Η ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις πιέσεις στις αγορές, αλλά ο τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης έχει ισχυρή κεφαλαιοποίηση και είναι ανθεκτικός, δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, κατά την οποία αποφασίστηκε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης.
«Παρακολουθούμε τις τρέχουσες πιέσεις στις αγορές και είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε με τον δέοντα τρόπο για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη.» Αναφερόμενη στην κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ και στο ζήτημα με την Credit Suisse στην Ευρώπη, η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι «ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι ανθεκτικός, με ισχυρή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη μας είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παράσχει ρευστότητα στο χρηματοοικονομικό σύστημα αν χρειαστεί και να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής». Η ίδια σημείωσε ότι οι πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές, ενώ έχουν ενισχυθεί ιδιαίτερα οι πιέσεις στους μισθούς. Η πρόεδρος της ΕΚΤ διευκρίνισε ωστόσο ότι οι περισσότερες μετρήσεις δείχνουν ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό κινούνται γύρω στο 2%.
Ο στόχος του 2%
«Είμαστε αποφασισμένοι να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στο 2%», υπογράμμισε η Λαγκάρντ, λέγοντας ότι η αποφασιστικότητα της ΕΚΤ δεν πρέπει να αμφισβητείται. «Δεδομένης της αβεβαιότητας που επικρατεί, θεωρήσαμε προτιμότερο να πάρουμε μια απόφαση που πιστεύουμε ότι είναι στιβαρή, με μια αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης και στη συνέχεια να δούμε τι μας λένε τα οικονομικά στοιχεία και να λάβουμε τις αποφάσεις μας με βάση αυτά τα στοιχεία», υποστήριξε.
Η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η απόφαση εγκρίθηκε από μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία αξιωματούχων, με μόνο 3-4 να μην τη στηρίζουν, και όχι επί της αρχής. Η ίδια διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε στο τραπέζι κάποια άλλη πρόταση πέρα από την αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Η Λαγκάρντ επέμεινε ότι η ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις πιέσεις στις αγορές, ότι είναι έτοιμη να επέμβει και ότι ο τραπεζικός τομέας στην Ευρωζώνη είναι ανθεκτικός, έχοντας και κεφάλαια και ρευστότητα.