Ποιος τελικά προστατεύεται από τον πληθωρισμό;

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΤΣΗΣ

Ο πληθωρισμός, ο σύγχρονος Λεβιάθαν των δυτικών οικονομιών, προκαλεί έντονες ανησυχίες εδώ και μερικούς μήνες. Η πανδημία του Covid-19 και, στη συνέχεια, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν προκαλέσει μια άνοδο τιμών που μοιάζει να έχει εξαφανίσει με κάποιον μαγικό τρόπο τις υπόλοιπες έγνοιες των διοικητών των κεντρικών τραπεζών. Και τους βλέπουμε λοιπόν να σχεδιάζουν να βυθίσουν σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία προκειμένου να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό. Έτσι, στις 21 Σεπτεμβρίου 2022, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο διοικητής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) Τζερόμ Πάουελ δήλωνε: «Χρειαζόμαστε αύξηση της ανεργίας ώστε να καταπολεμήσουμε τον πληθωρισμό».

Απέναντι σε αυτή τη «μάστιγα», το γαλλικό κράτος υιοθετεί δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις για δύο διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για τους εργαζόμενους, η κυβέρνηση αποκλείει τη θέσπιση μηχανισμών αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών. «Δεν είμαστε κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, δεν αποφασίζει το κράτος για τους μισθούς!», επιχειρηματολόγησε ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό κανάλι France 2, στις 26 Οκτωβρίου 2022. Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, εκτός του ότι μια σύνδεση των μισθών με τον πληθωρισμό θα έθετε την οικονομία κάτω από πολιτικό έλεγχο, θα προκαλούσε και νέα άνοδο στις τιμές, καθιστώντας με τη σειρά της επιβεβλημένες και νέες αναπροσαρμογές στους μισθούς: ένας «πληθωριστικός φαύλος κύκλος χωρίς τέλος, στον οποίο, με αίσθημα ευθύνης, αρνούμαστε να εισέλθουμε, καθώς θα καταλήγαμε χαμένοι σε όλους τους τομείς», εξηγεί ο υπουργός Οικονομίας Μπρουνό Λεμέρ1.

Εντούτοις, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το κράτος «σχεδιάζει κεντρικά» το επίπεδο των αποδόσεων για τους επενδυτές. Ενώ ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, ο Βρετανός Τζον Μέιναρντ Κέινς, εκτιμούσε ότι η άνοδος των τιμών πρόσφερε ένα αποτελεσματικό μέσο «ευθανασίας των ραντιέρηδων» –των παρασιτικών εισοδηματιών, των οποίων τον ρόλο κατήγγελλε– και μείωσης του πραγματικού κόστους του χρέους μέσω του πληθωρισμού, το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών τούς προτείνει το χρηματιστηριακό ισοδύναμο του ελιξιρίου της αθανασίας: κρατικά ομόλογα συνδεδεμένα με τον γαλλικό πληθωρισμό (ΟΑΤΙ) ή με τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό (ΟΑΤ€Ι), προϊόντα που τους διασφαλίζουν από οποιαδήποτε απαξίωση της επένδυσής τους συνδέεται με την άνοδο των τιμών. Οι τίτλοι αυτοί αντιστοιχούν σχεδόν στο 10% των εκδόσεων ομολόγων του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, στο 22% των ομολογιακών εκδόσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, στο 8% εκείνων των ΗΠΑ και σε λιγότερο από 5% εκείνων της Γερμανίας. Το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών έχει υπολογίσει ότι το 2022 αυτά τα ειδικά ομόλογα θα οδηγήσουν σε συμπληρωματικό κόστος 15 δισεκατομμυρίων ευρώ για το γαλλικό κράτος, λόγω της ανόδου των τιμών2.

Είναι σπάνιο τα ίδια επιχειρήματα να μπορούν να στηρίζουν δύο αντίθετους συλλογισμούς. Ωστόσο, η απειλή ενός φαύλου κύκλου αύξησης τιμών και μισθών –της περίφημης «πληθωριστικής δίνης»– που δίνει τον τόνο στην επίσημη ρητορική όταν γίνεται λόγος για τιμαριθμική αναπροσαρμογή των εισοδημάτων από εργασία, εξαφανίζεται στις επίσημες τοποθετήσεις που αναφέρονται στις αποδόσεις των κεφαλαίων μέσω των ΟΑΤΙ. Και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή που υποτίθεται ότι υποδαυλίζει την άνοδο των τιμών στην πρώτη περίπτωση επιστρατεύεται στη μάχη κατά της πυρκαγιάς στη δεύτερη περίπτωση… Πώς να εξηγηθεί αυτή η τόσο κατάφωρη παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων της λογικής από τα ανώτατα κρατικά κλιμάκια;

Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών –η οποία συνίσταται στην αύξηση των μισθών σε συνάρτηση με την άνοδο των τιμών– θεσπίστηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία με έναν νόμο του 1950, τον οποίο ακολούθησε νομοθετικό κείμενο του 1952, όπου προβλεπόταν αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού (τότε SMIG) εάν ο δείκτης τιμών ξεπερνούσε το 5%. Ο μηχανισμός της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, προϊόν του μεταπολεμικού πολιτικού τοπίου, προϋποθέτει τον υπολογισμό του δείκτη τιμών από έναν φορέα ανεξάρτητο τόσο από την πολιτική εξουσία όσο και από τους κοινωνικούς εταίρους. Έτσι, το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών (Insee), οργανισμός που ιδρύεται την ίδια περίοδο, αναλαμβάνει τη σχετική αρμοδιότητα.

Τριάντα χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση του Πιέρ Μορουά καταργεί την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τη βούληση του Ζακ Ντελόρ, υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της εποχής. Στο πλαίσιο της «στροφής προς τη λιτότητα» του προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, το μέτρο αφήνει τους εργαζόμενους απροστάτευτους απέναντι στον πληθωρισμό, που εκείνη την περίοδο υπερβαίνει το 11%. Η ιδεολογική αυτή μεταστροφή συνοδεύεται από την επιτάχυνση της χρηματοδότησης του κράτους από τις αγορές χρήματος (και όχι πια από τα μεταπολεμικά δημόσια κυκλώματα, τα οποία γίνονται αντικείμενο επικρίσεων για υπέρμετρο κρατικό παρεμβατισμό). Έτσι, η νέα αυστηρότητα που επιδεικνύεται απέναντι στους μισθωτούς συνοδεύεται από προσπάθειες «καλοπιάσματος» των επενδυτών, με την ελπίδα ότι αυτοί θα αγοράσουν τα κρατικά χρεόγραφα. Αυτή η άνιση μεταχείριση δύο κοινωνικών κατηγοριών που πλήττονται εξίσου από τον πληθωρισμό θα γίνει μια σταθερά της δημόσιας πολιτικής, τόσο στη Γαλλία όσο και αλλού.

Όμως, αν και σήμερα τα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό ομόλογα αποτελούν συνηθισμένα περιουσιακά στοιχεία για τις κεφαλαιαγορές, η εισαγωγή τους είχε προκαλέσει σοβαρές τριβές ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας, τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, οι πρώτες εκδόσεις των ομολόγων αυτών, που σύντομα ονομάστηκαν linkers, έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την εποχή που η Μάργκαρετ Θάτσερ κυριαρχούσε στη Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Νάιτζελ Λόσον, τότε υφυπουργός επί των χρηματοπιστωτικών στο βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, θυμάται ότι αρχικά η πρωθυπουργός ήταν «αντίθετη στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή των ομολόγων, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, επικύρωνε τον πληθωρισμό»3. Φοβόταν μήπως «η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των ομολόγων επεκταθεί και σε άλλες μορφές τιμαριθμικής αναπροσαρμογής πολύ λιγότερο επιθυμητές, ιδιαίτερα στις δημόσιες δαπάνες και στους μισθούς».

Όμως, οι υπέρμαχοι των linkers υποστήριζαν ότι αυτοί οι τίτλοι δανεισμού θα διευκόλυναν τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Πράγματι, οι πιστωτές που θα αγόραζαν τους τίτλους θα δέχονταν ως αντάλλαγμα χαμηλότερα επιτόκια λόγω μειωμένου κινδύνου. Εάν ο πληθωρισμός παρέμενε περιορισμένος, θα επιβάρυναν λιγότερο το κράτος. Η Θάτσερ είδε σε αυτή την υπόσχεση μείωσης του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, ένα μέσο για να υλοποιήσει τις μειώσεις φόρων που έχει υποσχεθεί. Αφέθηκε επίσης να πεισθεί ότι τα νέα αυτά προϊόντα ενσάρκωναν τη δέσμευση της κυβέρνησης για μείωση του πληθωρισμού, καθώς κάθε αύξηση των τιμών θα συνεπαγόταν επιπλέον κόστος αποπληρωμής των ομολόγων, μια τιμωρία, κατά κάποιον τρόπο, για το κράτος. Ελάχιστες φωνές κατάγγελλαν ότι μια τέτοια επιλογή θα οδηγούσε σε δυσανάλογη συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών: «Πώς το κράτος μπορεί να δικαιολογήσει την τιμαριθμική αναπροσαρμογή στην αποπληρωμή των πιστωτών του και όχι στις αμοιβές των υπαλλήλων του;», αναρωτιόταν το 1980 ο τότε υπουργός Εμπορίου Τζον Νοτ4. Αλλά η λογική άνισης μεταχείρισης που χαρακτηρίζει τα linkers επικράτησε: η συνέχιση της αποσύνδεσης των μισθών από τον πληθωρισμό και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των κρατικών ομολόγων θα αποτελέσουν στο εξής παράλληλους πολιτικούς στόχους…

«Εάν κερδίσεις, κερδίζω»

Στη Γαλλία, τα πράγματα καθυστέρησαν περισσότερο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια μικρή ομάδα τεχνοκρατών συγκροτήθηκε γύρω από τον Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, τον σημερινό διοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας και τότε επικεφαλής του γραφείου του υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας Ντομινίκ Στρος-Καν. Δήλωσαν τη ρήξη τους με την «παλαιά φρουρά», όπως τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ, που τότε υπηρετούσε ως διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας. Για τη νέα γενιά των σαραντάρηδων του υπουργείου Οικονομικών, η μάχη κατά του πληθωρισμού είχε κερδηθεί: δεν επρόκειτο πια παρά για μια μακρινή ανάμνηση. Αντίθετα, η λεγόμενη γενιά του «ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού», που βρισκόταν σε θέσεις ευθύνης στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στην οποία ανήκε ο Τρισέ, υπέφερε ακόμη από «το τραύμα της δεκαετίας του 1970 και του υπερπληθωρισμού: μια αρρώστια που πραγματικά κολλάει στο πετσί σου», όπως μας εξηγεί ανώτατος αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του, καταφεύγοντας ωστόσο στην υπερβολή –καθώς ο όρος «υπερπληθωρισμός» υποδηλώνει πληθωρισμό που ξεπερνά το όριο του 50%.

Η νέα γενιά του υπουργείου Οικονομικών θα υποστηρίξει ότι η σύνδεση των κρατικών ομολόγων με τον πληθωρισμό όχι μόνο δεν συμβάλλει στην άνοδο των τιμών, αλλά, αντίθετα, κατοχυρώνει την προτεραιότητα της μάχης κατά του πληθωρισμού. Με άλλα λόγια, παραχωρώντας στους επενδυτές προστασία κατά της διάβρωσης της αξίας του χαρτοφυλακίου τους, το υπουργείο Οικονομικών ποντάρει τα χρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας στην αυστηρότητα μιας νομισματικής πολιτικής που βρίσκεται πλέον στα χέρια μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας.

Οι τόνοι ανέβαιναν ανάμεσα στους καινοτόμους του υπουργείου Οικονομικών και στην κεντρική τράπεζα της Γαλλίας. Όταν ο Τρισέ έμαθε ότι επίκειτο η δημόσια ανακοίνωση του νέου εργαλείου, έγινε έξω φρενών. Ο Σιλβέν ντε Φορζ, παλαιός υπεύθυνος της μονάδας διαχείρισης του δημόσιου χρέους, θυμάται την εχθρική αντίδραση του κεντρικού τραπεζίτη, την οποία χαρακτηρίζει «παβλοφική». Μας μεταφέρει την τηλεφωνική συνομιλία του με τον Τρισέ: «Αντί να μου λες ότι σου πριονίζω το κλαδί που κάθεσαι, δες την πραγματικότητα», εξηγούσε στον συνομιλητή του. «Βάζω το στοίχημα ότι θα πετύχεις [να συγκρατήσεις τον πληθωρισμό] και ποντάρω τα λεφτά μου. Εάν κερδίσεις εσύ, κερδίζω κι εγώ, εάν χάσεις, χάνω. Αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα. Είμαι ο Γάλλος που σου έχει τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, γιατί είμαι ο μόνος που ποντάρω απευθείας τα χρήματά μου στη δική σου επιτυχία». Κολακευτικό, το επιχείρημα πέτυχε διάνα. Ο Τρισέ υπαναχώρησε.

Το πρώτο ΟΑΤΙ εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1998. Ο πληθωρισμός ανήκε στο παρελθόν, η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Γαλλίας δεν αμφισβητούνταν από κανέναν, το σκληρό φράγκο και η πρόσδεση της μελλοντικής ζώνης του ευρώ στο γερμανικό μάρκο αποτελούσαν «δεδομένα» που αφορούσαν την πολιτική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το τότε σημείο ισορροπίας μεταξύ κοινωνικών τάξεων, το οποίο ευνοούσε τους αποταμιευτές σε βάρος των εργαζομένων, δεν προκαλούσε πλέον αντιδράσεις: θεωρούνταν αυτονόητο ότι οι τίτλοι του δημοσίου χρέους απολαμβάνουν ξεχωριστό, υπέρτερο καθεστώς και καμία άλλη κοινωνική ομάδα δεν θα μπορούσε να απαιτήσει ανάλογη μεταχείριση. Ακόμη καλύτερα, η ασυμμετρία αυτή γινόταν κατανοητή στα ανώτατα κρατικά κλιμάκια ως εργαλείο διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης, καθώς ενίσχυε τις πιέσεις για νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία.

Διεύρυνση της χρηματιστικής κυριαρχίας

Μέχρι πρόσφατα, ο χαμηλός πληθωρισμός είχε επιτρέψει να παραμείνει απαρατήρητη αυτή η μεταστροφή. Ωστόσο, εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, οι πολιτικές επιλογές που κανονίζουν την απάντηση στη μάστιγα του πληθωρισμού έρχονται ξανά στην επιφάνεια. Στις 25 Ιουλίου 2022, την ώρα που η γαλλική Εθνοσυνέλευση εξετάζει τις δαπάνες που συνδέονται με το δημόσιο χρέος, ορισμένοι βουλευτές καταγγέλλουν άνιση μεταχείριση: γιατί να προστατεύονται κάποιοι χρηματιστηριακοί επενδυτές με έξοδα του φορολογούμενου;

Ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα στην οποία συμμετέχει απέρριψε τη φορολόγηση των υπερκερδών και την αύξηση του κατώτατου μισθού (SMIC), ο βουλευτής Ζαν-Φιλίπ Τανγκί του Εθνικού Συναγερμού (RN, επικεφαλής η Μαρίν ΛεΠέν) εγκαλεί τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, παρουσιάζοντας τα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό χρεόγραφα ως «αντάξια των χειρότερων αρπακτικών της Γουόλ Στριτ». Η απάντηση του υπουργού: «Κύριε Τανγκί, βάλλετε κατά των κρατικών ομολόγων που είναι συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό, τα οποία υποτίθεται ότι είναι “αντάξια των χειρότερων αρπακτικών της Γουόλ Στριτ”, για να επαναλάβω τη διατύπωσή σας. Το 10% των συνδεδεμένων με τον πληθωρισμό τίτλων κρατικού χρέους ανταποκρίνονται σε μια πολύ συγκεκριμένη ζήτηση από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών, των διαχειριστών ασφαλειών ζωής και των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίοι δεν είναι ακριβώς “τα χειρότερα αρπακτικά της Γουόλ Στριτ” (χειροκροτήματα από την πτέρυγα της κοινοβουλευτικής ομάδας Μακρόν). Φαντάζομαι ότι, όπως πολλοί άλλοι βουλευτές, αλλά και πολλοί Γάλλοι πολίτες που μας ακούν, έχετε ασφάλεια ζωής: για να συνεχίσει να αποδίδει, θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με τον πληθωρισμό. Να γιατί οι Γάλλοι επενδυτές ζητούν ένα μέρος του γαλλικού δημοσίου χρέους να είναι συνδεδεμένο με τον πληθωρισμό»5. Παρόλο που μόνο το 40% των γαλλικών νοικοκυριών έχει κάποιας μορφής ασφάλεια ζωής και η αποταμίευση είναι έντονα συγκεντρωμένη στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, ο υπουργός συνδέει τα συμφέροντα του γενικού πληθυσμού με τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η σπουδή να συνδεθούν οι τύχες της Main Street («του απλού, καθημερινού ανθρώπου») με τις τύχες της Wall Street θα μπορούσε να φωτίσει έναν από τους λόγους της επιχειρούμενης συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης6. Η αποδυνάμωση του δημόσιου αναδιανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος ωθεί ήδη πολλούς στη σύναψη συμπληρωματικών ιδιωτικών συνταξιοδοτικών συμβολαίων. Διευρύνει το κομμάτι της αγοράς όπου τα συνταξιοδοτικά ταμεία μπορούν να επενδύσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους7. Όταν το σύνολο του πληθυσμού θα εξαρτάται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα για να διασφαλίσει την αξία της σύνταξής του, κάθε Γάλλος θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στο «στρατόπεδο των επενδυτών». Και τότε, η λογική που οδηγεί στον εναγκαλισμό με τους κερδοσκόπους σε βάρος των εργαζομένων δεν θα φαίνεται πια σαν αυτό που πραγματικά είναι: η έκφραση μιας πολιτικής που προωθεί τις ανισότητες.


* O Benjamin Lémoine είναι ερευνητής στο Centre National de Recherche Scientifique (CNRS) και στο Centre Maurice-Halbwachs της Ecole Normale Supérieure de Paris (ENS-PSL).

  1. «Le Maire ne veut pas entendre parler d’une indexation des salaires sur l’inflation», 3 Νοεμβρίου 2022, www.latribune.fr.
  2. «Comment l’inflation fait bondir le coût de la dette pour l’État», «Les Échos», Παρίσι, 30 Ιουνίου 2022.
  3. Michael J. Oliver και Janett Rutterford, «The capital market is dead: The difficult birth of index-linked gilts in the UK», «The Economic History Review», τόμος 73, τ. 1, Λονδίνο, 2020.
  4. Οπ. προηγ.
  5. Γαλλική Εθνοσυνέλευση, πρακτικά της συνεδρίασης της 25ης Ιουλίου 2022.
  6. Το ζήτημα της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης στη Γαλλία τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια, με αποκορύφωμα τις συνεχιζόμενες μαχητικές κινητοποιήσεις μετά την πρόσφατη ανακοίνωση του νομοσχεδίου για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.
  7. Benjamin Braun, «Fueling financialization: The economic consequences of funded pensions», «New Labor Forum», τόμος 31, τ. 1, Λος Άντζελες, 2022.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.