Ξεκινώντας από το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, υπερέβη τα 14 δις € το 2023, παρά τα αυξημένα τουριστικά μας έσοδα – γεγονός που σημαίνει ότι, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας υποχωρεί, παρά τους χαμηλούς μισθούς, με το διάμεσο (=αυτός με τον οποίο αμείβονται πάνω από το 50% των εργαζομένων), να είναι χαμηλότερος των 1.000 €.
Η άμεση συνέπεια του ελλείμματος αυτού, είναι η άνοδος του εξωτερικού μας χρέους – το οποίο υπερβαίνει ήδη τα 553 δις €. Ήταν δε αποτέλεσμα του εμπορικού μας ελλείμματος, υψηλότερου των 32 δις € – το οποίο μειώνει αντίστοιχα το ΑΕΠ μας που είναι ίσο με την κατανάλωση + επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες + εμπορικό ισοζύγιο (=εξαγωγές μείον εισαγωγές).
Με μισθούς Βουλγαρίας πάντως, στην προτελευταία θέση της ΕΕ και με κόστος διαβίωσης Σουηδίας, καθώς επίσης με το ιδιωτικό χρέος στα 387 δις €, ασφαλώς δεν υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές για την οικονομία μας – η οποία εξαρτάται κυρίως από την κατανάλωση.
Το δεύτερο μεγάλο μειονέκτημα μας είναι τα προβλήματα του τραπεζικού μας συστήματος – όπου οι τράπεζες μπορεί να κέρδισαν σχεδόν 7,5 δις € τη διετία 2022/23, αλλά τα έσοδα τους δεν αποκτήθηκαν με ανάλογους τρόπους, όπως στην ΕΕ. Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα της αισχροκέρδειας, αφενός μεν από την «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων (=η υψηλότερη στην ΕΕ), αφετέρου από τις υπέρογκες προμήθειες που χρεώνουν και της έμμεσης στήριξης τους από την κυβέρνηση, με τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές, με τα POS κοκ.
Εκτός αυτού, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου τους υποχώρησε στο 17,3% από 17,5% και είναι χαμηλότερος από το μέσο ευρωπαϊκό (20%) – ενώ η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους είναι χαμηλή. Επί πλέον, ο αναβαλλόμενος φόρος ύψους 13,4 δις € (=κρυφό χρέος για το δημόσιο), αποτελεί το 51% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τους – οπότε η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη, πόσο μάλλον όταν αρχίσουν να υποχωρούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και το Euribor.
Τα κόκκινα δάνεια δε στους ισολογισμούς τους αυξάνονται ξανά, αφού η οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών τους επιδεινώνεται – με την Ελλάδα να έχει αρνητικό ποσοστό αποταμιεύσεων, στη χειρότερη θέση της ΕΕ. Όσον αφορά τώρα το λόγο χρέους/ΑΕΠ, μειώθηκε μεν, αλλά κυρίως λόγω της κατακόρυφης ανόδου των τιμών και της υπερφορολόγησης μέσω του πληθωρισμού, των Ελλήνων – κάτι που έχει ημερομηνία λήξης.
Το δημόσιο χρέος δε στα 406,5 δις € συνεχίζει να αυξάνεται – ενώ η εξυπηρέτηση του είναι εφικτή μόνο επειδή έχουν παγώσει τα 96 δις € δάνεια του EFSF και τα 25 δις € τόκοι που στην ουσία αποτελούν κρυφό χρέος (μαζί με τις εγγυήσεις του Ηρακλή και τις υπόλοιπες κρατικές).
Συνεχίζοντας, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους από τις αγορές, οι οποίες υπεισέρχονται στη θέση των θεσμικών δανειστών της ΕΕ, αυξάνει τους κινδύνους από τα επιτόκια – ο μέσος όρος των οποίων είναι σταθερά ανοδικός. Επόμενο πρόβλημα οι φυσικές καταστροφές, όπως στον Έβρο και στη Θεσσαλία, οι οποίες αφενός μεν έχουν κόστος για την αντιμετώπιση τους, αφετέρου μειώνουν την εγχώρια παραγωγή – ενώ υπάρχει επί πλέον το κόστος πρόληψης, υπό τις νέες κλιματολογικές συνθήκες.
Αυτό που οφείλει επίσης να επισημάνει κανείς, είναι το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που θα εμφανισθεί το 2032 – όταν την ίδια στιγμή ο προϋπολογισμός μας επιβαρύνεται, από τις δαπάνες χρηματοδότησης της μετάβασης στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης που δρομολόγησε η σημερινή κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, οι άμεσες ξένες επενδύσεις υποχώρησαν κατά 40%, ενώ η αύξηση των επενδύσεων ήταν μόλις 4,1% το 2023, όταν η κυβέρνηση τις προϋπολόγιζε στο 15,5% – κάτι που συνεχίζεται στο 2024, όπου ο πήχης τοποθετείται ξανά πολύ ψηλά.
Λόγω ακριβώς αυτής της αστοχίας που οφείλεται κυρίως στη μειωμένη απορρόφηση των χρημάτων του Ταμείου Ανασυγκρότησης της ΕΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας περιορίσθηκε στο 2% αντί 2,4% που ήταν στον προϋπολογισμό – ενώ η ΤτΕ μείωσε τις προβλέψεις της για το 2024, από 2,5% στο 2,3%. Τέλος, μεγάλο πρόβλημα παραμένει η χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων, από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί, στο 55% του μέσου της Ευρωζώνης – εξαιτίας της μη διεξαγωγής επενδύσεων.
Επίσης το δημογραφικό που έχει σοβαρές συνέπειες τόσο όσον αφορά το ΑΕΠ, όσο και τις συντάξεις – αφού σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούσαν το 2020 μόλις 1,5 εργαζόμενοι, από 1,9 το 2005, με την τάση να επιδεινώνεται.
Εδώ ίσως εντοπίζεται το τραγικότερο νούμερο των μνημονίων: το ότι μέσα σε τρία χρόνια, από το 2009 έως το 2012, ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε σχεδόν κατά 1.000.000 – οι μισοί μακροχρόνια άνεργοι και οι άλλοι μισοί μετανάστες στο εξωτερικό. Εάν συνυπολογίσει κανείς τα μωρά που θα γεννιόντουσαν, αλλά δεν γεννήθηκαν τελικά ποτέ (είτε λόγω ανέχειας, είτε λόγω έλλειψης προοπτικών, είτε λόγω μόνιμης μετανάστευσης που είναι σίγουρα δεκάδες χιλιάδες, για να μην πούμε εκατοντάδες), καθώς επίσης εάν θεωρηθούν ως απώλειες, θα συμπεράνει πως η Ελλάδα βίωσε έναν κανονικό μεγάλο πόλεμο – χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο, αφού η οικονομία μας είναι σήμερα σε πολύ χειρότερη θέση από τότε.
Μπορεί λοιπόν να μην υπάρχουν ερείπια για να μας τον θυμίζουν, αλλά τον θυμόμαστε όλοι – με τις μισές μας οικογένειες η/και παρέες στο εξωτερικό. Φυσικά δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ – ενώ δυστυχώς η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, μας οδηγεί σε ένα ακόμη τέτοιο δράμα, με τα δημογραφικά μας στοιχεία σε ελεύθερη πτώση (=διπλάσιοι οι θάνατοι από τις γεννήσεις).
Εκτός αυτού, εάν δει κανείς το ύψος του εργατικού μας δυναμικού και των απασχολουμένων το 2009 (5.040.725 και 4.478.700) συγκρίνοντας και τους δύο αριθμούς με το 2020 (4.563.271 και 3.817.261), θα κατανοήσει πως είναι ανόητο να υπερηφανεύεται η οποιαδήποτε κυβέρνηση για τη μείωση της ανεργίας ή για τη μη ύπαρξη αρκετών εργαζομένων – πόσο μάλλον με το διάμεσο μηνιαίο μισθό κάτω από τα 1.000 €, με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και με το κόστος διαβίωσης στη στρατόσφαιρα.
Από την άλλη πλευρά, η μια μετά την άλλη βιομηχανία, ελληνική η ξένη, κλείνουν η/και εγκαταλείπουν την Ελλάδα – με αποτέλεσμα η εγχώρια παραγωγή να γίνεται όλο και χαμηλότερη. Λογικά λοιπόν τα ελλείμματα μας θα συνεχίσουν να αυξάνονται, έως ότου χρεοκοπήσουμε ξανά – εάν δεν αλλάξουμε επιτέλους οικονομικό μοντέλο.
Η πρόσφατη πάντως αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας ξεκίνησε με το κλείσιμο του εργοστασίου της ΔΕΛΤΑ στο Πλατύ Ημαθίας, μετά από 45 χρόνια λειτουργίας – όπου παραγόταν το Γάλα Βλάχας εβαπορέ, με την παραγωγή να μεταφέρεται στην Ευρώπη.
Η βιομηχανία είναι πολύ σημαντική για μία χώρα – όσον αφορά τους ποιοτικούς μισθούς, την τεχνογνωσία, την ανταγωνιστικότητα, το εμπορικό ισοζύγιο (το έλλειμμα του το 2023 υπερέβη τα 32 δις €) και φυσικά το βιώσιμο ΑΕΠ – ενώ δυστυχώς δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία ούτε από τη σημερινή κυβέρνηση.
Εάν δεν αλλάξει άμεσα το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας, εάν συνεχίσουμε να στηρίζουμε την οικονομία μας στον τουρισμό (χωρίς κίνητρα σύνδεσης του με την εγχώρια παραγωγή), στις κατασκευές, στο ξεπούλημα και στην κατανάλωση, στο μοντέλο δηλαδή που μας χρεοκόπησε, προφανώς θα χρεοκοπήσουμε ξανά – κάτι που ήδη διαφαίνεται, με ορίζοντα το 2033.
Τέλος, όπως φαίνεται στο γράφημα (πηγή: ENA), στη διάρκεια του 2019 μέχρι και το Α τρίμηνο του 2020, το μερίδιο των κερδών ήταν στο 48%, το μερίδιο των μισθών στο 37% και το μερίδιο του κράτους στο 15%. Στο Β τρίμηνο του 2020, με την έναρξη της πανδημίας, της ύφεσης και των έκτακτων επεκτατικών μέτρων, εμφανίζεται μια απότομη μείωση του μεριδίου του κράτους στο 9%, ενώ μια παράλληλη αύξηση των μεριδίων των κερδών στο 50% και των μισθών στο 41%.
Μέχρι το τέλος του 2021 (η γκρίζα περιοχή στο γράφημα), το μερίδιο του κράτους παρέμεινε σχετικά σταθερό κοντά στο 11%. Όμως, το μερίδιο των κερδών αυξήθηκε στο 53% ενώ το μερίδιο των μισθών μειώθηκε στο 36%. Με απλά λόγια, στη διάρκεια της πανδημίας, οι μισθοί έχασαν περίπου τέσσερις μονάδες ΑΕΠ εκ των οποίων οι τρεις πήγαν στα κέρδη και η μία στο κράτος. Από το Α τρίμηνο του 2022, με την αύξηση των τιμών ενέργειας, του πληθωρισμού και των νέων κρατικών παρεμβάσεων, μέχρι το Γ τρίμηνο του 2023, το μερίδιο των μισθών έχασε άλλες δύο μονάδες ΑΕΠ – κυρίως προς το κράτος.
Στο Γ τρίμηνο του 2023 το μερίδιο των κερδών είναι στο 52,3%, των μισθών στο 34,2% και του κράτους στο 13,5%. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως από το 2019 μέχρι το Γ τρίμηνο του 2023, έχει συντελεστεί μια αξιοσημείωτη αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος – υπέρ των κερδών και εις βάρος των μισθών. Η αναδιανομή αυτή πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις: Η πρώτη στην περίοδο της πανδημίας και η δεύτερη στην περίοδο του πληθωρισμού.
Όπως φαίνεται από την παραπάνω μελέτη, η αναδιανομή των εισοδημάτων των Ελλήνων από τα κάτω προς τα επάνω, από τους φτωχούς στους πλουσίους, συντελέστηκε με τη βοήθεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε πληθωρισμό – επειδή τέτοιου είδους κρίσεις χρησιμοποιούνται πάντοτε ως ευκαιρίες από τις επιχειρήσεις και τις πλουσιότερες τάξεις.
Τα υπόλοιπα που λέει η κυβέρνηση είναι απλά προπαγάνδα – αφού αυτή η αναδιανομή δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ, εάν η κυβέρνηση δεν το επέτρεπε. Με απλά λόγια, η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι αντικείμενο κλοπής και αισχροκέρδειας – από το κράτος μέσω της υπερφορολόγησης, όπου εισπράττει επί πλέον 10 και δίνει 2, από τις τράπεζες, από τα καρτέλ κοκ. Αυτό που μας προξενεί βέβαια εντύπωση είναι πώς το ανέχονται – γιατί δεν αντιδρούν οι Πολίτες, αν όχι για τον εαυτό τους, τουλάχιστον για τα παιδιά τους.
Κλείνοντας, είναι έστω σε καλό σημείο η οικονομία μας; Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο από τους αριθμούς που δεν λένε ποτέ ψέματα – όπως από την εξέλιξη του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος από το 2002 σε αγοραστική αξία, συγκριτικά με άλλες πρώην πάμπτωχες χώρες. Επίσης με αυτές που πέρασαν μνημόνια – όπως η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Ως κατάντημα θεωρούμε το ότι, είναι ακριβώς το ίδιο με την Τουρκία, στα 23.800 € – παρά τον τεράστιο πληθωρισμό στη χώρα και την κατάρρευση του νομίσματος της. Δεν είναι ντροπή μας;