Η Ελλάδα, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών-μελών με κριτήριο τη φορολογική μεταχείριση των γονέων
Το νέο προεκλογικό… παραμύθι εφηύρε προσφάτως η κυβέρνηση για τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας, η οποία λαμβάνει έναν από τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη, πληρώνει ακριβότερα τα βασικά είδη διατροφής σε σύγκριση με άλλες χώρες και βρίσκεται στα τάρταρα της ευρωπαϊκής κατάταξης για την αγοραστική δύναμη και τα οικογενειακά επιδόματα.
Στην πράξη, όμως, τα στοιχεία δείχνουν πως η φορολογία όχι μόνο τιμωρεί, αλλά αποθαρρύνει και τους νέους να δημιουργήσουν οικογένεια, ενώ όσοι έχουν φτιάξει ήδη τη ζωή τους αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στη φορολογική ακρίβεια.
Η Ελλάδα, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών-μελών με κριτήριο τη φορολογική μεταχείριση των γονέων.
Ο συντελεστής κρατήσεων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές περιορίζεται από το 37%, που ισχύει για τον εργένη, μόλις στο 33,7% για τον παντρεμένο με δύο παιδιά, δηλαδή μόλις κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες. Ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται στις εννέα ποσοστιαίες μονάδες και ο μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε. στις 11,4 μονάδες.
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα η διαφορά του εργένη με τον γονέα των δύο παιδιών περιορίζεται στις 3,35 ποσοστιαίες μονάδες, όταν στην Ισπανία φτάνει στις 5 μονάδες, στη Γαλλία στις 7,8 μονάδες, στην Πορτογαλία στις 10,3 μονάδες, στην Ιρλανδία στις 14 μονάδες και στη Γερμανία στις 15 μονάδες.
Χαμηλό αφορολόγητο
Η έκπτωση φόρου εισοδήματος -το λεγόμενο «αφορολόγητο» της φορολογικής κλίμακας- και το επίδομα τέκνων συνιστούν τα δύο βασικά εργαλεία για τη στήριξη των εισοδημάτων των γονέων.
Όπως προκύπτει, όμως, οι πόροι αυτοί δεν εξασφαλίζουν ισχυρή στήριξη είτε λόγω της θέσπισης αυστηρών εισοδηματικών κριτηρίων -με οικογενειακό εισόδημα άνω των 27.000 ευρώ μεικτά στην Ελλάδα χάνεις τελείως και το επίδομα τέκνων- είτε λόγω ανεπαρκούς στόχευσης των μέτρων.
Αρκεί να σημειωθεί ότι η έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος, ακόμη και μετά την αύξηση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση από τις αρχές του χρόνου, ανέρχεται στα 777 ευρώ για τον ανύπαντρο και στα 900 ευρώ γι’ αυτόν που αποκτά το πρώτο του παιδί, κάτι που σημαίνει ότι η φορολογική ενίσχυση για την απόκτηση του πρώτου παιδιού είναι μόλις 123 ευρώ σε ετήσια βάση ή 10 ευρώ τον μήνα.
«Ψαλιδίζονται» οι δικαιούχοι στο επίδομα παιδιού
Παράλληλα, τα εισοδηματικά κριτήρια του επιδόματος παιδιού έχουν παραμείνει καθηλωμένα στα προ επταετίας επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι εξαιτίας του πληθωρισμού ολοένα και περισσότεροι γονείς είτε θα υφίστανται μείωση επιδόματος είτε θα έρχονται αντιμέτωποι ακόμα και με την πλήρη διακοπή του.
Τα τελευταία στοιχεία, μάλιστα, πιστοποιούν τα παραπάνω. Οι δικαιούχοι του επιδόματος παιδιού τον Μάιο του 2024 στη χώρα μας ανέρχονται σε 604.293, με το συνολικό κονδύλι να αγγίζει τα 129.634.156 ευρώ ή τα 214,5 ευρώ ανά δικαιούχο.
Τον αντίστοιχο μήνα του 2023 οι δικαιούχοι είναι 60.000 περισσότεροι (664.614). Το κονδύλι άγγιζε τα 152.172.059 ευρώ ή τα 228,9 ευρώ ανά δικαιούχο.
Οι χαμηλοί μισθοί ενισχύουν την υπογεννητικότητα, που πλήττει τη χώρα
Με τον μέσο μεικτό μισθό του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα να διαμορφώνεται στα 1.251 ευρώ ή κοντά στα 18.000 ευρώ σε ετήσια βάση (μαζί με τα δώρα). Ωστόσο, στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. στην Πορτογαλία, που κάποτε είχε χαμηλότερους μισθούς, πλέον ο μέσος μισθός ξεπερνά τα 21.500 ευρώ, στην Ισπανία τα 28.360 ευρώ και στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά οι μέσες αποδοχές ανέρχονται από 50.000 έως 70.000 ευρώ μεικτά σε ετήσια βάση.
Τα στοιχεία δείχνουν δηλαδή πως οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες στην Ελλάδα δεν είναι στοχευμένες στο να δώσουν κίνητρα μείωσης της υπογεννητικότητας, καθώς το αφορολόγητο όριο για όσους έχουν παιδιά δεν είναι υψηλό, ενώ το ασφαλιστικό σύστημα δεν δίνει κίνητρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού (π.χ., επιδότηση εισφορών ανάλογα με τον αριθμό τέκνων).
Είναι χαρακτηριστικό πως ένας εργαζόμενος με δύο παιδιά θα δει τον καθαρό του μισθό να αυξάνεται κατά σχεδόν 1.144 ευρώ τον χρόνο, με βάση τη φορολογική και επιδοματική πολιτική που ασκείται. Αυτό σημαίνει πως (με βάση τον μέσο μισθό) ένας οικογενειάρχης στην Ελλάδα καλείται να ζήσει την οικογένειά του με σχεδόν 1.000-1.200 ευρώ το μήνα, όταν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης τα αντίστοιχα ποσά είναι πολύ υψηλότερα.
Σημειώνεται πως πρόκειται για καθαρά ποσά, τα οποία υπολογίζονται μετά την επιβολή φόρων, ακόμα και αν σε ορισμένες χώρες η φορολόγηση μπορεί να είναι υψηλότερη από την ελληνική.
Η αντίστοιχη αύξηση των καθαρών αποδοχών στον μέσο εργαζόμενο με δύο παιδιά π.χ. στην Αυστρία είναι 10.697 ευρώ τον χρόνο (από τα 35.837 ευρώ του άγαμου στα 46.534 ευρώ), στην Ιρλανδία διαμορφώνεται στα 8.460 ευρώ (από τα 39.616 ευρώ του άγαμου στα 48.076 ευρώ) και στη Γερμανία η αύξηση ξεπερνά τα 10.000 ευρώ σε ετήσια βάση, καθώς ένας εργαζόμενος με παιδιά λαμβάνει μέσο ετήσιο μισθό 44.642 ευρώ από τα 34.438 ευρώ για τον άγαμο.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα κράτη στηρίζουν έμπρακτα τους πολίτες που θέλουν να κάνουν παιδιά, χωρίς να περιορίζονται στα πρώτα έξοδα, όπως το επίδομα γέννησης των 2.400 ευρώ ανά παιδί που έχει εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, ένα ποσό το οποίο αρκεί οριακά για τα έξοδα της γέννας, χωρίς να μένει ούτε ευρώ στην τσέπη των γονέων για την υποστήριξη της οικογένειας.