί να ξεπεράσει ενδεχόμενες κακοτοπιές επενδύοντας στη βελτίωση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων για τη νέα γενιά της. Το μερίδιο της εκτιμώμενης συνεισφοράς τέτοιων δράσεων από τους κοινοτικούς πόρους θα φτάσει στο 11,12%.

Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.