Η ενεργειακή κρίση, επακόλουθο των κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία έχει ροκανίσει την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων και εξασθενήσει τη Γηραιά Ήπειρο. Ρίχνει όμως κι ένα σκληρό φως στην αποτυχία της φιλελευθεροποίησης της αγοράς του ηλεκτρισμού και, προπαντός, στο πείσμα των κυβερνήσεων να συνεχίσουν την πολιτική αυτή με οποιοδήποτε κόστος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλία, με την παραπλανητική «εθνικοποίηση» του ενεργειακού γίγαντα EDF.
«Η ευρωπαϊκή αγορά δίνει την εντύπωση ότι ζει το τέλος ενός μοντέλου που τέθηκε σε εφαρμογή πριν από είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια». Ο υπεύθυνος για αυτή τη φράση δεν είναι μέλος του κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία (LFI) ούτε και του αγωνιστικού συνδικάτου Sud énergie. Πρόεδρος και γενικός διευθυντής (CEO) της κρατικά ελεγχόμενης εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος Électricité de France (EDF) από το 2014 έως την πρόσφατη αντικατάστασή του, ο Ζαν-Μπερνάρ Λεβί υπήρξε επικεφαλής πολλών πολυεθνικών που φιγουράρουν ανάμεσα στις 40 μεγαλύτερες γαλλικές επιχειρήσεις: Vivendi, Thalès κ.λπ. Κατά την τελευταία ακρόασή του στην Εθνοσυνέλευση, στις 14 Σεπτεμβρίου, ο διακεκριμένος απόφοιτος του Πολυτεχνείου ενταφίασε –αναμφίβολα λίγο εσπευσμένα– τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Προγραμματισμένη από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και εφαρμοσμένη από το 1996, αυτή η δογματική καταστροφή των δημόσιων μονοπωλίων, που διεκπεραιώθηκε γοργά στο όνομα του ιερού και όσιου ανταγωνισμού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη συνενοχή των εθνικών κυβερνήσεων, υποτίθεται ότι θα έφερνε αποδοτικότητα, καινοτομία και χαμηλές τιμές. Όπως είχαν προειδοποιήσει οι λιγοστοί αναλυτές που έχουν αναπτύξει ανοσία στη φιλελεύθερη ορθοδοξία, η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Μέσα σε δέκα χρόνια πριν από την πρόσφατη ενεργειακή κρίση, οι τιμές αυξήθηκαν από τα 120 στα 190 ευρώ ανά μεγαβατώρα (1). Καθώς εξαρτάται από τις συγκυρίες, η άνοδος εντάθηκε από το φθινόπωρο του 2021 και ακόμα περισσότερο μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. «Ευρώπη: εκτοξεύονται οι τιμές στην αγορά ηλεκτρισμού» ήταν ο τίτλος της «Le Monde» στις 26 Αυγούστου. «Τα κόστη διανομής για τις αρχές του 2023 κορυφώθηκαν, αγγίζοντας τα 1.100 ευρώ ανά μεγαβατώρα στη Γαλλία την Παρασκευή. Δέκα φορές περισσότερο σε σχέση με έναν χρόνο πριν», διευκρίνιζε η εφημερίδα. Η εκτίναξη των τιμών πλήττει σκληρά τους φτωχότερους, βεβαιώνει ο Μπερτράν Πραντ, γενικός διευθυντής του φορέα παροχής κοινωνικής στέγασης Seine-Saint-Denis Habitat: «Η αύξηση των τιμολογίων θα προκαλέσει μια άνοδο της τάξης του 600% στις χρεώσεις για τους κοινόχρηστους χώρους. Πολλοί από εμάς πρέπει να επιλέξουμε, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου, εάν θα υπογράψουμε συμβόλαια με εξωφρενικές τιμές, καθώς αυτές εξαρτώνται από τις τιμές της αγοράς. Είναι σαν να στέλνουμε τους οργανισμούς εργατικών κατοικιών (HLM) σε μια χρηματιστηριακή αγορά με τις αξίες στα ύψη και υψηλή αστάθεια για τους ιδιαίτερα ευάλωτους ενοικιαστές».
Παρόλα αυτά, κανένα από τα είκοσι επτά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αμφισβητεί το δόγμα του ανταγωνισμού και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μοιάζει να κινείται σε μια άλλη διάσταση, ερμητικά αποκομμένη από τον πραγματικό κόσμο. Πολύ υπαινικτικά, ο Ζαν-Μπερνάρ Λεβί αναφέρθηκε σε «μια κάποια άρνηση από πλευράς κοινοτικών οργάνων, στην αρχή αυτής της κρίσης».
Το φάντασμα του «Ηρακλή»
Γιατί άραγε η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει να ευνοεί την επιλογή του ανταγωνισμού, με οποιοδήποτε κόστος; Εξάλλου, η θεώρηση ότι η ενέργεια είναι εμπόρευμα και όχι δημόσιο περιουσιακό στοιχείο έχει οδηγήσει τη Γερμανία, και γενικότερα την Ευρώπη, στο χείλος του γκρεμού και προαναγγέλλει στα 450 εκατομμύρια των Ευρωπαίων τουλάχιστον δύο δύσκολους χειμώνες. Αυτό όμως λίγο απασχολεί τους ευρωκράτες. «Το άνοιγμα της αγοράς αυτής στον ανταγωνισμό επιτρέπει τη διατήρηση των χαμηλότερων τιμών μεταξύ των διαφορετικών ανταγωνιστικών τεχνολογιών», μας απαντά η Κομισιόν, επικαλούμενη την ύπαρξη μιας «έκτακτης» κατάστασης που σχετίζεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μπροστά σε μια τέτοια άρνηση, μας έρχεται στον νου το τραγούδι του Πολ Μισρακί «Όλα πάνε πολύ καλά, κυρία Μαρκησία»…
Και όλα πάνε τόσο καλά που δεν τίθεται θέμα αλλαγής πορείας. Οπλισμένη με ακλόνητη πεποίθηση, η γαλλική κυβέρνηση δήλωνε, στις 19 του περασμένου Ιουλίου, την πρόθεσή της να αποκτήσει τον έλεγχο της EDF κατά 100%, έναντι 9,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Να εξαγοράσει το 15,9% του κεφαλαίου που κατέχουν ιδιώτες μέτοχοι, να βγάλει την επιχείρηση από το Χρηματιστήριο, να την παραταΐσει με δημόσιους πόρους και ύστερα να την τεμαχίσει, ξαναπουλώντας την κομμάτι-κομμάτι: το σχέδιο μυρίζει τόσο έντονα φιλελεύθερη ναφθαλίνη της δεκαετίας του 1980 –κοινωνικοποίηση των ζημιών, ιδιωτικοποίηση των κερδών– ώστε χρειάστηκε ένα μικρό φρεσκάρισμα. Έτσι, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, ο οργανισμός ενέργειας θα έχει «την ικανότητα να εκτελέσει με ταχύτερο ρυθμό πολλά έργα αποφασιστικής σημασίας που έχουν εξαγγελθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την ομιλία του στο Μπελφόρ, και κυρίως το πρόγραμμα κατασκευής έξι [πυρηνικών] αντιδραστήρων τεχνολογίας EPR2 έως το 2050». Όταν καταστεί μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης, το κράτος θα μπορεί να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις του με μικρότερο κόστος στις αγορές, χάρη σε μειωμένα επιτόκια.
Αναμεταδίδοντας την κυβερνητική επικοινωνία, τα κυριότερα γαλλικά μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζουν αμέσως την επιχείρηση ως «εθνικοποίηση». Εθνικός γραμματέας της Γαλλικής Συνομοσπονδίας Στελεχών Επιχειρήσεων (CFE-CGC) και υπεύθυνος για την ενέργεια, ο Αλεξάντρ Γκριγιά αμφισβητεί αυτή την ορολογία: «Το κράτος εξαγοράζει τα μερίδια των μειοψηφικών μετόχων, χωρίς να θίγει το καθεστώς της EDF. Εάν η κυβέρνηση ήθελε ξαναδώσει στη Γαλλία την ενεργειακή κυριαρχία της, θα είχε τουλάχιστον μετατρέψει την επιχείρηση σε EPIC [Δημόσιο Ίδρυμα Βιομηχανικού και Εμπορικού Χαρακτήρα]». Όσο για την εθνικοποίηση, η κυβέρνηση «κρατικοποιεί» τον οργανισμό ενέργειας, υπογραμμίζει ο ομοσπονδιακός γραμματέας της Εθνικής Ομοσπονδίας Ορυχείων και Ενέργειας (FNME) της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), Φαμπρίς Κουντούρ: «Μια 100% δημόσια EDF είναι πολύ καλή στα χαρτιά. Ωστόσο, το κράτος θα έχει πλέον την ελευθερία να διαλύσει τον όμιλο χωρίς την υποχρέωση να παρέχει το ελάχιστο πληροφόρησης και διαφάνειας που απαιτεί το χρηματιστηριακό δίκαιο. Θα αρκούσε, για παράδειγμα, να διατυμπανίσει το υψηλό χρέος του ομίλου (68 δισεκατομμύρια ευρώ) ώστε να δικαιολογήσει την πώλησή του μετά από τον τεμαχισμό σε μικρότερες εταιρείες».
Το φάντασμα του σχεδίου αναδιάρθρωσης «Ηρακλή» στοιχειώνει την EDF. Αν και εγκαταλείφθηκε πρόσφατα, το συγκεκριμένο σχέδιο έχει στόχο να διασπάσει τον όμιλο σε πολλούς πόλους. Σύμφωνα με αυτό, ο υπερ-ελλειμματικός πυρηνικός τομέας θα εξακολουθεί να χρηματοδοτείται από τον φορολογούμενο. Πολύ πιο κερδοφόρες, η αιολική και ηλιακή παραγωγή, η εμπορία και η διανομή θα ιδιωτικοποιηθούν (2). Ο Φιλίπ Μπρεν, σοσιαλιστής βουλευτής του νομού της Ερ, έκανε την έρευνά του. Ένα εμπιστευτικό σημείωμα του υπουργείου Οικονομικών αποκαλύπτει το κυβερνητικό σχέδιο της «παύσης περίπου του 30% των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την ενεργειακή μετάβαση». Σύμφωνα με το έγγραφο, «η βραχυπρόθεσμη δρομολόγηση μιας διαδικασίας εξόδου από το Χρηματιστήριο μας επιτρέπει να αποφύγουμε να ξεκινήσουμε από μια αναδιοργάνωση του ομίλου [που] θα έστελνε αρνητικό μήνυμα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, [οι οποίες] δεν θα έχαναν την ευκαιρία να κινητοποιηθούν σθεναρά, όπως είχαν κάνει με τα προγράμματα “Ηρακλής” και “Μεγάλη EDF”» (3). Εξελίξεις που κρίθηκαν «συμβατές με τις προσδοκίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»…
Ενθρονισμένος τον Οκτώβριο, ο νέος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Λυκ Ρεμόν δείχνει να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για την ιδιωτικοποίηση της EDF. Δεν είχε μήπως επιβλέψει, συγκεκριμένα, τη συγχώνευση της εταιρείας Φυσικό Αέριο της Γαλλίας (GDF) με την εταιρεία υδάτων Suez, όταν ήταν σύμβουλος του υπουργού Οικονομικών Τιερί Μπρετόν (4);
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, η EDF εμφάνιζε ένα αρνητικό αποτέλεσμα ύψους 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι κύριοι ιδιώτες ανταγωνιστές της, αντιθέτως, τα πάνε περίφημα. Την ίδια περίοδο, η TotalEnergies συγκέντρωσε κέρδη ύψους 10,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ η Engie «καθάρισε» 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Τον περασμένο Φεβρουάριο, το Γαλλικό Κοινοβούλιο παρέτεινε για δεκαοκτώ χρόνια τη σύμβαση παραχώρησης του υδροηλεκτρικού σταθμού του Ροδανού, χωρίς διαγωνισμό, προς όφελος μιας θυγατρικής του ομίλου Engie. Με την ομοφωνία των κοινοβουλευτικών ομάδων, με την έγκριση της γαλλικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά όχι απαραίτητα για το καλό των καταναλωτών. «Το μεγαλύτερο μερίδιο του εσόδου εισπράχθηκε από το κράτος, υπό μορφή τέλους και φόρου στις εταιρείες, και το υπόλοιπο κρατήθηκε από την ανάδοχη εταιρεία και τους μετόχους της. Κατά συνέπεια η απόδοση των φραγμάτων του Ροδανού δεν ωφελεί πλέον τους καταναλωτές μέσω τιμολογίων που αντανακλούν τα κόστη παραγωγής», επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνήθως παθιασμένα με τα μέτρα για την κατανάλωση και άλλα «σπουδαία σχέδια», τα μέσα ενημέρωσης σχεδόν δεν μετέδωσαν τα όχι και τόσο κολακευτικά συμπεράσματα της έκθεσης αυτής…
Τα εν λόγω μεγαθήρια του γαλλικού καπιταλισμού μπορούν να ευχαριστούν την «κρατική μητέρα». Ένας νόμος, που θεσπίστηκε το 2010, υποχρεώνει την EDF να διαθέτει σε τιμή κόστους το ένα τέταρτο της πυρηνικής ηλεκτρικής παραγωγής της στους «εναλλακτικούς παρόχους», με την Total και την Engie στην πρώτη σειρά. Στην αρχή της χρονιάς, ο Εμμανουέλ Μακρόν αποφάσισε να διαθέσει επιπλέον 20 τεραβατώρες (TWh, 1 δισεκατομμύριο κιλοβατώρες) ηλεκτρικής ενέργειας σε εξευτελιστική τιμή, που προστίθενται στις 100 TWh που παρέχονται υπό τους ίδιους όρους εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια. Στόχος αυτού του μηχανισμού, που ονομάζεται Ρυθμισμένη Πρόσβαση στην Ιστορική Πυρηνική Ενέργεια (Arenh): να προκαλέσει μείωση των τιμών. Με άλλα λόγια, να διορθώσει τις ανοδικές επιπτώσεις της αγοράς! Στις 9 Αυγούστου, η EDF κατέθετε στο κράτος «αίτημα αποζημίωσης» ύψους 8,34 δισεκατομμυρίων ευρώ ώστε να αντισταθμίσει τη ζημία που συνδέεται με την Arenh.
Η ίδια η φύση της πρόσβασης στην ιστορική πυρηνική ενέργεια ευνοεί κερδοσκοπικές εκτροπές. «Ένα από τα παράξενα της ρύθμισης είναι ότι το δικαίωμα για την Arenh που αποκτά ο εναλλακτικός φορέας εκμετάλλευσης τον Δεκέμβριο του 2021 για το έτος 2022 μπορεί να μεταπωληθεί στην αγορά χονδρικής το πρώτο τρίμηνο του 2022», υπογραμμίζει η ένωση υπεράσπισης καταναλωτών CLCV (Κατανάλωση-Στέγαση-Περιβάλλον Διαβίωσης) (5). Ορισμένοι πάροχοι δεσμεύουν από την EDF έναν όγκο ηλεκτρικής ενέργειας με 42 ευρώ ανά μεγαβατώρα και τον μεταπωλούν τέσσερις με δέκα φορές ακριβότερα, σε πλήρη παρανομία. Πώς; Η επιχείρηση ανακοινώνει έναν αριθμό πελατών προκειμένου να αιτιολογήσει την κράτηση ενός όγκου ηλεκτρικού ρεύματος από την Arenh (σε καλή τιμή). Αντί όμως να τους εξυπηρετήσει, όπως δεσμεύεται να πράξει, ο πάροχος ξεφορτώνεται ένα μέρος του ηλεκτρισμού που τους αναλογεί προκειμένου να το πουλήσει σε υψηλή τιμή στην αγορά χονδρικής. Και έτσι να καρπωθεί μια ζουμερή υπεραξία. Για τον λόγο αυτό, η Mint Énergie συνιστά στους πελάτες της να μεταφερθούν στην EDF, υποσχόμενη μια εξοικονόμηση της τάξης των «218 ευρώ ετησίως» (6) , η οποία εξάλλου είναι πραγματική!
Η Επιτροπή Ρύθμισης της Ενέργειας (CRE) επιβεβαιώνει ότι «ορισμένοι πάροχοι υπόκεινται αυτή τη στιγμή σε έρευνες, οι οποίες ειδικότερα αφορούν παράνομες πρακτικές ικανές να στοιχειοθετήσουν κατάχρηση της Arenh». Μία έρευνα έχει ως στόχο την Ohm Énergie. Είναι η πρώτη φορά που η CRE ανοίγει έρευνα για τον λόγο αυτό. Ο Φρανσουά Καρλιέ, γενικός εκπρόσωπος της CLCV, αμφισβητεί την αποφασιστικότητα της αποκαλούμενης ανεξάρτητης αρχής: «Εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια, η CRE δεν έχει θελήσει να πληροφορηθεί για τα φαινόμενα μη αποδοτικών δαπανών προς όφελος τρίτων σε βάρος της Arenh. Υποστηρίζει ιδεολογικά τη λογική του ανταγωνισμού». Επικρίνει επίσης την έλλειψη πυγμής της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, Καταναλωτών και Ελέγχου της Απάτης (DGCCRF), που υπόκειται στο υπουργείο Οικονομικών.
«Το άνοιγμα στον ανταγωνισμό ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή από κάθε άποψη. Έβλαψε την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και δεν προσέφερε τίποτα. Οι πάροχοι προτείνουν τις ίδιες τιμές με μια απόκλιση 1%, για πανομοιότυπη ποιότητα υπηρεσιών», αποφαίνεται ο Φρανκ Ρουμπανοβίτς, πρόεδρος της CLEEE, μιας ένωσης μεγάλων επιχειρήσεων της βιομηχανίας και του τριτογενούς τομέα που αντιπροσωπεύουν το 10% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού στη Γαλλία, μαζί με ιδιώτες και επαγγελματίες. Τα μέλη της είδαν τα τιμολόγιά τους να αυξάνονται σε μέσο όρο κατά 50% μεταξύ 2021 και 2022. Παρόλο που υπερασπίζεται την Arenh ως έλασσον κακό, ο Ρουμπανοβίτς ζητά την επαναφορά των καθορισμένων τιμολογίων πώλησης, που καταργήθηκαν το 2015. Πρόκειται για μέτρο ασύμβατο με τους κανόνες της ευρωπαϊκής αγοράς, ανταπαντά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Απατηλή εθνικοποίηση, παρεμβάσεις του κράτους ενάντια στις παράλογες επιπτώσεις της φιλελευθεροποίησης: τα ασυνάρτητα τεχνο-γραφειοκρατικά βήματα με στόχο την παράκαμψη της μόνης λύσης που λειτουργεί, εκείνης του δημόσιου μονοπωλίου, έχουν γίνει εξαιρετικά εκλεπτυσμένα. Τρεις φιλελεύθεροι οικονομολόγοι συνιστούν τη «δημιουργία μιας ανεξάρτητης εθνικής υπηρεσίας επιφορτισμένης με την αγορά σε χονδρική τιμή του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από τους παραγωγούς και τη μεταπώλησή της στους διανομείς, ώστε να σταθεροποιηθούν οι τιμές, παράλληλα διασφαλίζοντας ορίζοντα επενδύσεων στις πυρηνικές εγκαταστάσεις» (7). Ο «μοναδικός αγοραστής», σε ισχύ κυρίως στην σαφώς καπιταλιστική καναδική επαρχία του Οντάριο, συνδυάζει μακροπρόθεσμο προγραμματισμό και αγορά. «Το μοντέλο αυτό, που συζητήθηκε πριν από το άνοιγμα των αγορών, δεν συγκρατήθηκε στη μνήμη των κρατών-μελών της Ε.Ε.», υπενθυμίζει ο Γκι Λεσέρφ, πρόεδρος του Ανεξάρτητου Γαλλικού Συνδέσμου Ηλεκτρισμού και Αερίου (AFIEG), ένωσης μεγάλων εναλλακτικών παρόχων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η Total. Η σκέψη για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει ούτε σήμερα. Αντιθέτως, οι ρυθμισμένες τιμές του αερίου θα πάψουν να ισχύουν, όπως έχει προγραμματιστεί, στις 30 Ιουνίου 2023, για τους ιδιώτες και τις συνιδιοκτησίες. Έτσι, «το γαλλικό Δίκαιο θα συμμορφωθεί με το ευρωπαϊκό, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2017», επιβεβαιώνει το υπουργείο Ενεργειακής Μετάβασης. Οι υπέρμαχοι της ανταγωνιστικής λογικής, που χτυπήθηκαν αλλά δεν βυθίστηκαν, συσπειρώνονται. Η εφημερίδα «Les Échos» απευθύνει μάλιστα τούτη τη θερμή έκκληση: «Ηλεκτρισμός: να εφεύρουμε ξανά την αγορά για να την σώσουμε» (8). Ας μείνει ήσυχη η εφημερίδα του πολυεκατομμυριούχου Μπερνάρ Αρνό: επειδή σε τελική ανάλυση ωφελεί το –παρεμβατικό, αλλά πρωτίστως υπέρ των επιχειρήσεων– νεοφιλελεύθερο κράτος, όπως και τις πολυεθνικές και τα υψηλόβαθμα στελέχη που μετακινούνται από το μεν στις δε, το ανταγωνιστικό ενεργειακό μοντέλο έχει αναμφίβολα ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του.
Tου
Pierre Rimbert
Συντάκτη της «Le Monde diplomatique»
Χάρη στις κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, οι αμερικανικές επιχειρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου πραγματοποίησαν, μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 2022, κέρδη-ρεκόρ ύψους 200 δισ. δολαρίων («Financial Times», 5 Νοεμβρίου 2022). Tο ποσό προέρχεται εν μέρει από τις ξέφρενες αγορές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG, ΥΦΑ) εκ μέρους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να αντισταθμιστεί το κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας. Έτσι, η γαλλική τιμολογιακή ασπίδα (110 δισ. ευρώ μεταξύ 2021 και 2023) και το γερμανικό μπαζούκα των 200 δισ. ευρώ ρέουν υπό τη μορφή πλουσιοπάροχων μερισμάτων στους μετόχους των παραγωγών σχιστολιθικού αερίου. Όμως, αυτά τα αμερικανικά ιδιωτικά κέρδη που επιδοτούνται από τα ευρωπαϊκά δημόσια ταμεία δεν είναι αρκετά.
Στις αρχές Νοεμβρίου, περίπου τριάντα δεξαμενόπλοια, υπερπλήρη με ΥΦΑ αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έκαναν βόλτες στα ανοιχτά των ισπανικών ακτών και των βορειοευρωπαϊκών τερματικών σταθμών αποθήκευσης φυσικού αερίου. Πότε θα ξεφορτώσουν; «Οι ναυλομεσίτες που ελέγχουν τα τάνκερ περιμένουν την άνοδο των τιμών όταν θα πέσουν οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα», εξηγούν οι «Financial Times» (4 Νοεμβρίου 2022). Από την πλευρά του, το ΔΝΤ έδωσε στους Γάλλους πολίτες μια πρόγευση του λογαριασμού που θα κληθούν να πληρώσουν υπό τη μορφή μιας «διαρκούς προσαρμογής». Έτσι το συνόψιζε η «Le Figaro» στις 21 Νοεμβρίου: «Αφού πρώτα δαπάνησε δισεκατομμύρια προκειμένου να ανακουφίσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, η Γαλλία θα πρέπει να αρχίσει, από τον επόμενο χρόνο, να εξυγιαίνει τη δημοσιονομική κατάστασή της…».
David Garcia
(1) Βλ. Aurélien Bernier, «Έτσι εκτινάχθηκαν οι τιμές της ενέργειας», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 23 Ιανουαρίου 2022, monde-diplomatique.gr.
(2) Βλ. Anne Debrégeas και David Garcia, «Qui veut la mort d’EDF ?», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2021.
(3) «Participations financières de l’État; prêt et avances à divers services de l’État ou organismes gérant des services publics», Γαλλική Εθνοσυνέλευση, έκθεση υπ’ αριθμ. 292, 6 Οκτωβρίου 2022.
(4) Marc Endeweld, «Nationalisation?: Luc Rémont nommé PDG d’EDF… pour mieux le démanteler?», «Marianne», Παρίσι, 26 Οκτωβρίου 2022.
(5) «Πάροχοι ενέργειας αποκομίζουν κερδοσκοπικές υπεραξίες σε βάρος των καταναλωτών», δελτίο τύπου της CLCV, 13 Σεπτεμβρίου 2022.
(6) Λογαριασμός Twitter του Fabien Gay, γερουσιαστή (Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας) του Σεν-Σαιν Ντενί, 24 Οκτωβρίου 2022.
(7) Étienne Beeker, Dominique Finon και Jacques Percebois, «Électricité : Une solution efficace combinant planification et marché existe», «Le Monde», 24 Μαΐου 2022.
(8) «Les Échos», Παρίσι, 17 Νοεμβρίου 2022.