Οι εξελίξεις με την παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία μετά την ρωσική εισβολή, ο αυξημένος πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση και η συνεπακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, δημιουργούν συνθήκες έντονης μεταβλητότητας στις χρηματαγορές.
Η σημερινή πολιτικοοικονομική συγκυρία φανερώνει αφενός την κρισιμότητα της κατάστασης σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, αλλά αναδεικνύει επίσης και τις αδυναμίες του σημερινού παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου, με αποτέλεσμα η αλληλεξάρτηση των περισσότερων οικονομιών, να κινδυνεύει να βυθίσει σε ύφεση σχεδόν το σύνολο του πλανήτη από το 2023 και μετά.
Η αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, η μείωση των επενδύσεων, η αύξηση της ανεργίας, αλλά και η πτώση τόσο των χρηματιστηρίων, όσο και των κρυπτονομισμάτων ως εναλλακτικών επενδύσεων, ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τα ελλείμματα των περισσότερων χωρών, να διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ αν υπάρξουν εκτεταμένες πωλήσεις μετοχών και ομολόγων για την κάλυψη ενεργειακών δαπανών και λειτουργικών εξόδων από την πλευρά των επιχειρήσεων, τότε η κατάσταση θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη για την παγκόσμια οικονομία.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να επικρατήσει ένας φαύλος κύκλος διαρκών αυξήσεων τιμών, επιτοκίων, μισθών και τελικά ιδιωτικού χρέους, το οποίο μεσοπρόθεσμα θα επηρεάσει και το παγκόσμιο δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα να καθίστανται όλο και πιο επιφυλακτικές και αναποτελεσματικές οι δημοσιονομικές πολιτικές που θα ασκούνται.
Μία παγκόσμια ύφεση η οποία οφείλεται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, ενδέχεται να έχει μακρά διάρκεια αν δεν υπάρξουν σοβαρές διαρθρωτικές και διορθωτικές κινήσεις, στον τρόπο που οι οικονομίες αλληλεπιδρούν και αν δεν εφαρμοστούν οι αντίστοιχοι θεσμοί, ώστε να παρεμβαίνουν σε ατελείωτα κερδοσκοπικά παιχνίδια, από μεμονωμένους επενδυτές ή επενδυτικές εταιρίες.
Τέλος, μία από τις θεμελιώδες αρχές της οικονομίας, είναι η εμπιστοσύνη των αγορών και η αντίστοιχη ισορροπία προσφοράς και ζήτησης, οι οποίες για να επιτευχθούν, θα πρέπει να υπάρχει σοβαρός έλεγχος του ανταγωνισμού στις αγορές και της προστασίας των αντιμονοπωλιακών πρακτικών, αλλά και της διατήρησης εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων από μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις όπως η ΕΕ, για την ενίσχυση της ρευστότητας, τόσο μεγάλων οικονομικών κλάδων, όσο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.