Το «κρυφό» έλλειμμα της Ελλάδας

Πίσω από τους πανηγυρισμούς για την ανάπτυξη, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους διεθνείς οίκους και τα ολοένα αυξανόμενα φορολογικά έσοδα κρύβεται ένας τεράστιος αφανής κίνδυνος για την ελληνική οικονομία, τον οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει… κάτω από το χαλί.

Πρόκειται για τα διπλά ελλείμματα, δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που χαρακτηρίζεται ως το «κρυφό» έλλειμμα της χώρας.

Συγκεκριμένα, την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 6,8 δισ. ευρώ, χτυπώντας πολλαπλά καμπανάκια στην ελληνική οικονομία και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε, λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των εξαγωγών και της αύξησης των εισαγωγών. Αξίζει να επισημανθεί πως ιστορικά η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που εν μέρει οδήγησαν και στα καταστροφικά Μνημόνια στα οποία εισήλθε η χώρα μας.

Ωστόσο, την προηγούμενη δεκαετία καταγράφηκαν σταδιακή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, που συνέβαλαν στον περιορισμό του ελλείμματος του ισοζυγίου, από επίπεδα κοντά στο 15% του ΑΕΠ το 2007-2008, σε 1,5% στο τέλος του 2019. Ομως, το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020 και στη συνέχεια ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας ανέκοψαν την πορεία βελτίωσης, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να ανέλθει σε επίπεδα άνω του 6% την περίοδο 2020-2021 και να ξεπεράσει το 10% το 2022, λόγω και της αύξησης των τιμών της ενέργειας.

Κίνδυνος για… περιπέτειες

Η αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δημιουργεί ανησυχία για την πιθανή επιστροφή της χώρας σε καταστάσεις ανάλογες με εκείνες της περιόδου 2007-2008 που οδήγησαν στην κρίση του 2010. Ωστόσο, μια σειρά από χαρακτηριστικά αναδεικνύουν τις διαφορές της παρούσας συγκυρίας με την περίοδο εκείνη, όπως η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών και κόστους από το 2010 και η αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ.

Ομως τα παραπάνω δεν πρέπει να δημιουργούν εφησυχασμό. H περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου απαιτεί την επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας, καθώς και της θέσης των ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών στις ξένες αγορές. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν η αποτελεσματική και η έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων που τίθενται ως ορόσημα για τις εκταμιεύσεις των πόρων αυτών.

Οι ανησυχητικές διαπιστώσεις της Τραπέζης της Ελλάδος

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα καταγράψει μικρή βελτίωση το 2024, αν και σε απόλυτους όρους δεν αναμένεται να βελτιωθεί, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος.

Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη των εγχώριων επενδύσεων, οι οποίες θα ενισχυθούν και από τα έργα που χρηματοδοτούνται από τον RRF, θα οδηγήσει στην αύξηση των εισαγωγών επενδυτικών αγαθών και στην επιβάρυνση του ισοζυγίου αγαθών. Ωστόσο, η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης και η βελτίωση των όρων εμπορίου θα έχουν θετική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Το ισοζύγιο υπηρεσιών αναμένεται να βελτιωθεί το 2024, κυρίως λόγω των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες και δευτερευόντως από θαλάσσιες υπηρεσίες. Οι κύριοι παράγοντες που θα συντελέσουν στην εξέλιξη αυτή είναι η αύξηση των αφίξεων τουριστών, η επέκταση της τουριστικής περιόδου, καθώς και η συνέχιση της δυναμικής που έχει καταγραφεί ήδη στην κρουαζιέρα, μέσω και της επέκτασης των υποδομών για εγχώρια λιμάνια αναχώρησης (home ports). Επίσης, θετική συμβολή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2024 αναμένεται να έχουν οι εισροές από την επιτάχυνση της υλοποίησης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίες θα βελτιώσουν τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παρότι υποχώρησε το 2023, αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδα άνω του 5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, κυρίως εξαιτίας των αυξημένων εισαγωγών που συνδέονται με την υλοποίηση των επενδύσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Ως αποτέλεσμα, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (ΔΕΘ) της χώρας, δηλαδή το συσσωρευμένο χρέος της χώρας προς το εξωτερικό, είναι αρνητική (περίπου στο -141% του ΑΕΠ), σε αντίθεση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό δημόσιο χρέος, οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εγχώριο δανεισμό.

Η υψηλή αρνητική διεθνής επενδυτική θέση της χώρας είναι σημαντικό στοιχείο εξωτερικής χρηματοπιστωτικής ευπάθειας, αποτελώντας δυνητική πηγή κινδύνων. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό χρέος μετριάζονται από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εξωτερικού χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα και έχει πολύ ευνοϊκά χαρακτηριστικά όσον αφορά τους όρους και τη διάρκεια αποπληρωμής του. Παράλληλα, η διάρθρωση της εξωτερικής χρηματοδότησης ήταν λιγότερο ευνοϊκή το 2023 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς υψηλότερο μερίδιο κατείχαν οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και χαμηλότερο μερίδιο οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.