Η τάση να αποδίδεται η ευθύνη για την παγκόσμια οικονομική κρίση αποκλειστικά στον πόλεμο στην Ουκρανία συσκοτίζει τα πραγματικά αίτια
«Για όλα φταίει ο Πούτιν», μοιάζει να είναι μια τοποθέτηση που όλο και πιο συχνά ακούγεται στην Ευρώπη όταν κυβερνήσεις καλούνται να τοποθετηθούν για τα προβλήματα με την οικονομία, την επερχόμενη ύφεση και τον πληθωρισμό.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται μια λογική εξήγηση. Η απόφαση της Ρωσίας να επιλύσει το ουκρανικό ζήτημα ένοπλα και κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου διαμόρφωσε ειδικά για την Ευρώπη μια ενεργειακή κρίση, με εκτίναξη του κόστους του φυσικού αερίου και της ηλεκτρική ενέργειας και με σκέψεις ακόμη και για επιβολή «δελτίου», που με τη σειρά τους ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο πληθωριστικές πιέσεις, την ώρα που το αυξημένο κόστος παραγωγής διαμορφώνει έντονες υφεσιακές δυναμικές.
Το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις από την ίδια την αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα, που είναι μια γεωπολιτική συνθήκη που κατεξοχήν επιδρά αρνητικά πάνω στην οικονομία.
Όμως, όπως συμβαίνει συχνά με «μονοσήμαντες» εξηγήσεις και προσεγγίσεις, η ανάδειξη ενός μόνο αιτιώδους παράγοντα απειλεί να μας κάνει να μη δούμε άλλες, εξίσου ή ακόμη περισσότερο κρίσιμες πτυχές του ζητήματος.
Η έκρηξη του πληθωρισμού είχε ξεκινήσει πριν τον πόλεμο
Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τον πληθωρισμό μόνο στον πόλεμο. Πρώτα από όλα γιατί η τρέχουσα εκτίναξη του πληθωρισμού δεν ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022.
Αντιθέτως ήδη από την άνοιξη του 2021 είχαν φανεί έντονες πληθωριστικές τάσεις και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Απλώς, αρχικά ο πληθωρισμός θεωρήθηκε ότι αποτέλεσμα της «μεταπανδημικής» ανάκαμψης και άρα της αυξημένης ζήτησης μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, αλλά και των προβλημάτων εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης εμφανίζονταν σε κρίσιμα σημεία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων (π.χ. μεγάλες καθυστερήσεις στα κινεζικά λιμάνια).
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όταν ξέσπασε συνέχισε αυτές τις πληθωριστικές τάσεις, κυρίως γιατί προσέθεσε και τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας.
Μάλιστα, το κρίσιμο σημείο ήταν η εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου, ενός ορυκτού καυσίμου που είχε ανοδική ζήτηση αφού θεωρείται τμήμα της «πράσινης μετάβασης». Η έκρηξη της τιμής είχε να κάνει με την αβεβαιότητα που γεννούσε ο γεγονός ότι η Ρωσία είναι μια χώρα με πολύ μεγάλες εξαγωγές φυσικού αερίου και από την οποία εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό η Ευρώπη. Το γεγονός ότι η Ευρώπη πολύ νωρίς επέλεξε μια κατεύθυνση ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία, μέσω κυρώσεων και αναζήτησης άλλων πηγών, που συνδυάστηκε με τον τρόπο που η Ρωσία θέλησε να χρησιμοποιήσει το φυσικό αέριο ως μοχλό πίεσης προς την Ευρώπη σε σχέση με την υποστήριξη που έδινε στην Ουκρανία διαμόρφωσε ειδικά για την Ευρώπη μια συνθήκη δυνητικής ενεργειακής κρίσης.
Όμως, δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε έντονες πληθωριστικές τάσεις ακόμη και σε οικονομίες όπως η αμερικανική που επηρεάζεται π.χ. από την τιμή του πετρελαίου, όχι όμως π.χ. από τα προβλήματα στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου.
Ο πληθωρισμός είναι ένα πιο σύνθετο φαινόμενο
Σίγουρα η άνοδος κρίσιμων καυσίμων είναι παράγοντας που αυξάνει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς και θα οδηγήσει σε μια αύξηση τιμών. Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε συχνά έχουν υπάρξει αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου χωρίς αυτό να μετατραπεί και σε πληθωριστική έκρηξη. Άλλωστε, η βαρύτητα των ορυκτών καυσίμων στο συνολικό κόστος παραγωγής έχει υποχωρήσει (έστω και εάν συστήματα όπως τα χρηματιστήρια ενέργειας τους επιτρέπουν καθοριστικό ρόλο στο συνολικό κόστος).
Παρότι η συζήτηση είναι ανοιχτή – και σε θεωρητικό και σε πολιτικό επίπεδο – όλα δείχνουν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πληθωρισμό κυρίως της «ζήτησης», καθώς οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά, αλλά της «προσφοράς».
Αυτό αφορά μια σειρά από παράγοντες: Τα προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες που δεν είναι συγκυριακά αλλά έχουν να κάνουν με τον τρόπο που σήμερα η «παγκοσμιοποίηση» επηρεάζεται από συνολικότερες εξελίξεις και ανταγωνισμούς. Όντως τις αυξήσεις στα καύσιμα. Και – που συχνά το προσπερνούμε… – την επιλογή πολλών επιχειρήσεων να κάνουν αυξήσεις στις τιμές για να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια λειτουργικών κερδών, αντί να αναζητούν τομές στην παραγωγικότητα που θα μείωναν το κόστος παραγωγής και έτσι θα αντιστάθμιζαν τις αυξήσεις σε άλλους παραγωγικούς συντελεστές.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η τρίτη παράμετρος είναι και η πιο κρίσιμη γιατί ακριβώς δείχνει τον τρόπο που σχηματίζονται «πληθωριστικές προσδοκίες» αντί για προσπάθεια παραγωγικού μετασχηματισμού.
Η ύφεση και ο πόλεμος
Με ανάλογο τρόπο πρέπει κανείς να προσεγγίσει και την ύφεση στην οποία φαίνεται να μπαίνουν αρκετές οικονομίες, την ώρα που επιβραδύνεται συνολικά η παγκόσμια οικονομία.
Προφανώς ένας μεγάλος πόλεμος, που αυξάνει τη συνολική γεωπολιτική αστάθεια, οδηγεί σε νέες παγκόσμιες διαιρέσεις και επιτείνει την αβεβαιότητα είναι επιβαρυντικός παράγοντας για την οικονομίας, καθώς κάνει τους παράγοντες της οικονομίας πιο επιφυλακτικούς και ως προς την επένδυση και ως προς την κατανάλωση.
Όμως, πάλι θα ήταν λάθος να αποδοθεί η ύφεση μόνο στον πόλεμο. Για να το πούμε διαφορετικά είναι άλλο πράγμα π.χ. η ύφεση από το πρώτο κύμα της πανδημίας όπου υπήρξε μια βίαιη αναστολή μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας και η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Τα αίτια των υφεσιακών τάσεων έχουν να κάνουν και με βαθύτερες δυναμικές, που καταγράφονται εδώ και χρόνια. Άλλωστε, ήδη μετά τη μεγάλη κρίση του 2008 είχε διαπιστωθεί ότι στις αναπτυγμένες οικονομίες οι ρυθμοί ανάκαμψης ήταν μικρότεροι σε σχέση με την έξοδο από προηγούμενες κρίσεις. Και μπορεί να καταγράφηκε μια σχετικά μακρόχρονη ανοδική τάση, όμως ή άνοδος ήταν μικρότερη συνολικά σε σχέση με άλλες εποχές. Αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο που σε μεγάλο βαθμό παρά τις πολύ μεγάλες τεχνολογικές τομές εντούτοις δεν έχουν αντίστοιχες τομές στην παραγωγικότητα, ιδίως από τη στιγμή που είναι δύσκολο να υπάρξουν τέτοιες τομές στο χώρο των «υπηρεσιών».
Επιπλέον, η ίδια η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος με τον υψηλό βαθμό χρηματιστικοποίησης, επίσης είναι παράγοντας που μπορεί για μεγάλο διάστημα να αποτρέπει την εμφάνιση των υφεσιακών τάσεων, αφού συνεχίζεται η ανοδική αποτίμηση των κάθε λογής χρηματοοικονομικών προϊόντων και στοιχείων ενεργητικού, όμως ενέχει και κινδύνους μεγάλων διορθώσεων, την ώρα που λειτουργεί ως αντικίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας μηχανισμός που το επόμενο διάστημα θα επιτείνει υφεσιακές τάσεις θα είναι οι ίδιες οι αντιπληθωριστικές πολιτικές. Και αυτό γιατί ειδικά οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν να μετατοπίζονται στην «κλασική» συνταγή των υψηλών επιτοκίων που αντιστοιχούν σε μια πολιτική που θέλει να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό μέσα από την αύξηση της ανεργίας και τελικά τη διαμόρφωση υφεσιακών δυναμικών σε μια οικονομία.
Για μια οικονομική σκέψη και πολιτική που να μην περιορίζεται σε μια «δικαιολογία»
Προφανώς και οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης όπως και η ανάγκη να δοθούν άμεσες εξηγήσεις πάντοτε «ωθεί» στο να εντοπίζεται μια παράμετρος. Ιδίως όταν αυτό μπορεί να λειτουργήσει και ως απαλλαγή ευθυνών για λάθη στην οικονομική πολιτική το προηγούμενο διάστημα.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πώς το να αποδοθεί όλη η ευθύνη για την κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία στις επιλογές του Πούτιν στην Ουκρανία, δεν μπορεί να επιτρέψει τη χάραξη οικονομικής πολιτικής, καθώς μετατοπίζει τη συζήτηση από όλα εκείνα τα πεδία στα οποία θα πρέπει να επικεντρωθεί η αναζήτηση απαντήσεων για τις συνολικότερες αντιφάσεις που διαπερνούν τις σύγχρονες οικονομίες: από τα ζητήματα για την παραγωγικότητα, μέχρι τη νέα αρχιτεκτονική της «παγκοσμιοποίησης» και προφανώς την ανάγκη για άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων του χρηματοοικονομικού συστήματος.