Η οικονομία της Ρωσίας συρρικνώθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2022 λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, με τις κυρώσεις να πλήττουν σημαντικά τη χώρα και πολλές ξένες εταιρείες να αποχωρούν προσωρινά ή οριστικά από αυτή. Η υποχώρηση αυτή της οικονομικής δραστηριότητας όμως ήταν αρκετά χαμηλότερη από το αναμενόμενο, με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας (ΙΕΑ) να παραδέχεται ότι οι κυρώσεις της Δύσης είχαν «περιορισμένες επιπτώσεις», όπως τις χαρακτήρισαν στην παραγωγή ενέργειας από τη Μόσχα από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος. Η ΙΕΑ επίσης αύξησε τις προβλέψεις για παραγωγή ρωσικού πετρελαίου το δεύτερο μισό του 2022 και όλο το 2023, καθώς η Μόσχα φαίνεται ότι με τη βοήθεια χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία αλλά και η Ρωσία, αυξάνει τις πωλήσεις παρακάμπτοντας τις κυρώσεις αυτές –και εξακολουθεί να γεμίζει τα κρατικά ταμεία πουλώντας ενέργεια.
Τι γίνεται λοιπόν με την οικονομία της Ρωσίας και πόσο έχει πληγεί τελικά από την αντίδραση των ΗΠΑ και της Ευρώπης αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγει στην Ουκρανία; Μέσα ενημέρωσης και αναλυτές που βρίσκονται πιο κοντά στην αμερικανική επιρροή κάνουν λόγο για προοπτικές ολικής καταστροφής της ρωσικής οικονομίας, ενώ αντίστοιχες εκδόσεις της Μόσχας παρουσιάζουν μια πιο αισιόδοξη εικόνα. Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται –περίπου- στη μέση.
Στοιχεία που συγκέντρωσε από διεθνείς πηγές ο Οικονομικός Ταχυδρόμος δείχνουν όντως ότι υπάρχει ισχυρό πλήγμα στην οικονομία, το οποίο προς το παρόν δείχνει διαχειρίσιμο και πως πολλά θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και το αποτέλεσμα του πολέμου.
Tα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι δραστικές αποδείχτηκαν παρεμβάσεις της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας στην οικονομία, για συνεργασία στο μέτωπο αυτό με ισχυρές φιλικές χώρες και για μεγάλη στήριξη του εθνικού νομίσματος. Ειδικά η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, με παρεμβάσεις στο ρούβλι και στον τρόπο πληρωμής των εξαγωγών της χώρας στήριξε το εθνικό νόμισμα.
Παράλληλα φαίνεται να συνεχίζονται σε αρκετά μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστες οι εξαγωγές ρωσική ενέργειας και προϊόντων με τη βοήθεια κυρίως Κίνας, Ινδίας και Ρωσίας. Με τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών μάλιστα –με πιο πρόσφατη αυτή με την Τουρκία- να έχουν συνάψει χρηματοπιστωτικές συμφωνίες φαίνεται ότι έχει ανοίξει δρόμος για να γίνονται ευκολότερα ρωσικές πληρωμές μέσω τραπεζών τους. Επίσης πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να επιλέγουν να αγοράζουν ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο πληρώνοντας σε ρούβλια.
«Στις αγορές ενέργειας, ο Πούτιν φαίνεται να κερδίζει τον πόλεμο»
Αυτός είναι ο τίτλος σε εκτεταμένο δημοσίευμά του το Bloomberg όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από τη Ρωσία ξανά στα 10,8 εκατ βαρέλια ημερησίως. Πρόκειται για επίπεδα που καταγράφονταν προ του πολέμου, όπου η παραγωγή είχε φτάσει τα 11 εκατ βαρέλια. Τον Απρίλιο είχε υποχωρήσει στα 10 εκατ. βαρέλια. Με τις τιμές στα 100 δολάρια ανά βαρέλι, τα ταμεία του Κρεμλίνου εξακολουθούν να γεμίζουν από τις πωλήσεις.
Επίσης με τις τιμές του φυσικού αερίου πάνω από τα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, η Μόσχα γεμίζει τα ταμεία της την ώρα που ευρωπαϊκές χώρες αναμένεται να δουν αυξήσεις έως και 100% στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Όλα αυτά σημαίνουν ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την ευημερία των αριθμών -και όχι απαραίτητα των ανθρώπων- τα βασικά οικονομικά μεγέθη της Μόσχας αντέχουν. Πριν από λίγες μόνο ημέρες η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι υπερτριπλασιάστηκε το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σε σχέση με πέρυσι, καθώς η μείωση των εισαγωγών συνδυάστηκε με την αύξηση των εσόδων από τις εξαγωγές εμπορευμάτων και ενέργειας, παρά την εισβολή στην Ουκρανία. Το πλεόνασμα διευρύνθηκε σε σχεδόν 167 δισ. δολάρια την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου, σε σύγκριση με περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν την ίδια περίοδο ένα χρόνο νωρίτερα, ανέφερε η Τράπεζα της Ρωσίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί οι Ρώσοι να μην έχουν πρόσβαση σε δυτικά προϊόντα λόγω των κυρώσεων, αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αποτελεί βασικό δείκτη της πορείας της οικονομίας βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ
Η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε απότομα το δεύτερο τρίμηνο, καθώς η χώρα αισθάνθηκε το κύριο βάρος των οικονομικών συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, κάτι που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι η αρχή ύφεσης για όλη τη χρονιά, εκτιμούν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα και είναι η πρώτη τριμηνιαία έκθεση για το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν που αποτυπώνει πλήρως την αλλαγή στην οικονομία από την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο. Ήταν μια απότομη αναστροφή πορείας από το πρώτο τρίμηνο, όταν η οικονομία αναπτύχθηκε 3,5%.
«Ωστόσο, ακόμη και καθώς οι εισαγωγές στη Ρωσία στέγνωναν και οι (διεθνείς) χρηματοοικονομικές συναλλαγές μπλοκάρονταν, αναγκάζοντας τη χώρα να χρεοκοπήσει (τεχνικά) για το εξωτερικό της χρέος, η ρωσική οικονομία αποδείχθηκε πιο ανθεκτική από ό,τι περίμεναν αρχικά ορισμένοι οικονομολόγοι και η πτώση του ΑΕΠ (…) δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο περίμεναν ορισμένοι εν μέρει επειδή τα ταμεία της χώρας ήταν γεμάτα με ενεργειακά έσοδα καθώς οι παγκόσμιες τιμές αυξήθηκαν», αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα.
Την ίδια στιγμή οι δυτικές κυρώσεις οι οποίες απέκοψαν τη Ρωσία από περίπου το ήμισυ των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων συναλλαγματικών αποθεμάτων και χρυσού, επέβαλαν αυστηρούς περιορισμούς στις συναλλαγές με ρωσικές τράπεζες και έκοψαν την πρόσβαση στην αμερικανική τεχνολογία, ωθώντας εκατοντάδες μεγάλες δυτικές εταιρείες να αποχωρήσουν από τη χώρα, επισημαίνεται επίσης.
Οι διεθνείς κυρώσεις για τον πόλεμο διέκοψαν το εμπόριο και παρέλυσαν βιομηχανίες όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν. «Αν και η πτώση της οικονομίας μέχρι στιγμής δεν είναι τόσο απότομη όσο αναμενόταν αρχικά, η κεντρική τράπεζα προβλέπει ότι η ύφεση θα επιδεινωθεί τα επόμενα τρίμηνα, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους», σύμφωνα με το Bloomberg.
«Η οικονομία θα κινηθεί προς μια νέα μακροπρόθεσμη ισορροπία», δήλωσε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ρωσίας Alexey Zabotkin σε ενημέρωση στη Μόσχα. «Καθώς η οικονομία υφίσταται αναδιάρθρωση, η ανάπτυξή της θα ξαναρχίσει», υποστήριξε.
Πόσο αξιόπιστα είναι τα στοιχεία από τη Μόσχα;
Αναφορικά με τα στοιχεία που ανακοινώνει η Μόσχα, η Δύση παραμένει επιφυλακτική. Σύμφωνα με τόσα είχε αναφέρει στα τέλη του Ιουλίου η έκδοση Foreign Policy, οι οικονομικές ανακοινώσεις του Κρεμλίνου «γίνονται ολοένα και πιο επιλεκτικές —μερικές και ημιτελείς, απορρίπτοντας επιλεκτικά δυσμενείς μετρήσεις». Τον Ιούνιο το Κρεμλίνο είχε ανακοινώσει ότι δεν θα αποκαλύπτει πλέον μηνιαία στοιχεία που αναλύουν πόσα δαπάνησε η κυβέρνηση σε διάφορα στοιχεία του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, κάτι που όμως ήταν αναμενόμενο καθώς υπάρχει πόλεμος. Το υπουργείο Οικονομικών είχε επικαλεστεί επίσης τότε για την εξαίρεση των λεπτομερειών δαπανών από τις ανακοινώσεις την ανάγκη να «ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος επιβολής πρόσθετων κυρώσεων». Άλλα στοιχεία όμως όπως η ισοτιμία του ρουβλίου είναι πιο δύσκολο να αμφισβητηθούν.
Παραμένει ενισχυμένο το ρούβλι
Οι πληρωμές της ενέργειας σε ρούβλια και οι παρεμβάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας έχουν ενισχύσει το νόμισμα πάνω από τα επίπεδα που βρισκόταν απέναντι στο δολάριο πριν από τον πόλεμο. Μπορεί επενδυτές να μην έχουν τη δυνατότητα να πουλήσουν και να αγοράσουν ρωσικές μετοχές ή ομόλογα λόγω των εκατέρωθεν κυρώσεων, αλλά το ρούβλι ανθεί –τουλάχιστον όπως δείχνουν οι αριθμοί. Όπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα, το ένα δολάριο ΗΠΑ είχε φτάσει να αγοράζει περισσότερα από 138 ρούβλια το Μάρτιο μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Σήμερα αγοράζει λιγότερα από 61,5 ρούβλια ενώ πριν τον πόλεμο αγόραζε περίπου 73 ρούβλια.
Η παραγωγή πετρελαίου
Οι εξαγωγές αργού και πετρελαϊκών προϊόντων της Ρωσίας προς την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Κορέα μειώθηκαν κατά σχεδόν 2,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, σύμφωνα με την ΙΕΑ. «Ωστόσο, η ανακατεύθυνση των ροών προς χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα και η Τουρκία είχε μετριάσει τις οικονομικές απώλειες για το Κρεμλίνο», αναφέρεται.
Η ρωσική παραγωγή πετρελαίου τον Ιούλιο ήταν μόλις 310.000 βαρέλια την ημέρα (b/d) κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα, πτώση λιγότερη από 3%. Οι συνολικές εξαγωγές πετρελαίου μειώθηκαν κατά περίπου 580.000 b/d, σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεση της IEA. «Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία θα είχε έσοδα 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις εξαγωγές πετρελαίου τον περασμένο μήνα και 21 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιούνιο», αναφέρουν οι Φαινάνσιαλ Τάιμς σε ανάλυση με τίτλο «Οι Δυτικές κυρώσεις είχαν ‘’περιορισμένη επίπτωση’’ στην παραγωγή Ρωσικού πετρελαίου, λέει η ΙΕΑ».
Αγοραστές από την Ασία έχουν παρέμβει για να επωφεληθούν από το πιο φθηνό ρωσικό, με την Κίνα να έχει ξεπεράσει την ΕΕ ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικού αργού τον Ιούνιο, αναφέρεται ακόμη. Η αυξημένη ζήτηση για ρωσικό αργό σε σύγκριση με την περίοδο νωρίτερα φέτος σήμαινε επίσης ότι οι εκπτώσεις που καταβάλλονταν για τα ρωσικά φορτία είχαν περιοριστεί, σημειώνεται. Η IEA είπε ότι αύξησε τις προβλέψεις της για τη ρωσική παραγωγή για το δεύτερο εξάμηνο του 2022 κατά 500.000 b/d και κατά 800.000 b/d για το 2023.
Μένει τώρα να φανεί ποιες από τις προβλέψεις αυτές θα επιβεβαιωθούν και –κυρίως- ποια θα είναι η πορεία και τα αποτελέσματα του πολέμου στην Ουκρανία που εξακολουθεί να έχει τεράστιο κόστος σε ζωές και σε υλικό.