SVB: Γιατί διαφέρουν οι ελληνικές τράπεζες- Όλα όσα λένε Στουρνάρας και Καραβίας

Την εκτίμηση ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης και οι ελληνικές δεν αναμένεται να έχουν επιπτώσεις από την κατάρρευση  της Silicon Valley Bank εξέφρασε ο  διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην εφημερίδα “Καθημερινή”

Παράλληλα επεσήμανε πως  η SVB «αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση» και πως  το μοντέλο λειτουργίας της  δεν συναντάται στην Ευρώπη.  Επίσης αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι  αμερικανικές αρχές έσπευσαν να διασφαλίσουν τους καταθέτες παρά το γεγονός ότι οι καταθέσεις της SVB βρίσκονταν εκτός των ορίων εγγύησης των καταθέσεων (όπως αυτές ισχύουν σε Ε.Ε. και ΗΠΑ). «Η αντίδραση ήταν ταχύτατη και αποτελεσματική προκειμένου να εκμηδενίσουν την όποια πιθανότητα δημιουργίας πανικού», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.

Καθησυχαστικές για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα περιπτώσεις παρόμοιων χρεοκοπιών είναι και οι εκτιμήσεις από τραπεζικές πηγές στη χώρα μας.

Όπως είπε  η SVB είναι μια μη συστημική τράπεζα των ΗΠΑ, με μια πολύ ιδιαίτερη και μοναδική δομή του ισολογισμού της, επικεντρωμένη σε νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, επιχειρηματικά κεφάλαια και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία της καταθετικής της βάσης (περίπου 87%) βρισκόταν εκτός των ορίων εγγύησης των καταθέσεων.

Οι λόγοι είναι οι εξής:

Εξειδικευμένη τράπεζα 

Πρώτον, η SVB ήταν μια εξειδικευμένη τράπεζα που είχε συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες συνδεδεμένες με τα venture capital και άρα είχε πολύ εστιασμένους κινδύνους στον ισολογισμό της, σε αντίθεση με τις ελληνικές τράπεζες που, όπως σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, «έχουν διαφοροποιημένη δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους της τραπεζικής, όπως η λιανική και η επιχειρηματική πίστη προς μεγάλες, μικρομεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις».

Το ποσοστό ομολόγων 

Δεύτερον, το ποσοστό ομολόγων σε σχέση με τις καταθέσεις  που έχει μια ελληνική τράπεζα είναι γύρω στο 15% σε σχέση με το 80% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό της SVB. Εκτός από τη συντηρητική έκθεση σε κρατικούς τίτλους που έχουν οι ελληνικές τράπεζες, ο ισολογισμός τους προστατεύεται μέσω κανόνων αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) που εφαρμόζουν στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων. Πρόκειται για μια δυνατότητα που δίνουν τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (IFRS) που εφαρμόζονται από τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε αντίθεση με τα αμερικανικά λογιστικά πρότυπα (GAAP), τα οποία δεν επιτρέπουν την εφαρμογή κανόνων αντιστάθμισης για το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων που διακρατούνται έως τη λήξη τους (held to maturity) σε μη συστημικές τράπεζες. Να σημειωθεί ότι ως μη συστημική τράπεζα, η SVB εξαιρούνταν από συγκεκριμένους ρυθμιστικούς περιορισμούς αναφορικά με τη ρευστότητα, τον επιτοκιακό κίνδυνο και τα κεφάλαια.

Τακτικά  stress test 

Τρίτον, οι εμπορικές συστημικές τράπεζες στην Ευρώπη οφείλουν να ακολουθούν πολύ συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές, ενώ υποβάλλονται σε τακτικά stress tests γύρω από τη δομή του ισολογισμού τους όσον αφορά τις εκροές ρευστότητας και καταθέσεων, τον κίνδυνο επιτοκίου και τα εποπτικά κεφάλαια. Έχουν, επίσης, σημαντικά διαφορετική καταθετική βάση και σύνθεση περιουσιακών στοιχείων. Ειδικά οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν μια ισχυρή, διαφοροποιημένη καταθετική βάση λιανικής, με τη συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων να είναι εντός των ορίων εγγύησης, που διαμορφώνεται στις 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των λογαριασμών. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών είναι σχετικά χαμηλός και σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαμορφώνεται κοντά στο 61% και αποτελεί έναν από τους πιο υγιείς δείκτες στην Ε.Ε.

Την ίδια στιγμή, τα χαρτοφυλάκια δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι κυρίως σε κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ αντίστοιχα σε κυμαινόμενο επιτόκιο υπόκεινται και οι καταθέσεις, τα επιτόκια των οποίων αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την πολιτική της ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό ο δομικός τους ισολογισμός είναι πολύ πιο ισορροπημένος σε σχέση με αυτόν της SVB που είχε καταθέσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο από τη μία και στοιχεία σταθερού εισοδήματος (fixed assets) από την άλλη. Ετσι, από την πλευρά του ενεργητικού της, η SVB κατείχε σημαντικό όγκο επενδύσεων με χαρακτηριστικά που δεν ταίριαζαν με το προφίλ ρευστότητας και επιτοκίου των καταθετών τους.

Τέταρτος και εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει ήδη δοκιμασμένους θεσμούς για να παρέχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Πρόκειται για τον μηχανισμό ELA (Emergency Liquidity Assistance), χάρη στον οποίο, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της Eurobank, «οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν τη ρευστότητά τους παρά τη μαζική φυγή καταθέσεων την περίοδο της κρίσης». Ως αποτέλεσμα, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμα και ακραίες συνθήκες από πλευράς σεναρίων ρευστότητας.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.