Είκοσι χρόνια κλείνουν σήμερα από την ημέρα που το ευρώ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του, αρχικά μόνο με λογιστική μορφή στις συναλλαγές, ως το νέο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Η 1η Ιανουαρίου 1999 σηματοδότησε την απαρχή της Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, η οποία είχε κριθεί απαραίτητη για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς και την μεγιστοποίηση των ωφελειών που προέκυπταν από αυτήν. Ταυτοχρόνως οι θιασώτες της Νομισματικής Ένωσης υποστήριζαν ότι η δημιουργία της θα συνέβαλλε στην ταχύτερη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρώπης, στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και εν τέλει στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.
Για την Ελλάδα η ώρα του ευρώ σήμανε το 2000, οπότε το Συμβούλιο απεφάνθη ότι χώρα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Έτσι η χώρα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001.
Η πορεία του ευρώ στη διάρκεια της εικοσαετίας δεν ήταν ευθύγραμμη. Η ευρωζώνη στη διάρκεια αυτών των χρόνων αυτών -κυρίως στην πρώτη δεκαετία- κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης από την μείωση του 0,4% που εμφάνισε το 1995 κατόρθωσε να αυξηθεί με ρυθμό 4% το 2000. Στο δεύτερο όμως μισό της δεκαετίας βίωσε τη χειρότερη χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση από το 1930, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται μονό στη διάρκεια μίας χρόνιας, το 2009, κατά 4,34%.
Ταυτοχρόνως, ο συνδυασμός της ενιαίας αγοράς με το ένα κοινό νόμισμα έδωσαν σημαντική ώθηση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο το οποίο από 13% του ΑΕΠ το 1992 έφθασε στο 20% σήμερα.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη ομιλία του παραδέχθηκε ότι ενώ ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Βαλτικής, η Μάλτα και η Σλοβακία, κατόρθωσαν να περιορίσουν το χάσμα που τους χώριζε με την ΕΕΒέβαια το εγχείρημα της νομισματικής ένωσης, και το αίσθημα της σταθερότητας που εδραιώνεται από αυτή την μακροχρόνια διαδικασία, δεν είναι ικανό από μόνο του να οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε ικανοποιητικό επίπεδο απασχόλησης. Επιπροσθέτως η εμπειρία της ένωσης τόσο της Ιταλίας όσο και της Γερμανίας τον 19ο αιώνα κατέδειξαν ότι το ιστορικό προηγούμενο του ανοίγματος των αγορών και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου δεν αποφέρει μία δίκαιη κατανομή των κερδών μεταξύ των διαφορετικών γεωγραφικών περιφερειών. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη ομιλία του παραδέχθηκε ότι ενώ ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Βαλτικής, η Μάλτα και η Σλοβακία, κατόρθωσαν να περιορίσουν το χάσμα που τους χώριζε με την ΕΕ (η διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών αυτών και του μέσου όρου της ΕΕ έχει μειωθεί κατά το 1/3 από το 1999 μέχρι σήμερα), άλλες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία μετά την ένταξη τους απέτυχαν να γεφυρώσουν αποτελεσματικά την απόσταση που τις χώριζε εξ αρχής από τα πιο ανεπτυγμένα κράτη μέλη.
Το γεγονός αυτό άλλωστε αντανακλάται στη δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Ευρωβαρέμετρο, οι οποίοι θεωρούν ότι η ζωή τους έχει επιδεινωθεί μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας αυτής που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ποσοστό των Ελλήνων που εμφανιζόταν επαρκώς ικανοποιημένο (fairly satisfied) από 52,65% το 1999 υποχώρησε στο 42% το 2018. Αντιθέτως το ποσοστό που δήλωναν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι έφθασε φέτος στο 17,18% από 6,79% αντιστοίχως. Η Ελλάδα, η οποία επλήγη περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες της ΕΕ από την κρίση είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας μετά την έναρξη στο ευρώ.
Οι Έλληνες 20 χρόνια μετά την έλευση του ευρώ δεν είναι μόνο πιο φτωχοί, συγκρίνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και από τους πλέον υπερχρεωμένους πολίτες στη ζώνη του ευρώΟι Έλληνες 20 χρόνια μετά την έλευση του ευρώ δεν είναι μόνο πιο φτωχοί, συγκρίνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και από τους πλέον υπερχρεωμένους πολίτες στη ζώνη του ευρώ. Την αποκλίνουσα εικόνα της ελληνικής οικονομίας, συμπληρώνει το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το χρέος των νοικοκυριών υπερτριπλασιάστηκε καθώς από το 37,5% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2001 (σύμφωνα με τα στοιχειά του ΟΟΣΑ) ξεπέρασε το 114% το 2017. Αν στις οφειλές των νοικοκυριών προστεθούν και αυτές των επιχειρήσεων τότε το χρέος των ιδιωτών αγγίζει πλέον το 137% της οικονομικής δραστηριότητας.