Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν το χαμηλότερο ωρομίσθιο σε όλη την ΕΕ

Την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα περιγράφει ειδική ανάλυση του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας παίρνουν το χαμηλότερο ωρομίσθιο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ παράλληλα εργάζονται περισσότερες ώρες χωρίς επιπλέον αμοιβή.

Αν και η Ελλάδα εμφανίζεται ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση στην Ευρώπη σε σύγκριση με τον μέσο μισθό ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας.

Σύμφωνα με τον ερευνητή του ΚΕΠΕ, Βλάση Μισσό, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογιζόταν πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ27.

Η Ελλάδα βρισκόταν αυτή την περίοδο μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007/2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική.

Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας.

Έκτοτε η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.

Στην ειδική ανάλυση του ΚΕΠΕ, επισημαίνεται ότι η αύξηση των ωρών εργασίας φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.

Περισσότερες ώρες εργασίας χωρίς επιπλέον αμοιβή

Από το 2020 έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα, δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου.

Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο και παράλληλα τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).

Όπως σημειώνει ο Βλάσης Μισσός, δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας.

Παράλληλα, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009.

Ο ειδικός αναλυτής του ΚΕΠΕ, επισημαίνει ότι το φαινόμενο των φτωχών εργαζόμενων οφείλει να αποτελέσει επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας και να απασχολήσει εντονότερα την κοινή γνώμη ενώ σημειώνει ότι «η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών, θέσεων εργασίας, αποτελεί παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.