Σε «αναμμένα κάρβουνα» κάθεται η κυβέρνηση της ΝΔ, καθότι σε λίγες ημέρες αναμένεται να ανακοινωθούν τα στοιχεία της Eurostat σε σχέση με την άνοδο του ΑΕΠ του 2023, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε αναθεωρήσεις του φετινού ρυθμού. Άλλωστε, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που προηγήθηκαν έδειξαν ότι η ανάπτυξη της προηγούμενης χρονιάς άγγιξε το 2%, ενώ η κυβέρνηση προέβλεπε ένα ρυθμό της τάξης του 2,4%. Είναι πέρα από προφανές ότι κάτι τέτοιο δημιουργεί μια αρνητικότερη βάση για φέτος.
Οι συμπληγάδες του Απριλίου
Ο μήνας που διανύουμε είναι κρίσιμος αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς στις 19 Απριλίου η Eurostat θα ανακοινώσει τα στοιχεία για το ΑΕΠ του 2023, στις 22 Απριλίου τα αντίστοιχα για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ στις 30 Απριλίου θα υποβληθεί το Πρόγραμμα Σταθερότητας (έστω και τυπικά όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης από το βήμα της Βουλής), όπου θα καταγραφούν οι ενδεχομένως αναθεωρημένοι στόχοι για το ΑΕΠ για την περίοδο 2025- 2028. Την ίδια ημέρα, η Eurostat αναμένεται να ανακοινώσει τα στοιχεία για το ΑΕΠ των κρατών-μελών για το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Μετά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσχώρησε τόσο η Τράπεζα της Ελλάδας όσο και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στο μπλοκ των οργανισμών που χαμηλώνουν τον πήχη της ανάπτυξης για την Ελλάδα, μέσα στο 2024.
Οι προβλέψεις
Το +2,9% υπάρχει πλέον μόνο στον κρατικό προϋπολογισμό της τρέχουσας χρονιάς. Και μένει να φανεί από εδώ και στο εξής, αν και η κυβέρνηση θα επιμείνει σε αυτό το ποσοστό ή εάν θα αναγκαστεί να αναθεωρήσει, όπως εκτιμούν αρκετοί έγκυροι οικονομλόγοι. Μετά την υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης το 2023 στο 2% έναντι του 2,3% που προβλεπόταν αρχικώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε προσφάτως η ΕΛΣΤΑΤ, η ΤτΕ εκτιμά πλέον ότι εφέτος το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 2,3% , έναντι αρχικής πρόβλεψης για 2,5%.
Το ζήτημα των επενδύσεων
Κλειδί για την πορεία της ανάπτυξης του 2024 είναι το μέγεθος των επενδύσεων και κατά πόσο θα προχωρήσει η απορρόφηση για τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και το ύψος του πληθωρισμού. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί διεθνείς οργανισμοί, και η Κοσμιόν, η πορεία της ελληνικής οικονομίας θα καθοριστεί κατά ένα μεγάλο βαθμό από τη επίτευξη των στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως επίσης και της αύξησης του ανταγωνισμού (σε επίπεδο επιχειρήσεων και μισθών) και τον πληθωρισμό.
Σε αυτό το μέτωπο συντάσσεται και το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής, με βάση την έκθεσή του, την οποία δημοσιοποίησε πριν λίγες ημέρες. Το Γραφείο προχώρησε σε εκτίμηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας για το 2024. Η βασική πρόβλεψη του Γραφείου τοποθετεί τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας στο 2,5% και σε 2,9% για τον πληθωρισμό.
Η εκτίμηση του Γραφείου είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,1% και 2,5%.
Άλλωστε, η προσωρινή εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 δείχνει σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην χειρότερη του αναμενομένου επίδοση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Αν και από υψηλότερη βάση αναφοράς, οι τελευταίες σημείωσαν πτώση κατά 5,7% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2022, ενώ για το έτος συνολικά αυξήθηκαν κατά 4,0%.
Πληθωρισμός και εξαγωγές
Με υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, η ελληνική οικονομία θα έχει απώλειες σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια
α) μείωση εξαγωγών, β) μείωση απασχόλησης, πραγματικών μισθών και ιδιωτικής κατανάλωσης, γ) μείωση επενδύσεων. Το σενάριο αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς καταλήγει σε απώλειες ΑΕΠ κατά περίπου 2,4 δισ. ευρώ – που αντιστοιχεί σε 1,2% του ΑΕΠ – σε ορίζοντα τριετίας.
Πάντως, το γεγονός ότι το εμπορικό έλλειμμα έκανε «άλμα» κατά 18% κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2024, ενώ οι εξαγωγές «έπεσαν» κατά 11,4% ενισχύσουν τις εκτιμήσεις για επί τα χείρω αναθεώρησης του φετινού ρυθμού ανάπτυξης.