Υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ως το πλέον σωστό καπιταλιστικό σύστημα, αυτό της ελεύθερης αγοράς με κοινωνικό πρόσωπο – την «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Η αιτία είναι το ότι, πιστεύουν πως η οικονομία της ελεύθερης αγοράς είναι εγγενώς κοινωνική – με την έννοια πως βοηθάει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, για όλους τους ανθρώπους.
Στο πλαίσιο αυτό, ο «ήρωας» της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, με κοινωνικό πρόσωπο ή μη, είναι ο επιχειρηματίας – αφού, όπως όλοι οι φιλελεύθεροι και οι υποστηρικτές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς γνωρίζουν, είναι αυτός που θέτει το σύστημα σε κίνηση και που το οδηγεί μπροστά. Είναι αυτός που παίρνει ρίσκα, που επενδύει και που υιοθετεί καινοτομίες – δημιουργώντας έτσι νέες ευκαιρίες αποκόμισης εισοδήματος για όλους.
Το αστείο εν προκειμένω είναι πως ακριβώς αυτοί που επωμίζονται οι ίδιοι την οικονομία της αγοράς, οι επιχειρηματίες, καταλαβαίνουν πολύ λιγότερο το ρόλο τους σε μία πολύπλοκη οικονομία – ενώ όλοι γνωρίζουν κάποιον επιτυχημένο επιχειρηματία και κατανοούν με κάθε λεπτομέρεια τις «ηρωικές πράξεις» που τον οδήγησαν στην επιτυχία.
Εν τούτοις, όταν πρόκειται για το εάν και πώς μπορεί το κράτος να βοηθήσει τους επιχειρηματίες σε μία κρίση, όπου αντιμετωπίζουν συλλογικά δυσκολίες, γίνεται σαφές ότι, οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του δόγματος της οικονομίας της αγοράς, γνωρίζουν τα λιγότερα για την οικονομία της αγοράς.
Όλοι πιστεύουν δε πως εάν υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση, το κράτος μπορεί απλά να μειώσει τους εταιρικούς φόρους, να χαλαρώσει τις αποσβέσεις ή να αυξήσει τις επιδοτήσεις (=δημοσιονομικά μέτρα) – οπότε όλα θα πάνε ξανά καλά. Το μοναδικό λοιπόν ερώτημα φαίνεται να είναι από πού θα πάρει αυτά τα χρήματα που χρειάζεται το κράτος, για να «κάνει κάτι για την Οικονομία» – από ποια πηγή.
Θεωρείται λοιπόν πως εάν εύρισκε το κράτος μία τέτοια πηγή, για παράδειγμα ένα μέρος που θα μπορούσε να μειώσει τις υφιστάμενες δαπάνες του χωρίς υπερβολική πολιτική αντίσταση ή να αυξήσει τους φόρους κάπου αλλού, για να παράσχει φορολογικές ελαφρύνσεις στον εταιρικό τομέα, δεν θα υπήρχε καμία αμφιβολία, σχετικά με το ότι, οι εταιρίες θα βοηθιούνταν – οπότε στη συνέχεια θα μπορούσε να τονωθεί ολόκληρη η οικονομία. Πρόκειται όμως για μία λανθασμένη σκέψη – η οποία ως εκ τούτου δεν λειτουργεί.
Η ιδιαιτερότητα των εταιριών
Συνεχίζοντας, δεν λειτουργεί επειδή οι επιχειρήσεις έχουν μία πολύ ιδιαίτερη θέση στην οικονομία της αγοράς – ενώ αυτό ακριβώς εμποδίζει την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, με απλούς υπολογισμούς. Ειδικότερα, οι εταιρίες λαμβάνουν ως εισόδημα, ότι περισσεύει αφού εκπληρωθούν όλες οι συμβατικές τους υποχρεώσεις – των εργαζομένων τους, των προμηθευτών τους και του κράτους.
Το εισόδημα αυτό ονομάζεται «υπολειπόμενο εισόδημα» – ενώ αποτελεί ευλογία και κατάρα μαζί. Δηλαδή, εάν τα κέρδη της εταιρίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των συμβατικών της υποχρεώσεων, θα αναγκασθεί να κηρύξει πτώχευση – ενώ μόνο εάν προκύψουν πολύ περισσότερα έσοδα, από αυτά που αντιστοιχούν στις συμβατικές της υποχρεώσεις, θα έχει κέρδη.
Τα κέρδη της δε προκύπτουν στην ουσία είτε εις βάρος των προμηθευτών της, είτε των εργαζομένων της, είτε του κράτους – εκτός εάν έχει τη δυνατότητα να αισχροκερδήσει εις βάρος των Πολιτών, σε συνεργασία με τους ανταγωνιστές της (καρτέλ, ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς). Κάτι τέτοιο όμως έχει ημερομηνία λήξης – αφού έτσι μειώνεται η αγοραστική αξία των Πολιτών, με αποτέλεσμα να περιορίζουν τις αγορές τους, οπότε το τζίρο των επιχειρήσεων και την κερδοφορία τους.
Το γεγονός αυτό γενικότερα, καθιστά τη διαδικασία περίπλοκη για το κράτος που θέλει να ελαφρύνει το βάρος των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, εάν μειώσει τη φορολογία τους εισπράττοντας 5 δις € λιγότερους φόρους, χρηματοδοτώντας αυτήν την απώλεια φόρων μέσω της μείωσης των χρημάτων που δίνει στους Πολίτες, οι αποδέκτες των λιγότερων αυτών χρημάτων, οι Πολίτες, θα μειώσουν τη ζήτηση για τα προϊόντα των εταιριών κατά ακριβώς 5 δις € – δηλαδή για το ποσόν που έδωσε το κράτος στις επιχειρήσεις.
Έτσι, αφενός μεν δεν είναι αναμενόμενο πως η κατάσταση των εταιριών θα βελτιωθεί συνολικά, αφετέρου οι εταιρίες δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επενδύσουν περισσότερα – επειδή ο τζίρος τους θα είναι χαμηλότερος και τα αποτελέσματα τους χειρότερα από τα αναμενόμενα, λόγω της μειωμένης ζήτησης.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το πού μειώνει το κράτος τις δαπάνες του (για παράδειγμα, όταν μειώνει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ή κλείνει υπηρεσίες και απολύει περιττό προσωπικό, το εισόδημα των Πολιτών συνολικά στην οικονομία μειώνεται) ή ποιους φόρους αυξάνει αλλού για να χρηματοδοτήσει τη μείωση του εταιρικού φόρου, η χρηματοδότηση αυτή έχει πάντοτε άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στις επιχειρήσεις.
Προφανώς τώρα προκύπτει εδώ ότι, το κράτος μπορεί να βελτιώσει την εισοδηματική κατάσταση των επιχειρήσεων, μόνο εάν απέχει από αυτού του είδους τη χρηματοδότηση – από τα «ισοδύναμα μέτρα», όπως έχει συνηθιστεί να αποκαλούνται στην Ελλάδα από την εποχή των μνημονίων, χωρίς να γνωρίζει κανείς πως είναι εγγενώς υφεσιακά.
Δηλαδή, μόνο εάν αντλήσει αυτά τα κεφάλαια δανειζόμενο από τις χρηματαγορές, αυξάνοντας το χρέος του – γεγονός που σημαίνει πως μόνο μέσω ενός υψηλότερου χρέους μπορούν να διατεθούν εκείνα τα χρήματα που δεν μειώνουν το υπόλοιπο εισόδημα αλλού. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος του ότι, μόνο εάν μία οικονομία δανείζεται, μπορεί να επιτύχει την ανάπτυξη της – ή εάν ξεπουλάει τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, όπου όμως χάνει τα κέρδη της από αυτά (μερίσματα, κλπ.), ενώ η συγκεκριμένη διαδικασία έχει ημερομηνία λήξης (όταν ξεπουληθούν τα πάντα).
Ακόμη όμως και να πετύχει το κράτος τη χρηματοδότηση της ελάφρυνσης των επιχειρήσεων μέσω δανεισμού, για να βελτιωθούν πραγματικά οι επενδυτικές συνθήκες, δεν πρέπει να αυξάνονται ταυτόχρονα τα επιτόκια – επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ακυρώσει τη θετική επίδραση της ελάφρυνσης που χρηματοδοτείται από το χρέος για τις εταιρίες.
Η σημασία των επιτοκίων
Περαιτέρω, εάν για παράδειγμα μία (ανεξάρτητη) κεντρική τράπεζα επρόκειτο να αυξήσει τα επιτόκια, επειδή ανησυχούσε για την ευρωστία των οικονομικών του κράτους σε περίπτωση ελάφρυνσης των εταιριών μέσω νέου χρέους, το κράτος θα μπορούσε να αποφύγει την προσπάθεια να ανακουφίσει τις εταιρίες από την αρχή – αφού στην ουσία θα ήταν «δώρο άδωρο». Ως εκ τούτου, μόνο η νομισματική πολιτική μπορεί να προσφέρει ανακούφιση στις εταιρίες – μέσω της περικοπής των επιτοκίων.
Με δεδομένο τώρα το ότι, τουλάχιστον στην Ευρωζώνη η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ένας από τους στόχους της κεντρικής τράπεζας, όπως στις ΗΠΑ, δεν θα ήταν λάθος να εκτιμήσει κανείς πως δεν υπάρχει «συστημικός τρόπος» τόνωσης της οικονομίας για το κράτος – επειδή εξαρτάται πάντοτε από τη συνεργασία με την κεντρική τράπεζα που όμως δεν μπορεί να την απαιτήσει, αφού η ΕΚΤ δεν ανήκει σε κανένα κράτος μέλος.
Εν τούτοις, εάν η κεντρική τράπεζα κρίνει πως είναι απαραίτητο να τονώσει την Οικονομία ελαφρύνοντας τις επιχειρήσεις, μπορεί να το κάνει ανά πάσα στιγμή – μειώνοντας τα επιτόκια και χωρίς να επιβαρυνθεί με επί πλέον κόστος.
Όμως, εάν η κεντρική τράπεζα προσανατολισθεί πάση θυσία στη σταθερότητα των τιμών, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, διατηρώντας τα επιτόκια υψηλά παρά την υποχώρηση του πληθωριστικού κινδύνου (εάν υποθέσουμε πως δεν το κάνει για να στηρίξει τις εμπορικές τράπεζες που σήμερα κερδίζουν τεράστια ποσά από τα υψηλά επιτόκια), το κράτος δεν έχει στην ουσία καμία δυνατότητα τόνωσης της οικονομίας – οπότε δεν υπάρχει λόγος για τέτοιου είδους σκέψεις.
Επομένως απομένει μόνο η δημοσιονομική πολιτική για τη στήριξη της Οικονομίας, όπως στο παράδειγμα των ΗΠΑ και του IRA (ανάλυση) – επίσης της ΕΕ με το Ταμείο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, όσον αφορά όμως τα χρήματα που δεν παρέχονται ως δάνεια με αυστηρές προϋποθέσεις, αλλά ως επιχορηγήσεις.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, το μεγάλο ερώτημα είναι πώς μπορεί να στηρίξει το κράτος την οικονομική ανάπτυξη, σε μία περίοδο κρίσης, όπως είναι η σημερινή (ενεργειακή κρίση, με την κεντρική Ευρώπη σε ύφεση), όταν είναι υπερχρεωμένο – ενώ δεν μπορεί να στηριχθεί από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, λόγω των υψηλών επιτοκίων, όταν η δημοσιονομική μέσω του Ταμείου Ανασυγκρότησης είναι πολύ χαμηλή. Επί πλέον, με σημαντικούς περιορισμούς – αφού πάνω από το 50% είναι υποχρεωτικό να επενδυθεί σε πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις (ήδη διαπιστώνεται στην Ελλάδα μειωμένη απορροφητικότητα εκ μέρους των επιχειρήσεων).
Πολύ περισσότερο όταν, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, έχει χρησιμοποιήσει τον επί πλέον δανεισμό των ετών της πανδημίας, ύψους περί τα 50 δις €, σε μέτρα που δεν ενίσχυσαν την παραγωγή – αλλά τη λανθασμένη απόφαση των lockdowns, με τη στήριξη των επιχειρήσεων που υποχρεώθηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία τους.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη βυθιστεί στην ύφεση, επειδή ο δανεισμός της ήταν με σταθερά χαμηλά επιτόκια, ενώ δεν πληρώνει ακόμη ένα μεγάλο μέρος του – τα περίπου 97 δις € του EFSF που μετατέθηκαν για μετά το 2032, με το πάγωμα των τόκων τους ύψους περί τα 25 δις €. Επί πλέον, ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία που της έχει απομείνει, χρηματοδοτώντας έτσι κάποια δημοσιονομικά μέτρα και πλειστηριάζει την ιδιωτική – οπότε στην ουσία κερδίζει απλά χρόνο.
Εν τούτοις, αφενός μεν ο νέος δανεισμός της, δημόσιος και ιδιωτικός, αφού συνεχίζει να «παράγει» δίδυμα ελλείμματα (=προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), διενεργείται με επιτόκια υψηλότερα του ρυθμού ανάπτυξης της, αφετέρου το ξεπούλημα έχει ημερομηνία λήξης. Όσον αφορά δε τις ξένες επενδύσεις, μειώθηκαν ήδη το 2023 κατά 40% – ενώ ο τουρισμός που σημαίνει ότι, εκμεταλλεύεται την αγοραστική δύναμη των ξένων κρατών, είναι δύσκολο να συνεχίσει να αυξάνεται, αφού τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν πάψει να αναπτύσσονται.
Λογικά λοιπόν η ανάπτυξη της Ελλάδας, η οποία δεν είναι καθόλου υψηλή όσο ακούγεται (περί το 2,4% το 2023, οπότε χαμηλότερη των επιτοκίων δανεισμού), δεν πρόκειται να συνεχισθεί μακροπρόθεσμα – αφού η χώρα, λόγω του μεγάλου δημοσίου χρέους της, δεν μπορεί να δανείζεται για να στηρίξει τις επιχειρήσεις, ενώ τα επιτόκια παραμένουν πολύ υψηλά και ήδη υπερφορολογεί τους Πολίτες της.