Με τους χειρότερους οιωνούς για την παγκόσμια οικονομία ξεκινά το 2023, καθώς οι συμφορές που χτύπησαν τη χρονιά που φεύγει ελάχιστα θεραπεύτηκαν. Το 2022 ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για την υφήλιο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, το χάος στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η εκτόξευση των τιμών τροφίμων, ενέργειας και συνολικά του πληθωρισμού, η ραγδαία άνοδος του κόστους δανεισμού έπνιξαν την προσπάθεια ανάκαμψης που είχε ξεκινήσει μετά την πανδημία.
Οι ίδιοι παράγοντες απειλούν με ακόμη χειρότερα και τη νέα χρονιά. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα υποχωρήσει το 2023 μόλις στο 2,7% (από 3,2% το 2022), ενώ ο ΟΟΣΑ ακόμη χαμηλότερα, στο 2,2%. Πολλοί οικονομολόγοι είναι ακόμη πιο απαισιόδοξοι, βλέποντας, τρία μόλις χρόνια από την καθίζηση που προκάλεσε η πανδημία, την ύφεση να ξαναχτυπά την παγκόσμια οικονομία.
Προειδοποιούν ότι, ακόμη κι αν η παγκόσμια οικονομία αποφύγει την τεχνική ύφεση -δύο διαδοχικά τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης-, το 2023 θα βιωθεί από πολύ κόσμο ως ύφεση, λόγω του ζοφερού συνδυασμού υποτονικής ανάπτυξης, υψηλού πληθωρισμού και ακριβότερου χρήματος. Στο περιβάλλον αυτό, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της υφηλίου -ΗΠΑ, Κίνα και Ευρωζώνη- αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να παραπαίουν στη στασιμότητα, επηρεάζοντας αρνητικά και τον υπόλοιπο κόσμο.
Η «τέλεια καταιγίδα»
Η ενέργεια και οι πρώτες ύλες προβλέπεται να παραμείνουν ακριβές για κάποιο χρονικό διάστημα, ενώ η συνεχιζόμενη επιδείνωση των διεθνών εμπορικών σχέσεων υποδεικνύει σε ακριβότερες εισαγωγές, ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ανεπτυγμένες οικονομίες που θα συντελέσουν στη διατήρηση του κόστους παραγωγής και των τιμών σε υψηλά επίπεδα. Ο πληθωρισμός, παρά την υποχώρηση που προβλέπεται, θα συνεχίσει να είναι υψηλός. Το ΔΝΤ προβλέπει πτώση του παγκοσμίως, στο 6,5% (από 8,8% το 2022), επίπεδο που είναι όμως τρεις και πλέον φορές υψηλότερο από τον στόχο των μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας και πρώτων υλών, τα υψηλοτέρα επιτόκια και η συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών συνιστούν την «τέλεια καταιγίδα» για τις επιχειρήσεις, ειδικά τις υπερχρεωμένες. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων αναγκάστηκε, λόγω της πανδημίας, να αυξήσει τον δανεισμό του στην προηγούμενη διετία, εξαρτώντας την οικονομική του κατάσταση όλο και πιο πολύ από τη χαμηλότοκη πίστωση. Καθώς το κόστος δανεισμού αυξάνεται ραγδαία, ο κίνδυνος αδυναμίας εξυπηρέτησης αυτών των δανείων και εκτόξευσης των επιχειρηματικών χρεοκοπιών αυξάνεται. Η Alianz προβλέπει ότι οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων θα αυξηθούν φέτος πάνω κατά 10% και κατά 19% το 2023, επισκιάζοντας τα προ πανδημίας επίπεδα. Ας σημειωθεί ότι, παρά την οικονομική καταστροφή που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdown, τα «λουκέτα» σε πολλές χώρες είχαν μειωθεί το 2020 και το 2021, λόγω εξωδικαστικών συμφωνιών των επιχειρήσεων με τους πιστωτές τους και της αρωγής που παρείχαν οι κυβερνήσεις.
Στη βαρυχειμωνιά που πλακώνει την παγκόσμια οικονομία, νότες της άνοιξης θα μπορούσε ίσως να προσφέρει στη διάρκεια του 2023 η «επιστροφή της Κίνας» ύστερα από τρία περίπου χρόνια αυστηρών lockdown, μαζικών τεστ και κλειστών συνόρων. Η επαναλειτουργία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου θεωρείται ότι θα δώσει νέα ώθηση στην παγκόσμια ανάκαμψη.
Η ανάκαμψη της καταναλωτικής ζήτησης στην πολυάνθρωπη χώρα εκτιμάται ότι θα τονώσει γειτονικές οικονομίες που εξάγουν σε αυτήν, ενώ το τέλος των περιορισμών ότι θα εξομαλύνει την παραγωγή των μεγάλων εταιρειών της Δύσης, εκεί που υπέφεραν από τις επιπτώσεις της πολιτικής «μηδενικού Covid». Από την άλλη πλευρά όμως, η ταχεία απομάκρυνση της Κίνας από τον «μηδενικό COVID» ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Τα νοσοκομεία σε όλη την Κίνα έχουν πλημμυρίσει από ασθενείς, τα νεκροτομεία αναφέρουν ότι κατακλύζονται από πτώματα και κάποιοι ιατρικοί εμπειρογνώμονες προβλέπουν έως και 2 εκατομμύρια θανάτους τους επόμενους μήνες.
Η αισιοδοξία που υπάρχει για την επαναλειτουργία της κινεζικής οικονομίας θα μπορούσε κατά συνέπεια να σκιαστεί πολύ γρήγορα, αν η υγειονομική κρίση επιδεινωθεί και τα περιοριστικά μέτρα επιστρέψουν. Εξίσου καθοριστικός παράγοντας είναι, τέλος, και ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος που μαίνεται μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον. Ο Τζο Μπάιντεν έχει βαθύνει τη σύγκρουση που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ. Στην επεκτατική οικονομική πορεία της Κίνας απαντά με οικονομική και στρατιωτική πίεση, που ενισχύουν τον προστατευτισμό και επιδεινώνουν το ελεύθερο εμπόριο. Και τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής τις πληρώνει, βέβαια, όχι μόνο η Κίνα αλλά και όλος ο πλανήτης.