Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το 2023, το έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 7,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκε σε 14,1 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 6,3% (αναμένεται το ύψος του ΑΕΠ). Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2022 το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανήλθε στο 10,3%, το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 13 ετών.
Βεβαίως η αρνητική αυτή εξέλιξη δεν αποτέλεσε ούτε κατ’ ελάχιστον σημείο προβληματισμού στη δημόσια συζήτηση. Προφανώς για να μην χαλάσει η εικόνα του οικονομικού θαύματος που κτίζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα! Επίσης το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου της Ελλάδας, μετά τη μεγάλη διεύρυνση που σημείωσε την 3ετία 2020-2022, βελτιώθηκε το 2023, εντούτοις παρέμεινε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών (- 32,413 δισ. ευρώ) περιορίστηκε, καθώς η μείωση των εισαγωγών υπερέβη αυτή των εξαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές (49,439 δισ. ευρώ) μειώθηκαν κατά 8,0% (4,1% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές (81,853 δισ. ευρώ) κατά 12,3% ( 4,6% σε σταθερές τιμές).
Ειδικότερα τώρα, σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα (34,964 δις ευρώ) παρουσίασαν μείωση κατά 2,7%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές (60,394 δις ευρώ) μειώθηκαν κατά 2,8% ( 6,5% και 4,0% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα). Συνεπώς η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών οφείλεται κατά 90,0%, στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων (μειώθηκε κατά 6,36 δις ευρώ, δεδομένου ότι οι εξαγωγές ανέρχονται σε 14,267 και οι εισαγωγές σε 21,155 δις ευρώ). Επίσης θα πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι οι εξαγωγές καυσίμων αποτελούν το 28,8% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών!
Πλεόνασμα και έλλειμμα ισοζυγίου
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διευρύνθηκε, πρωτίστως λόγω της βελτίωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και δευτερευόντως του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από την επιδείνωση του ισοζυγίου μεταφορών. Σε σχέση με το 2022, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 17,6% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 15,7%, γεγονός που δείχνει ότι παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που ίσχυσαν το 2023, ο ρυθμός της μέσης δαπάνης αυξήθηκε σε μικρότερο ρυθμό από τις αφίξεις.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων επιδεινώθηκε σημαντικά, κατά 4,0 δισ. ευρώ περίπου έναντι του 2022, λόγω της αύξησης των καθαρών πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη περίπου κατά 4,2 δις ευρώ. Οι πληρωμές αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 6,3 δισ. ευρώ! (2022: 6,5 – 2023: 12,8 δισ. ευρώ). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, η αύξηση των μερισμάτων και των κερδών δηλώνει την αύξηση της κερδοφορίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων παρουσίασε πλεόνασμα, έναντι ελλείμματος το 2022, κυρίως λόγω της καταγραφής καθαρών εισπράξεων, έναντι καθαρών πληρωμών, στον τομέα της γενικής κυβέρνησης και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της αύξησης των καθαρών εισπράξεων στους λοιπούς, εκτός της γενικής κυβέρνησης, τομείς της οικονομίας.
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου κεφαλαίων μειώθηκε σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκε σε 2,7 δισ. ευρώ, λόγω της καταγραφής καθαρών πληρωμών, έναντι καθαρών εισπράξεων, στους λοιπούς, εκτός γενικής κυβέρνησης (αντανακλώντας την άνοδο των καθαρών εισπράξεων κυρίως λόγω των εισροών κεφαλαίων από τον RRF) τομείς της οικονομίας.
Οι ανάγκες αναχρηματοδότησης
Το έλλειμμα του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων (το οποίο αντιστοιχεί στις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό) μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2022 (κατά 6,7 δισ. ευρώ) και διαμορφώθηκε σε 11,5 δισ. ευρώ. Παρά την πολυδιαφημισμένη αύξηση των εξαγωγών και την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών (έσοδα από τουρισμό κτλ) η Ελλάδα το 2023 χρειάζεται χρηματοδότηση από το εξωτερικό ύψους 11,5 δισ. ευρώ για να καλύψει τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών και κεφαλαίων.
Ακόμη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ισοδύναμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στην εθνική αποταμίευση και τη συνολική επένδυση (πάγια + μεταβολή αποθεμάτων). Όταν είναι ελλειμματικό, το σύνολο των εισπράξεων υπολείπεται των αντίστοιχων πληρωμών και η εθνική αποταμίευση είναι μικρότερη από τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα η οικονομία να αντλεί κεφάλαια από την αλλοδαπή (π.χ. δανεισμός, ξένες άμεσες επενδύσεις κ.α.) για να καλύψει το κενό (μείωση των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε εγχώριους φορείς).
Αντιθέτως, όταν είναι πλεονασματικό, το σύνολο των εισπράξεων υπερβαίνει τις αντίστοιχες πληρωμές και η εθνική αποταμίευση είναι μεγαλύτερη από τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα η οικονομία να διοχετεύει κεφάλαια προς την αλλοδαπή (αύξηση των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε εγχώριους φορείς). Η ελληνική οικονομία το 2022 είχε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Παραθέτουμε την κατάταξη: Ολλανδία 30,5% Γερμανία 29,4%, Αυστρία 27,6%, Μάλτα 26,8%, Εσθονία 26,3%, Βέλγιο 26,1%, Φινλανδία 24,3%, Ευρωζώνη 24,2%, Σλοβενία 23,5%, Κροατία 23,5%, Γαλλία 22,5%, Ισπανία 22,1%, Λιθουανία 21,4%, Ιταλία 21,2%, Λετονία 21,1%, Πορτογαλία 19,3%, Λουξεμβούργο 18,1%, Σλοβακία 15,7%, Κύπρος 13,5% και Ελλάδα 10,6%. Η χαμηλή αποταμίευση συναρτάται και με τα υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.
Στην κατηγορία των άμεσων επενδύσεων, οι υποχρεώσεις των κατοίκων έναντι του εξωτερικού, που αντιστοιχούν σε άμεσες επενδύσεις μη κατοίκων στην Ελλάδα, καταγράφηκαν ροές ύψους 4,5 δισ. ευρώ, μειωμένες σε σχέση με το 2022 (7,5 δισ. ευρώ). Στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, η αύξηση των υποχρεώσεών τους αντανακλά κυρίως την άνοδο κατά 4,1 δισ. ευρώ των τοποθετήσεων μη κατοίκων σε ελληνικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια και δευτερευόντως την αύξηση κατά 1,5 δισ. ευρώ των τοποθετήσεών τους σε ελληνικές μετοχές. Ενώ στις λοιπές επενδύσεις οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 3,654 δις ευρώ εκ των οποίων τα 3,501 δισ. ευρώ αφορούν σε δάνεια της Γενικής Κυβέρνησης.