Στο επίκεντρο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής, η αγοραστική δύναμη των πολιτών αποτελεί το κατ’ εξοχήν είναι πρόβλημα, ζήτημα προς επίλυση. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι δοκιμάζονται από την ακρίβεια και τη φτώχεια. Η ενέργεια έχει κυριολεκτικά «αλλάξει τα φώτα», κατά τη λαϊκή ρήση, του κάθε πολίτη, νοικοκυριού ή επιχείρησης. Ακούμε συνεχώς δηλώσεις από τους κυβερνόντες περί επιστροφής στην κανονικότητα!!!

Εν όψει της έκθεσης της Θεσσαλονίκης, γίνεται ένας βομβαρδισμός ειδήσεων για παροχές και επιδοτήσεις για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και των νοικοκυριών. Στη Γαλλία ο Μακρόν κατέθεσε σχετικό νομοσχέδιο για την αγοραστική δύναμη των πολιτών, που συζητήθηκε επί μακρόν στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα, Κοινοβούλιο και Γερουσία. Αναπτύχθηκε ένας σημαντικός δημόσιος διάλογος για το κορυφαίο ζήτημα της εποχής μας, που αφορά το βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολίτων. Στη χώρα μας αντί για διάλογο κοινοβουλευτικό και κοινωνικό, επιδιώκουμε τις εξαγγελίες και τους μονολόγους, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουμε ψηφοφόρους. Αντί να αναλογισθούμε και να προβληματιστούμε για τις πραγματικές συνθήκες επιβίωσης των χαμηλών εισοδημάτων της κοινωνίας μας.

 

Η επίσκεψη της φτώχειας

Η φτώχεια επισκέπτεται όλο και περισσότερο και πιο δραματικά, τα νοικοκυριά. Στα όρια και κάτω από τα όρια της φτώχειας ζει το 30% του πληθυσμού μας. Κατάσταση, η οποία επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από τον πληθωρισμό που έχει ξεπεράσει την κόκκινη γραμμή και βάζει σε δοκιμασία την επιβίωση μεγάλου πληθυσμού της χώρας. Οι εργαζόμενοι με μόνη εισοδηματική πηγή τον μισθό βρίσκονται οριακά στα όρια της φτώχειας. Οι μισθοί βρίσκονται στην τελευταία κλίμακα της Ευρώπης. Οι ευάλωτες μορφές απασχόλησης (μερική, εποχική, ορισμένου χρόνου, ωρομίσθια κ.ά.). που φθάνουν στο 40% και πλέον των απασχολούμενου προσωπικού χωρίς εξειδίκευση, υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο. Και βέβαια η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Αν βέβαια δεν υπήρχε η μετανάστευση των 350.000 νέου εργατικού δυναμικού, η ανεργία θα βρισκόταν σε διπλάσια νούμερα.

 

Οι συνταξιούχοι

Οι συνταξιούχοι που αποτελούν την πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα, περίπου το 30% του πληθυσμού, στην 12ετή περίοδο των μνημονίων η μεγάλη πλειοψηφία σήκωσε το δυσβάσταχτο βάρος των περικοπών, έως και 50% των συνταξιούχων. Η συνολική επιβάρυνση έφθασε τα 100 δις ευρώ. Παράλληλα με τη μείωση μισθού και συντάξεων ακυρώθηκαν και πολλές θεσμικές κατακτήσεις εργαζομένων και συνταξιούχων. Υποβαθμίστηκε και σχεδόν ακυρώθηκε ο θεσμικός κοινωνικός διάλογος για τις συλλογικές συμβάσεις σχετικά με τη διαμόρφωση του κατώτατου εθνικού μισθού και ωρομισθίων. Ακόμη και σήμερα ο αρμόδιος υπουργός ορίζει τα κατώτατα όρια.

Σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων, σ’ αυτές τις συνθήκες του βιοτικού επιπέδου εργαζομένων και συνταξιούχων, ακούγονται «υπεύθυνες» φωνές για επιστροφή στην κανονικότητα. Δηλαδή, όχι στην κανονικότητα, πριν των μνημονίων, αλλά στην πραγματικότητα που διαμόρφωσαν οι περικοπές των μνημονίων. Λίγα ψίχουλα αύξησης του κατώτατου μισθού, λίγη μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές και η αγορά εργασίας ένα χάος. Πολλά λόγια ακούγονται για αυξήσεις στις συντάξεις (5-6%) μετά από 12 χρόνια περικοπών και όχι «παγώματος», όπως διαφημίζεται.

Και η «παραχολογία» συνεχίζεται

Με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, με την αναμονή να έρχονται και τα αναδρομικά του 11μηνου, και οι διαδικασίες έκδοσης της σύνταξης, επιταχύνονται και όλα παραπέμπονται στον επόμενο χρόνο των εκλογών. Δεν θέλω να επεκταθώ στο επίπεδο των παρεχόμενων κοινωνικών και προνοιακών υπηρεσιών, που αντί να βελτιώνονται υποβαθμίζονται και τρέχει ο κόσμος με το ελάχιστο «κομπόδεμά του» σε ιδιωτικά νοσοκομεία και συμβάσεις υγειονομικής υφής στις ασφαλιστικές εταιρείες.

Σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων οι κυβερνόντες μιλάνε για επιστροφή στην «κανονικότητα», όπως τη διαμόρφωσαν τα μνημόνια, όταν τα εισοδήματά τους έχουν μειωθεί, όταν οι συντάξεις έχουν δραματικά περισκοπεί και βρίσκονται σ’ ένα διαρκή πόλεμο με τη φτώχεια στις διάφορες μορφές της και κύρια ως ακρίβεια, ως ανεργία και ως πολύ χαμηλά εισοδήματα επιβίωσης κάτω από τα όρια της φτώχειας. Δεν είμαι της λογικής του «μαύρου- άσπρου». Αλλά θέλω να αναδείξω την οξύτητα του κοινωνικού ζητήματος, που εσωκλείει μια τεράστια εκρηκτική κοινωνική ενέργεια, που αν δεν δοθούν απαντήσεις και λύσεις θα εκδηλωθεί με κοινωνικές ταραχές και ρήξεις. Το κοινωνικό στρες συνεχώς αυξάνεται και η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια διευρύνεται.

Απαραίτητο να παρθούν ριζοσπαστικά μέτρα

Κόντρα στις ανισότητες και αδικίες στη διανομή του εθνικού πλούτου, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Εξάλλου, είναι κοινή διαπίστωση ότι το εισοδηματικό άνοιγμα των φτωχών, με την ολιγαρχία του πλούτου συνεχώς διευρύνονται. Επίσης, οι κοινωνικές δαπάνες, χάριν δήθεν της οικονομικής ανάπτυξης, τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Η εργασία γίνεται όλο και πιο φθηνό εμπόρευμα, εκτός από τους λίγους που έχουν σημαντική τεχνολογική εξειδίκευση.

Χρειαζόμαστε έναν νέο Ανδρέα Παπανδρέου που το 1982 δεν δίστασε να δώσει γενναίες αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις. Να θεσμοθετήσει ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, το οποίο ακόμη και σήμερα αντέχει στον χρόνο και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργαζόμενο λαό και γενικά όλους τους ασφαλισμένους. Χρειαζόμαστε την επιστροφή της δημοκρατικής παράταξης με θέσεις και προτάσεις ενάντια στις ανισότητες και τις αδικίες στη διανομή του εθνικού εισοδήματος. Ο λαός δε θέλει πρόσκαιρες επιδοτήσεις που λειτουργούν, ως ασπιρίνη στον πόνο και τον αγώνα τους για επιβίωση. Ο εργαζόμενος λαός θέλει θεσμικές παρεμβάσεις και μισθούς που να ανταποκρίνονται σε μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση.

Ένας προοδευτικός συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων οφείλει οδεύοντας προς τις κάλπες να δεσμευτεί και να αγωνιστεί για ορισμένα βασικά μέτρα που θα ανακουφίσουν εργαζόμενους και συνταξιούχους:

  • Αύξηση του κατώτατου μισθού, 850 ευρώ, όπως καθολικά ζητούν τα συνδικάτα.
  • Αύξηση των συντάξεων που θα υπερκαλύψουν τον πληθωρισμό του 12,5%. Δεδομένου ότι με τις περικοπές των μνημονίων, έχασαν το 50% της αγοραστικής δύναμης.
  • Θεσμική επαναφορά διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού και ωρομισθίου με εθνικές-συλλογικές συμβάσεις (και όχι από το κράτος) μεταξύ των εκπροσώπων των παραγωγικών φορέων – εργοδοτών και εργαζομένων – και του κράτους.
  • Επαναθεσμοθέτηση του ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους, καθώς και της 13ης σύνταξης με προοπτική 14ης.
  • Νέα μέτρα για την προστασία της εργασίας και ρύθμισης στην αγορά εργασίας σε ένα κατακερματισμένο δύσκολο και σκληρά εκμεταλλευτικό εργασιακό τοπίο.
  • Κατάργηση των διατάξεων του εργατικού νόμου που περιορίζει το δικαίωμα άσκησης της απεργίας.
  • Θεσμοθέτηση Κώδικα Ασφαλιστικής Νομοθεσίας, για να μην αλλάζουν οι ασφαλιστικές διατάξεις ως «υποκάμισα».
  • Εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση του e-ΕΦΚΑ, του ΕΟΠΠΥ, καθώς και του ΕΣΥ δίνοντας κεντρική σημασία στην προσφορά των υγειονομικών υπηρεσιών.

Η εξαγγελλία και εφαρμογή αυτών των αναγκαίων, μέτρων για να αντιμετωπιστεί η αγοραστική δύναμη του κόσμου της εργασίας και της σύνταξης θα σημάνει και ουσιαστική επιστροφή στην κανονικότητα. Σήμερα όσα προπαγανδίζονται και δημοσιοποιούνται, ως μέτρα αντιμετώπισης της αγοραστικής δύναμης αποτελούν «μπαλώματα» διαιώνισης της κατάστασης ως έχει και όχι προοπτική προς μια νέα κανονικότητα, όταν η ευημερία και το βιοτικό επίπεδο του λαού, αποτελούν το κεντρικό ζήτημα της πολιτείας μας.

Διεκδίκηση δικαιωμάτων με κάθε μέσο

Αν οι εξαγγελίες των κυβερνόντων εξαντλήθηκαν σε μισθολογικές και συνταξιουχικές αυξήσεις, που δε καλύπτουν ούτε τις πληθωριστικές τάσεις της εποχής μας, δικαιολογημένα ο χώρος της εργασίας και της σύνταξης ενεργά κοινωνικά και πολιτικά θα κάνουν τις επιλογές τους και θα διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους με κάθε μέσο. Όπως με δικαστικούς αγώνες και αποφάσεις οι συνταξιούχοι κέρδισαν την επιστροφή των αναδρομικών και μετά κόπων και βασάνων αναμένουν η κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Ολ. Στε. Όπως κέρδισαν την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά η απόφαση Ολ. Ελ. Συν. δεν έγινε σεβαστή και δεν εφαρμόστηκε από τη Διοίκηση.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γεωμετρικής αύξησης της ενέργειας, που συμπαρασύρει αυξήσεις στα βασικά αγαθά επιβίωσης που επηρεάζουν άμεσα την αγοραστική δύναμη των πολιτών, δε φτάνουν πιστεύω οι παροδικές επιδοτήσεις. Το παράδειγμα των Γάλλων, του Μακρόν να εθνικοποιήσει τον τομέα της ενέργειας είναι ένα θέμα πιστεύω που η πολιτική ηγεσία αξίζει να μελετήσει και να συζητήσει. Τις σκέψεις μου θέλω να ολοκληρώσω με την πρόταση προς τα κοινοβουλευτικά κόμματα να συζητήσουν και να θεσμοθετήσουν μέτρα για την αντιμετώπιση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, για την αντιμετώπιση ουσιαστικά της φτώχειας.

* Ο Λ. Αποστολίδης είναι δικηγόρος – εργατολόγος και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής