Ποιος πληρώνει τους φόρους στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα οικονομικής πολιτικής ειδικά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα από το 2009. Την περίοδο αυτή η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα, καθώς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών συμβάδισαν με μειώσεις των εισοδημάτων. Στην διάρκεια της κρίσης ο κύριος χαμένος ήταν η μεσαία τάξη ενώ τα φτωχά νοικοκυριά περιέκοψαν δραματικά τις δαπάνες τους στερώντας έμμεσους φόρους από το κράτος.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η μελέτη «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», που παρουσίασε σήμερα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Η μελέτη εκπονήθηκε από την Καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ κ. Γεωργία Καπλάνογλου και εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης συνδυαστικά οι δύο αυτές κατηγορίες αποφέρουν πάνω από το 75% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτουs και αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή φορολογικών εσόδων σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.
Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, σε καθένα ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους, ενώ στην Ελλάδα σε κάθε ευρώ άμεσων φόρων αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσων φόρων. Συμπερασματικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις οι συντελεστές όλων των έμμεσων φόρων, είτε πρόκειται για τον ΦΠΑ είτε για Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη δεκαετία των μνημονίων. Αυτό εξηγεί και την κατακόρυφη αύξηση του μεριδίου του ΑΕΠ που καταλαμβάνουν τα έσοδα από την έμμεση φορολογία στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα επισημαίνεται ότι η φοροδιαφυγή εμποδίζει τον εξορθολογισμό του συστήματος. Ειδικότερά, στην Ελλάδα, παρόλο που η φορολογική κλίμακα έχει όντως σχεδιαστεί με προοδευτικό τρόπο, στην πράξη η προοδευτικότητά της υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν υπάγονται σε αυτήν όλα τα εισοδήματα, επειδή είτε αυτά δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές είτε ο ίδιος ο νόμος προβλέπει τη φορολόγησή τους σε ξεχωριστή κλίμακα (π.χ. τα ενοίκια) ή με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (π.χ. τα μερίσματα). Αν εντοπίζονταν τα πραγματικά εισοδήματα και υπήρχε συνεκτικός ορισμός του εισοδήματος, θα μπορούσε να εξορθολογιστεί και η δομή του συστήματος με πολύ πιο σταδιακά ανερχόμενους οριακούς φορολογικούς συντελεστές.
Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς κατανέμεται αυτό το φορολογικό βάρος στα νοικοκυριά τόσο πριν την κρίση όσο και κατά τη διάρκειά της. Δηλαδή ποιοι πλήρωσαν ένα μεγάλο τμήμα των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν για να επιτευχθεί ο στόχος της δημοσιονομικής προσαρμογής;
Όπως αναφέρεται στη μελέτη στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, οι εκτεταμένες και αλλεπάλληλες αυξήσεις των σχετικών συντελεστών, τόσο του ΦΠΑ όσο και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης εκτόξευσαν τη φορολογική επιβάρυνση από 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών το 2008, σε 15,7% το 2019. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι αυξήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2014, στο πλαίσιο των δύο πρώτων μνημονίων. Την περίοδο 2014-2019, οι φορολογικοί συντελεστές εξακολούθησαν να μεταβάλλονται, αλλά κατά πολύ μικρότερο βαθμό και όχι προς ενιαία κατεύθυνση. Συνολικά από το 2008 έως το 2019, η αντίστροφη προοδευτικότητα των έμμεσων φόρων ενισχύθηκε, λιγότερο όμως από όσο θα αναμέναμε. Η δραματική συρρίκνωση των οικογενειακών προϋπολογισμών και η συνακόλουθη αναδιάρθρωση των οικογενειακών δαπανών εξηγούν αυτήν την εξέλιξη.
Από τη μια πλευρά, μεγάλα μερίδια των δαπανών αυτών απορροφώνται πλέον από δαπάνες σε απολύτως αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες, όπως τα τρόφιμα και η στέγαση, των οποίων οι φόροι είναι καθαρά αντίστροφα προοδευτικοί. Παράλληλα, η συμβολή στα διανεμητικά χαρακτηριστικά της έμμεσης φορολογίας ορισμένων προοδευτικών φόρων μειώθηκε επειδή η οικονομική κρίση προκάλεσε μεγάλη μείωση στην κατανάλωση των αγαθών στα οποία οι φόροι αυτοί επιβάλλονται. Τέτοια είναι η περίπτωση των φόρων στην ένδυση και την υπόδηση, όπως και στα αγαθά οικιακής χρήσης (διαρκή ή μη).
Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα φτωχά νοικοκυριά μείωσαν αισθητά τις δαπάνες τους και για απαραίτητα αγαθά, όπως τα φάρμακα ή το πετρέλαιο θέρμανσης, αφήνοντας βασικές ανάγκες τους ακάλυπτες. Με δεδομένο ότι οι φόροι στα συγκεκριμένα αγαθά ήταν πριν την κρίση οι πιο έντονα αντίστροφα προοδευτικοί φόροι, αντιλαμβανόμαστε ότι η έμμεση φορολογία εμφανίζεται μέσα στην κρίση λιγότερο αντίστροφα προοδευτική, εν μέρει επειδή πολλά φτωχά νοικοκυριά στερούνται βασικών αγαθών και επομένως δεν πληρώνουν τους αντίστοιχους φόρους.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Αυτή η αλλαγή τάσης δεν αρκεί για να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο της περιόδου.