Τι και αν η ακρίβεια στα τρόφιμα και σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης παραμένει στα ύψη και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζει να διογκώνεται, όπως συμβαίνει το τελευταίο διάστημα με τις τιμές των καυσίμων, η κυβέρνηση, πέρα από τα ευχολόγια και διάφορα μέτρα που εφαρμόζει εσχάτως και παράγοντες της αγοράς τα θεωρούν ανεπαρκή για να αντιμετωπιστεί το νούμερα ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά, δεν λέει να προχωρήσει στην ενίσχυση των νοικοκυριών με κάποιο έκτακτο έστω επίδομα.
Το φρένο το έβαλε πρόσφατα ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης μετά από προτροπή των αρμόδιων υπουργών του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που από την αρχή έλεγαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ότι «εμείς δεν πρόκειται να ανάψουμε πράσινο φως στη χορήγηση ενός επιδόματος που θα θέσει σε κίνδυνο την ομαλή εκτέλεση του εφετινού προϋπολογισμού και θα δώσει πάτημα στους οίκους αξιολόγησης να βρουν τρωτά σημεία στην ελληνική οικονομία».
Ο οίκος Moody’s
Τελικά, ούτε επίδομα θα δοθεί πριν τις γιορτές του Πάσχα σε κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από την παρατεταμένη ακρίβεια ούτε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s έδωσε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, όπως είχαν πράξει το προηγούμενο διάστημα ο Fitch, η Standard & Poor’s, ο καναδικός οίκος DBRS, ο γερμανικός Scope και ο ιαπωνικός R&I.
Μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έσπευσε να ανακοινώσει μέσω τηλεοπτικής συνέντευξής του ότι δεν θα δώσει αυτό έκτακτο βοήθημα το Πάσχα τρεις ημέρες πριν ανακοινώσει η Moody’s τη «γνωμάτευσή» της για την ελληνική οικονομία όπου δεν προχώρησε σε αλλαγή της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, διατηρώντας την τρέχουσα αξιολόγηση «Ba1». Προφανώς ο κ. Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση της Moody’s ότι δεν θα λάβει κάποιο μέτρο που θα φέρει σε κίνδυνο τον κρατικό προϋπολογισμό σε μία προσπάθεια να μην δώσει «πάτημα» στη Moody’s να κόψει την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο εκ του αποτελέσματος δεν τα κατάφερε.
Οι στόχοι του προϋπολογισμού
Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμούν η επίτευξη των στόχων του εφετινού προϋπολογισμού είναι τόσο σημαντική όσο ήταν πριν μερικά χρόνια η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια.
Όπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας σε κατ΄ ιδίαν συζητήσεις, «υπάρχει μία αδύνατη ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατώτερη του αναμενόμενου για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος. Υπάρχει μία συγκυρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου περιέχει προκλήσεις και ο πληθωρισμός αν και βαίνει μειούμενος εξακολουθεί να προβληματίζει λόγω των τιμών των τροφίμων. Άρα αυτό επηρεάζει και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα. Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες που το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εδώ και αρκετό διάστημα ήταν διστακτικό στην παροχή επιδομάτων που δεν είχαν περιληφθεί στον σχέδιο του προϋπολογισμού».
Επί προσθέτως δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η αναγκαιότητα υποβολής του νέου εθνικού σχεδίου σταθερότητας και ανάπτυξης τον ερχόμενο Σεπτέμβριο με βάση τους νέους κανόνες δημοσιονομικής πολιτικής, οι οποίοι ναι μεν δίνουν ευελιξία στην πραγματοποίηση επενδύσεων και αμυντικών δαπανών αλλά υφίστανται – στο προληπτικό σκέλος τους – ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου να μειώνονται το χρέος και το έλλειμα.
Πάντως, για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και φυσικά για την Ελλάδα ακόμη δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί αυτά τα νούμερα και αυτό γιατί θα βασίζονται στις νέες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίες θα ανακοινωθούν μετά το Μάιο.
Όλα αυτά επηρεάζουν σε εθνικό επίπεδο το δημοσιονομικό χώρο ο οποίος απαιτείται για την διενέργεια έκτακτων παροχών και ο οποίος μέσα σε ένα δυσμενές Ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον δεν θα πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την περαιτέρω μείωση του χρέους και του ελλείματος στην Ελλάδα.
Από την άλλη, αν η ελληνική οικονομία ξεφύγει από τους στόχους των απαιτούμενων πλεονασμάτων, η απόκλιση αυτή θα πρέπει να διορθωθεί με επιπλέον μέτρα είτε αυτά αφορούν την αύξηση των εσόδων είτε τη μείωση των δαπανών.
Εθνικό τετραετές σχέδιο
Πάντως, αν και δεν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι τυπικές διαδικασίες (από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) τα ανωτέρω θα επηρεάσουν την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής από το Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να καταρτίσει εθνικό 4ετές σχέδιο το οποίο θα πρέπει να ακολουθούν οι ετήσιοι προϋπολογισμοί. Κατά συνέπεια αν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου υπάρχουν αποκλίσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού σε σύγκριση με όσα θα προβλέπει το εθνικό σχέδιο σταθερότητας και ανάπτυξης θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα.
Κατά συνέπεια το οικονομικό επιτελείο θέλει να τηρηθούν όλοι οι δημοσιονομικοί κανόνες, να εξακολουθήσει η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα ανάπτυξης πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να μην βρεθεί η χώρα μας στο στόχαστρο των οίκων αξιολόγησης για να μην μπει και πάλι η οικονομία σε περιπέτειες. Ο «σκληρός» οίκος Moody’s εξακολουθεί να μην ανάβει το πράσινο φως της επενδυτικής βαθμίδας και η κυβέρνηση θέλει με κάθε τρόπο να πείσει τους αναλυτές της ότι η ελληνική οικονομία καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις και δεν θα πάρει κάποιο μέτρο που θα κλονίσει αυτή την εικόνα.
Το καμπανάκι
Αξίζει να τονιστεί ότι το καμπανάκι για να μπει φρένο στην όποια παροχολογία έκρουσαν τόσο η ΕΛΣΤΑΤ όσο και η Ευρωπαϊκή με τα στοιχεία για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο για το κλείσιμο του 2023 όσο και για τις προβλέψεις του 2024 και 2025 που απέχουν σημαντικά από όσα αναφέρονται στον προϋπολογισμό που ψήφισε η βουλή στα τέλη του περασμένου έτους. Στοιχεία που έλαβε σοβαρό υπόψη του ο οίκος αξιολόγησης Moody’s.
Mε βάση τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2023 έφτασε στο 2% έναντι πρόβλεψης στον προϋπολογισμό για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά ότι η υψηλή αβεβαιότητα και οι δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον δεν άφησαν ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη, σύμφωνα με τις χειμερινές ενδιάμεσες οικονομικές προβλέψεις που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπεται ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,3% τόσο για το 2024 όσο για το 2025 και το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Νοέμβρη (2,4%) και ελαφρώς προς τα πάνω για το 2025 (2,2% ήταν η πρόβλεψη τον Νοέμβρη). Όμως στον προϋπολογισμό του 2024 το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ανάπτυξη 2,9%.