Στον κόσμο της Ανατολής, αυτή η «Παρασκευή και 13» έχει γεννήσει τεράστια ανησυχία…
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Rabobank, ο κόσμος έχει συγκλονιστεί από τη βία που άσκησε η Hamas εναντίον άοπλων Ισραηλινών αμάχων.
Οι συγκλονιστικές ιστορίες μωρών που αποκεφαλίστηκαν και κάηκαν από τρομοκράτες προκάλεσαν οργή από πολλές πλευρές, αλλά τα δυτικό-φιλελεύθερα αντανακλαστικά μέχρι στιγμής δεν έχουν αντιδράσει με σαφήνεια.
Το αποτέλεσμα είναι μια εντύπωση απανθρωπιάς ή ηθικής σύγχυσης.
Η ταχύτητα με την οποία τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας έχουν μετατοπίσει το παράθυρο του Overton (είναι το εύρος των πολιτικών που είναι πολιτικά αποδεκτές από τον κύριο πληθυσμό σε μια δεδομένη στιγμή) είναι ιλιγγιώδης.
Την Τετάρτη, ο πρώην διπλωμάτης Henry Kissinger (ο οποίος ο ίδιος διέφυγε από τους Ναζί το 1938) αμφισβήτησε τη σοφία των δυτικών μεταναστευτικών πολιτικών, υποστήριξε ότι «ήταν σοβαρό λάθος να αφήσουμε τόσο πολλούς ανθρώπους με εντελώς διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία και έννοιες» να εισέλθουν στις δυτικές κοινωνίες, ενώ ο ηγέτης της αυστραλιανής αντιπολίτευσης Peter Dutton άσκησε κριτική επειδή είπε ότι οι προσωρινοί κάτοχοι βίζας που συμμετείχαν σε φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις στο Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη πρέπει να απελαθούν.
Δηλώσεις σαν αυτές θα ήταν αδιανόητες μόλις πριν από μια εβδομάδα.
Αυτή την «Παρασκευή και 13» ο πρώην ηγέτης της Χαμάς Khaled Mashaal αποκάλεσε «Παρασκευή της Πλημμύρας του Al-Aqsa».
Αρκετά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν τα σχόλια του Mashaal ως έκκληση για μια «ημέρα παγκόσμιας τζιχάντ», η οποία είναι βέβαιο ότι θα πυροδοτήσει τους φόβους των Δυτικών.
Η είδηση ότι προγραμματίζονται διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων στις δυτικές πόλεις για σήμερα προσφέρουν την άβολη εντύπωση ότι οι διαδηλωτές συμφωνούν με τον Mashaal (ορισμένοι σαφώς συμφωνούν).
Η παρουσία ακαδημαϊκών και φοιτητικών οργανώσεων στις διαδηλώσεις δείχνει φαινομενικά ότι η ηθική διαύγεια που διαφεύγει από τμήματα των μέσων ενημέρωσης διαφεύγει επίσης από τμήματα του ακαδημαϊκού κόσμου που δεν φαίνεται να μπορούν να διακρίνουν την αντιληπτή ορθότητα ενός σκοπού (υποστήριξη προς Παλαιστίνιους πολίτες) από τις λανθασμένες μεθόδους για την επίτευξή του (δολοφονία αθώων).
Η Δύση είναι αντιμέτωπη με μια ευαίσθητη πολιτιστική στιγμή, καθώς προσπαθεί να εξισορροπήσει τις αξίες της μεταπροτεσταντικής φιλελεύθερης ανοχής προς το δικαίωμα διαμαρτυρίας ενάντια στα στοιχεία του αυξανόμενου αντισημιτισμού.
Τι γίνεται αν αυτός ο κύκλος δεν μπορεί να τετραγωνιστεί;
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που ο σκοπός είναι πιο σημαντικός από ποτέ.
Μια επιτροπή που διορίστηκε από το Κογκρέσο χθες πρότεινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι προετοιμασμένες να πολεμήσουν ταυτόχρονα με τη Ρωσία και την Κίνα.
«Περιττό να πούμε» επισημαίνει η Rabobank, «ότι κάτι τέτοιο θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις στην πολεμική ικανότητα των ΗΠΑ, που φέρουν ήδη ένα φορτίο χρέους συγκρίσιμο με το μετα-Παγκόσμιο Πόλεμο και ένα στρατιωτικό βιομηχανικό συγκρότημα που αγωνίζεται με τη βασική διατήρηση των υπαρχουσών δυνατοτήτων».
Έτσι, υπάρχει πρόβλημα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.
Όλοι το αποδέχονται αυτό, αλλά η έλλειψη κοινής αιτίας έχει επίσης δημιουργήσει έλλειψη συναινετικών λύσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ειδικά στην περίπτωση σύγκρουσης Ιράν – Ισραήλ, σύμφωνα με το Bloobmerg Economics, οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εκτιναχθούν στα 150 δολάρια το βαρέλι και ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας να συρρικνωθεί στο 1,7%, πτώση που θα κοστίσει στην παγκόσμια παραγωγή περίπου 1 τρισ. δολάρια.
Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ενδεχομένως να μην μπορέσει να σώσει την κατάσταση εάν το Ιράν αποφασίσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, μέσω των οποίων διέρχεται το 1/5 των ημερήσιων πετρελαϊκών ροών του πλανήτη.
Θα προκαλέσει επίσης μια ακραία τάση αποφυγής του κινδύνου στις χρηματιστηριακές αγορές, ενδεχομένως συγκρίσιμη με αυτήν του 1990.
Τυχόν πετρελαϊκό σοκ θα εκτροχιάσει επίσης την προσπάθεια μείωσης των τιμών – διατηρώντας τον παγκόσμιο πληθωρισμό στο 6,7% το επόμενο έτος
Στον κόσμο της Δύσης
Στον κόσμο της Δύσης, η «Παρασκευή και 13» θεωρείται γρουσούζικη.
Η ημέρα είναι συνυφασμένη με την καταστροφή και το απόλυτο κακό, ενώ έχει εμπνεύσει μια σειρά από ταινίες τρόμου.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές, το δυσοίωνο γεγονός δεν ήταν άλλο από την επική αστάθεια που παρουσίασε η αγορά των ομολόγων μετά τη δημοσίευση της έκθεσης για τον πληθωρισμό του Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ.
Υπενθυμίζεται πως ο πληθωρισμός του Σεπτεμβρίου ενισχύθηκε κατά 0,4% σε σχέση με τον Αύγουστο, τη στιγμή που οι αναλυτές σε έρευνα του Dow Jones ανέμεναν επιτάχυνση κατά 0,3%.
Σε ετήσια βάση, ο δείκτης τιμών καταναλωτή ενισχύθηκαν κατά 3,7%, ενώ οι οικονομολόγοι ανέμεναν επιτάχυνση κατά 3,6%.
Ο δομικός CPI, που εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, αυξήθηκε κατά 0,3% σε σχέση με τον Αύγουστο και κατά 4,1% σε δωδεκάμηνη βάση, όπως αναμενόταν από τους αναλυτές.
Ο ισχυρότερος του αναμενομένου πληθωρισμού προκάλεσε άνοδο στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, με το αμερικανικό δεκαετές να εκτοξεύεται κατά 14 μονάδες βάσης, λίγο κάτω δηλαδή από το 4,7%.
Την ίδια στιγμή, το 30ετές Treasury βίωσε ακόμα πιο σκληρό sell off, με αύξηση στις αποδόσεις έως 19 μονάδες βάσης – πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση ημερησίως από το 2020.
Δεδομένων των ισχυρών δεδομένων για τις θέσεις εργασίας την περασμένη εβδομάδα, η FOMC θα έχει δύσκολο έργο στις επόμενες δύο συναντήσεις
Η σιωπηρή πιθανότητα για αύξηση επιτοκίων πριν από το τέλος του έτους κινήθηκε από το 30% στο 40%, και τα πρακτικά της FOMC, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, υποδηλώνουν ότι η πλειονότητα των αξιωματούχων της Fed με δικαίωμα ψήφου εξακολουθούν να αναμένουν νέα αύξηση φέτος.
Περαιτέρω αυξήσεις της Fed, προφανώς, καθιστούν την προοπτική μιας ομαλής προσγείωσης… απομακρυσμένη.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Rabobank Philip Marey, η ύφεση θα ξεκινήσει το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, και αυτό παρά την άποψη ότι οι αυξανόμενες αποδόσεις θα κάνουν τη δουλειά της Fed, οπότε δεν θα χρειαστεί περαιτέρω νομισματική αυστηροποίηση.
Εν τω μεταξύ, ο Robert Holzmann της ΕΚΤ είπε ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα επιστρέψει στον στόχο του 2%, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει δίχως ύφεση.
Ο Ευρωπαίος policy maker προέβη στο παραπάνω σχόλιο μετά τη δημοσίευση των πρακτικών της ΕΚΤ, στα οποία προβλέπεται άλλη μία επιτοκιακή αύξηση κατά 0,25%.
Πράγματι, σύμφωνα με τη Rabobank, η ύφεση είναι ένα ιδιαίτερα πιθανό ενδεχόμενο – χωρίς, όμως, να βλέπει τις πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρούν.
Δυστυχώς, η επική αστάθεια στην αγορά ομολόγων αντικατοπτρίζεται τώρα στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Ανεξάρτητα από το πόσο τα καταφέρνουν οι κεντρικοί τραπεζίτες να πιλοτάρουν την οικονομία, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των πολιτικών να σχεδιάσουν μια ήπια προσγείωση σε μια έντονα πολωμένη κοινωνία.