Γιατί δεν απέδωσε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων – Τι θα γίνει με το χρέος Ελλάδας και Ιταλίας

Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό της ευρωζώνης δεν βελτιώθηκαν μετά την αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο, δήλωσε το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ιζαμπέλ Σνάμπελ, τασσόμενη εμμέσως πλην σαφώς υπέρ μιας -ενδεχομένως- πιο επιθετικής κίνησης κατά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, ακόμη και αν ενισχύονται οι φόβοι για ύφεση.

Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ εξέπληξε τις αγορές, με μια αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, εκφράζοντας ανησυχίες για παγίωση του πληθωρισμού κοντά σε διψήφια ποσοστά.

«Αυτή η κίνηση δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, ωστόσο, ακόμη και μια ύφεση από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή για να τιθασεύσει τις πιέσεις των τιμών,» υπογράμμισε η Σνάμπελ σε συνέντευξή της στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, προσθέτοντας: «Τον Ιούλιο αποφασίσαμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης επειδή ανησυχούσαμε για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό. Οι ανησυχίες που είχαμε τον Ιούλιο δεν έχουν αμβλυνθεί… Δεν νομίζω ότι αυτή η προοπτική έχει αλλάξει ριζικά».

 

Πιο επιθετική κίνηση τον Σεπτέμβριο

Αναλυτές ποντάρουν σε μια αύξηση των επιτοκίων κατά 25-50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο, αν και οι νέες δηλώσεις της Σνάμπελ αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο για μία ακόμα πιο επιθετική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Το πρόβλημα είναι ότι στο 8,9%, ο πληθωρισμός είναι τετραπλάσιος από τον στόχο 2% της ΕΚΤ και δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης.

«Δεν θα απέκλεια ότι, βραχυπρόθεσμα, ο πληθωρισμός πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω», είπε η Σνάμπελ, η οποία χαρακτηρίζεται για τη συντηρητική της εν γένει, στάση απέναντι στην χάραξη της νομισματικής πολιτικής.

 

«Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις είναι πιθανό να είναι μαζί μας για κάποιο χρονικό διάστημα, δεν θα εξαφανιστούν γρήγορα», τόνισε: «Θα χρειαστεί χρόνος μέχρι ο πληθωρισμός να επανέλθει στο 2%».

Μολονότι ο πληθωρισμός είναι πιθανό να επιβραδυνθεί απότομα τα επόμενα χρόνια, η Σνάμπελ παραδέχθηκε ότι οι προβλέψεις της ΕΚΤ ήταν λανθασμένες τα τελευταία τρίμηνα, επομένως πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στα πραγματικά στοιχεία για την αύξηση των τιμών, ώστε να λαμβάνονται ορθές αποφάσεις πολιτικής.

Ο κίνδυνος της ύφεσης

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο για την ΕΚΤ, καθώς οι αυξήσεις στα επιτόκια έρχονται ακριβώς τη στιγμή που μια ύφεση, που προκαλείται από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου φαντάζει ως μεγάλη πιθανότητα για την ευρωζώνη.

Ο Σνάμπελ αναγνώρισε τον κίνδυνο ύφεσης: «Υπάρχει ισχυρή ένδειξη ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και δεν θα απέκλεια ότι μπαίνουμε σε τεχνική ύφεση, ειδικά εάν διακοπεί περαιτέρω ο εφοδιασμός ενέργειας από τη Ρωσία».

«Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη έχουν επίσης αυξηθεί λόγω πρόσθετων κραδασμών από την πλευρά της προσφοράς, που προκαλούνται από ξηρασίες ή τα χαμηλά επίπεδα νερού στα μεγάλα ποτάμια», υπογράμμισε. «Φαίνεται ότι, από τις μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ, η Γερμανία έχει πληγεί περισσότερο».

Ωστόσο, ενώ μια ύφεση θα περιορίσει τις πιέσεις στις τιμές, από μόνη της δεν αρκεί για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο.

«Ακόμα κι αν εισέλθουμε σε ύφεση, είναι μάλλον απίθανο οι πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρήσουν από μόνες τους», τόνισε η Σνάμπελ. «Η επιβράδυνση της ανάπτυξης τότε μάλλον δεν είναι αρκετή για να μετριάσει τον πληθωρισμό».

Τα κράτη του νότου

Ένα άλλο πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα αυξήσουν δυσανάλογα το κόστος δανεισμού στην περιφέρεια του μπλοκ, θέτοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο περισσότερα χρεωμένα κράτη όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα.

Αναφερόμενη στις επανεπενδύσεις του PEPP υπογράμμισε ότι «μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους κατακερματισμού και τους κινδύνους για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζεται με την πανδημία». Πρόσθεσε ωστόσο ότι η χρήση αυτού του μέσου πρέπει να είναι αναλογική. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργοποίηση του εργαλείου θα γίνει μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο.

«Στην αρχή της πανδημίας είδαμε ότι οι σύντομες περίοδοι παρέμβασης μπορεί να είναι επαρκείς για τη σταθεροποίηση των αγορών» επεσήμανε.

Σε τι διαφέρουν PEPP και TPI

Ερωτηθείσα για τη διαφορά της επενεπένδυσης του PEPP από το νέο εργαλείο TPI, που αποφάσισε η ΕΚΤ είπε ότι «είναι διαφορετικό από πολλές απόψεις»: «Πρόκειται για ένα μόνιμο εργαλείο και οι όγκοι αγορών δεν περιορίζονται εκ των προτέρων. Ταυτόχρονα, απαιτεί μια ευρύτερη αξιολόγηση. Ειδικότερα, απαιτεί αξιολόγηση διαφόρων κριτηρίων επιλεξιμότητας που σχετίζονται με τη συμμόρφωση με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τις υγιείς μακροοικονομικές πολιτικές».

Και τόνισε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο πρέπει να αποφασίσει ποιο εργαλείο θα χρησιμοποιήσει υπό ποιες συνθήκες. Πρέπει επίσης να ελέγξει τα σχετικά κριτήρια για αυτά τα εργαλεία. Και το σημαντικότερο, πρέπει να βεβαιωθεί ότι η χρήση των εργαλείων είναι αναλογική.

Η αναλογικότητα συνεπάγεται τρία πράγματα: «Πρέπει να δείξουμε ότι το εργαλείο είναι αποτελεσματικό, δηλαδή ότι εξυπηρετεί τον σκοπό του. Πρέπει να αποδείξουμε ότι το εργαλείο είναι αποτελεσματικό, επομένως δεν υπάρχει άλλο εργαλείο που να μπορεί να επιτύχει τον ίδιο στόχο με χαμηλότερο κόστος. Και, τέλος, τα πιθανά οφέλη πρέπει να υπερβαίνουν το πιθανό κόστος ή τις παρενέργειες».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.